Πολιτικη & Οικονομια

Τι τη θέλουμε την ΕΥΠ; Ή αλλιώς, υπάρχει μια μύγα στο ουίσκι

Αν, κατά τη γνώμη μου, στο θέμα της υποκλοπής, υπάρχει πολιτικό ζήτημα, αυτό αφορά την ίδια την ΕΥΠ, τον ρόλο της και τη χρησιμότητά της.

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο ρόλος και η χρησιμότητα της ΕΥΠ και η παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη.

Δεν συμφωνώ βέβαια με τον αγαπητό Νίκο Αλιβιζάτο για την ευκολία με την οποία καταλήγει στην πρόταση παραίτησης του πρωθυπουργού στη σκιά του «σκανδάλου» της γνωστής παρακολούθησης. Να φύγει ο Μητσοτάκης για να έρθει ποιος; Θα ήμουν περίεργος να μάθω. Και μάλιστα να παραιτηθεί προτού δοθούν όλες οι διευκρινίσεις σχετικά με το περιεχόμενο και την ουσία της σχετικής υπόθεσης. Η οποία εικάζω εκ των συμφραζομένων και εκ της γενικής πολιτικής εμπειρίας ότι είναι ήσσονος σημασίας, ώστε να συζητήσουμε τόσο ακραία σενάρια όπως αυτό της παραίτησης. Δεν μπορώ δηλαδή να φανταστώ ποια θα μπορούσε να είναι εκείνα τα υψίστης εθνικής σημασίας θέματα τα οποία θα μπορούσε να χειριστεί (με οποιονδήποτε τρόπο) ο κ. Ανδρουλάκης ως εκ της θέσεώς του και τα οποία θα δικαιολογούσαν ειδική παρέμβαση της ΕΥΠ. Επειδή όμως η παρακολούθηση έγινε, μπορούμε να κάνουμε κάποιες προσεγγιστικές υποθέσεις. Το πιθανότερο κατά τη γνώμη μου σενάριο παραπέμπει σε ένα λάθος του αρχικού πληροφοριοδότη ο οποίος πιθανόν να εξέλαβε ζητήματα εμπορικών διακρατικών υποθέσεων ―για τα οποία λομπίστες και μεσάζοντες πλησιάζουν διαρκώς τους ευρωβουλευτές― ως ύποπτες και ίσως βλαπτικές για τα εθνικά μας συμφέροντα (ή τα συμφέροντα τρίτων) υποθέσεις. Αν πράγματι είναι έτσι, δεν χρειάζεται δα να παραιτηθεί η κυβέρνηση, αρκεί να πέσουν μερικά κεφάλια. Θα πρόκειται δηλαδή για υπόθεση ρουτίνας με την κατάχρηση ίσως ενός μέσου, αλλά χωρίς σώνει και καλά με σκοπό την παραβίαση της ιδιωτικότητας του πολιτικού προσώπου. Έτσι άλλωστε κάνει νόημα και η συγγνώμη του πρωθυπουργού. Άλλως τι; Nα σε κάψω, Γιάννη μου, να σ’ αλείψω λάδι;

Αν όμως οι κινήσεις του ευρωβουλευτή για τις οποίες ενημερώθηκε η ΕΥΠ παρέπεμπαν σε ένα είδος συνωμοσίας εναντίον του έθνους και του κράτους, και μάλιστα εν αγνοία του πρωθυπουργού, τότε οφείλει και ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης να τοποθετηθεί επ’ αυτού, και βεβαίως να παραιτηθεί η κυβέρνηση ως ανίκανη να ελέγξει τους εξωθεσμικούς παράγοντες που ασκούν εξωτερική πολιτική αντ’ αυτής.

Η τρίτη περίπτωση, την οποία συζητούν οι αναλυτές του πολιτικού καφενείου όπως εγώ, είναι να στήθηκε πράγματι ένα σύστημα παρακολούθησης με σκοπό την πολιτική εκμετάλλευση της όποιας αλιεύσιμης πληροφορίας ενόψει πιθανών εκλογών, κάτι στο οποίο δεν αποδίδω πολλές πιθανότητες λόγω της χρονικής στιγμής στην οποία συνέβη. Αν όμως αληθεύει έστω και κατ’ ελάχιστον, τότε βρισκόμαστε ενώπιον συνταγματικής εκτροπής.

Αλλά ας σοβαρευτούμε. Αν, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει πολιτικό ζήτημα, αυτό αφορά την ίδια την ΕΥΠ, τον ρόλο και τη χρησιμότητά της. Αν πράγματι συλλέγει πληροφορίες που αφορούν την εθνική ασφάλεια, τι τις κάνει (αφ’ ης στιγμής δεν ενημερώνει ούτε τον πρωθυπουργό); Τις πουλάει στην αγορά των κατασκόπων; Δρομολογεί ενέργειες που μας προστατεύουν από μεγάλη συμφορά τις οποίες όμως δεν θα μάθουμε ποτέ γιατί προστατεύονται από τους κανόνες απορρήτου; Τότε πώς θα εισπράξει τα εύσημα για τις υπηρεσίες της;

Πολλοί φίλοι μου λένε «όμως έτσι γίνεται με αυτές τις agencies, είναι αναγκαίο κακό». Δηλαδή, απαντάω εγώ πότε μας προστάτεψαν; Στη Χούντα, στην Κύπρο, στην υπόθεση Οτσαλάν, στο φυσικό αέριο του Πούτιν όπου ρίξαμε όλα τα λεφτά; Και ποιός μου εγγυάται ότι ένας Τόμπρας, ένας Μαυρίκης, ένας Γρυλλάκης, ένας Καλεντερίδης έχουν τα προσόντα να προφυλάξουν το έθνος από κακόβουλα αρπακτικά (predators) ή από πραξικοπήματα, ώστε εμείς να κοιμόμαστε ήσυχοι (με τα δικά μας καλοήθη λογισμικά); Και πού, συνεχίζω εγώ τις ερωτήσεις μου, βρίσκεται το όριο ανάμεσα στην νομιμότητα και την παραβίαση των δικαιωμάτων;

Αλλά το χειρότερο νομίζω πως είναι, ότι η ύπαρξη μυστικών υπηρεσιών είναι συνυφασμένη με τις θεσμικές παρεκτροπές και το παρακράτος, και πως εθίζει την κοινωνία και τις κυβερνήσεις αν όχι σε παράνομες, τουλάχιστον σε μυστικοπαθείς συμπεριφορές, τις οποίες όλοι οι «επωφελούμενοι» τείνουν να θεωρούν κανονικές και μέρος μιας άτυπης συμφωνίας «εταίρων» για την υπεράσπιση της δημοκρατίας από τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτή η μυστικοπάθεια μπορεί ασφαλώς να επεκτείνεται και σε μη εμπιστευτικές πλευρές τη δημόσιας ζωής, στον βαθμό που ο δημοκρατικός έλεγχος ήταν πάντα ενοχλητικός για όσους ασκούσαν και ασκούν τις ποικίλες μορφές εξουσίας με τις παραλλαγές της. Γι’ αυτό και μπορούν να συνάπτονται εμπορικές, αμυντικές, επενδυτικές, ενεργειακές κτλ. συμφωνίες, οι οποίες, αν ήταν ανοιχτές στον δημόσιο διάλογο, θα έπεφταν ενδεχομένως σε παγίδες και αξεπέραστα εμπόδια. Παρά ταύτα, θεσπίστηκε νομοθετικά και εκ παραλλήλου και το opengov (διαφάνεια) το οποίο βέβαια γρήγορα εκφυλίστηκε στο αντίθετό του επειδή κανείς δεν το πίστευε. Το μικρό συμπέρασμα είναι πως η διακυβέρνηση δεν γίνεται με νομοσχέδια. Το μεγάλο συμπέρασμα είναι πως καιρός είναι να ξανασκεφτούμε τον συνταγματικό αποκλεισμό του «μεγάλου αδελφού».