Πολιτικη & Οικονομια

Edito 309

Ο Φώτης Γεωργελές απαντά σε μία μικρή αναγνώστρια.

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 309
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Κύριε Γεωργελέ,

Έχω μπροστά μου ένα edito του 2006. 27 Ιουλίου - 2 Αυγούστου, για την ακρίβεια “μερικές ερωτήσεις (στον εαυτό σου) που θα τις απαντήσεις αυτό το καλοκαίρι”. Το θέμα είναι ότι τα edito σας είναι ο πρώτος λόγος που έπαιρνα A.V. Γιατί δεν σταματάτε να γράφετε για τα πολιτικά και την οικονομία;; Mπουχτήσαμε! Έχω και το edito “10 μέρες περάσανε από το 2007... είσαι μόνος σου στο δωμάτιο σου...”, τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω... το τελευταίο το έχω κολλημένο στον τοίχο του δωματίου μου…

Εσείς, άραγε, θυμάστε αυτά που σας αναφέρω παραπάνω;;  Ή σας απασχολεί τόσο πολύ η βάρβαρη επικαιρότητα που τα ξεχάσατε;; Κάντε έναν κόπο να τα θυμηθείτε. Σας χρωστάω…

-Ν.Π., μικρή αναγνώστρια»

Έχετε δίκιο. Όχι μικρή, και μεγάλη αναγνώστρια να είσαστε, πάλι δίκιο θα ’χατε. Και γω ο ίδιος, 6 μήνες να γράφω για επιδόματα και «ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα», έχω βαρεθεί τον εαυτό μου. Μπορώ, όμως, να γράψω κάτι άλλο; Κι αν μπορώ, πρέπει;

Το Σάββατο το βράδυ βγήκα να πάρω τις κυριακάτικες εφημερίδες. Είναι μία απ’ τις ελάχιστες ιεροτελεστίες που ’χουν μείνει στη ζωή μου, μ’ αρέσει αυτή η εικόνα, ο φωτισμένος πάγκος, η λάμπα, η πόλη όλη τη νύχτα που αναζητά πληροφορίες. Βρήκα σκοτάδι, ο δικός μου μάζευε πακέτα. Κλείνω, δεν περνάει κανείς. Κοίταξα γύρω μου έκπληκτος, δύο η ώρα, ερημιά, περνούσε ένα άδειο ταξί, η Ακαδημίας έμοιαζε με το χειμωνιάτικο Ντίσελντορφ. Η γειτονιά μου τα καλοκαιρινά βράδια μοιάζει με παραλία νησιού, μπαρ, καφέ, κόσμος στα πεζοδρόμια, μουσική, γέλια. Τα καφέ ήταν άδεια, ένας άνθρωπος, μια παρέα πιο κάτω, έκλειναν.

Θυμάμαι πώς έγραφα τότε που διάβαζες. Γύρναγα σπίτι βράδυ, έβαζα μουσική. Έγραφα μετά ένα CD, τη δικιά μου συλλογή, τη μουσική υπόκρουση για κείνη τη νύχτα. Έμπαινα στο αυτοκίνητο, δυνατά η μουσική, τη δοκίμαζα σε μακρινές βόλτες, Συγγρού, παραλιακή, λιμανάκια. Σταμάταγα σε άγνωστες πλατείες, έτρωγα παγωτό σε πεζόδρομους που δεν ήξερα, έκλεβα εικόνες, μισές φράσεις, θραύσματα από συνομιλίες που άκουσα, που φαντάστηκα, που ήθελα ν’ ακούσω. Πίσω μετά, έγραφα μέχρι το πρωί, για δάκρυα αποχωρισμού, ξαφνικές γυναικείες ματιές - λάμψεις που ζητάνε και διώχνουν, για έρωτες και όνειρα μιας πόλης πάντα ξάγρυπνης, αγχωμένης μα γεμάτη επιθυμία να ζήσει. Τώρα η πόλη μου είναι μελαγχολική. Πάλι δεν κοιμάμαι τη νύχτα. Όμως, τώρα κάνω λογαριασμούς.

Πέρυσι όταν άρχισε αυτή η ιστορία, ξέραμε τη συνέχεια, ξέραμε τι σημαίνει οικονομική κρίση, ύφεση. Και ορκιστήκαμε ότι απ’ αυτή την εφημερίδα δεν θα φύγει κανένας, δεν θα χαθεί ούτε μια θέση εργασίας. Έτσι τώρα εγώ, πρέπει να κάνω λογαριασμούς. Όταν κάνεις λογαριασμούς μπορείς να γράφεις για το καλοκαίρι, τις διακοπές, τη νύχτα, για βλέμματα γεμάτα επιθυμία; Τα μάτια που με κοιτάνε στο δρόμο είναι σκοτεινά, φοβισμένα. Κι αν μπορείς, δεν ξέρω, είναι σωστό;

Έχουμε γράψει πολλή ποίηση σ’ αυτή τη χώρα. Ονειροπόλοι, «καταραμένοι ποιητές» όλοι μας. Α, πόσο έχουμε υμνήσει το «συναίσθημα». Το κάναμε εθνικό χαρακτηριστικό. Ξεχάσαμε ότι ο τίτλος ήταν «Λογική και Ευαισθησία». Και τώρα που χρειάζεται η γνώση, η ανάλυση, η επεξεργασία δεδομένων, η πληροφόρηση, η συνειδητοποίηση, οι προτάσεις, αποκαλύπτεται το έλλειμμα. Μια κοινωνία πολιτικά αγράμματη αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με συνθήματα της δεκαετίας του ’70. Αρκούν 20 χρόνια για να γίνεις συντηρητικός, λέγοντας ακριβώς τα ίδια πράγματα. Άλλα πράγματα χρειαζόμαστε αυτή την εποχή, δύσκολα, σκληρά, αλήθειες που πονάνε. Αν κάτι το ξέρεις, αν σου φαίνεται οικείο, είναι λάθος. Αν κάτι σου φαίνεται υπέρ σου, βολικό, είναι εναντίον σου. Μόνο αν κάτι σε ξεβολεύει είναι αληθινό. Έχουμε μπει σε περιπέτεια, αλλά κανείς δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί τι σημαίνει χρεοκοπία, πτώχευση μιας χώρας. Αν δεν τα καταφέρουμε, αν δεν κάνουμε τώρα, σήμερα, αυτούς τους μήνες που έρχονται τις σωστές επιλογές, για τις επόμενες μια-δυο δεκαετίες η κοινωνία μας θα ’ναι γκρίζα, μίζερη, στερημένη, άγρια, χωρίς τρυφερότητα, χωρίς παιχνίδι, μόνο ανάγκες και μάχες για επιβίωση. Εμάς μας έτυχε, τέτοιες κρίσιμες εποχές συμβαίνουν στην ιστορία μια φορά στα 30, τα 50 χρόνια, έτυχε τώρα. Πρέπει να βρούμε πάλι τη δύναμη να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή, να χτίσουμε ξανά, να αλλάξουμε τα πάντα. Κι αντί γι’ αυτό, μια ολόκληρη κοινωνία, μήνες τώρα, φοβισμένη, ασχολείται με τη συνταξιοδότησή της, ψάχνει να βρει τρόπους να βγει πρόωρα «έξω». Γιατί έχει χάσει το δυναμισμό της, το παιχνίδι «μέσα», της φαίνεται δύσκολο. Σ’ αυτή την εποχή δεν μπορούμε να μιλάμε όπως πριν. Δεν έχουμε άλλο δρόμο, μόνο να εκτεθούμε, να μιλήσουμε, να γίνουμε αντιπαθείς αν χρειάζεται, να κάνουμε τη δουλειά μας, ο καθένας όπου βρίσκεται. Γιατί αν τα καταφέρουμε, θα ακούσουμε ξανά και σύντομα στους δρόμους τα αγαπημένα μας τραγούδια, θα ξαναβρούμε ως κοινωνία τη χαμένη μας νεανικότητα. Αν όχι, τα επόμενα πολλά χρόνια αντί για στίχους θα είναι γεμάτα με αριθμούς. Αδυσώπητους αριθμούς. Κι αν εγώ κάνω λογαριασμούς, είναι κρίμα, αλλά δεν πειράζει. Αν εσύ όμως, μικρή μου αναγνώστρια, κάνεις λογαριασμούς, αν εσύ χάσεις την επόμενη δεκαετία σου κάνοντας λογαριασμούς αντί να κολλάς λέξεις στους τοίχους, τότε θα είναι πολύ οδυνηρό και για σένα και για την κοινωνία μας.