Πολιτικη & Οικονομια

Ψάχνοντας το κόμμα του μεσαίου χώρου

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αντί να υπερβαίνει τα διλήμματα, απλώς τα αναπαράγει. Κυρίως όμως εγκαταλείπει τη μάχη του κέντρου. Κι ας λέει το αντίθετο

Παντελής Καψής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι εκλογές, η μάχη του Κέντρου, η συζήτηση για συνεργασίες και τα διλήμματα του ΠΑΣΟΚ.

Το ΠΑΣΟΚ έχει προχωρήσει πολύ από τότε που αντιμετώπιζε περίπου ως προβοκάτορες όσους υποστήριζαν ότι πρέπει εγκαίρως να ξεκαθαρίσει τη στάση του στα ζητήματα των συνεργασιών. Ο Νίκος Ανδρουλάκης μάλιστα, πολύ σωστά, υποστήριξε πως, αν πραγματικά ενδιαφέρονται τα υπόλοιπα κόμματα, τότε αυτό θα πρέπει να το δείξουν από την πρώτη Κυριακή. Ήταν μια απάντηση στον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος είχε αναγκαστεί να παραδεχθεί πως ο σχηματισμός συμμαχικών κυβερνήσεων μπορεί να αποδειχθεί αναπόφευκτος αν κανένα κόμμα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, δεν καταφέρει να πετύχει την αυτοδυναμία.

Θα περίμενε κανείς ότι το ΠΑΣΟΚ θα «έχτιζε» πάνω σε αυτή τη θέση. Άλλωστε το μεγάλο του πλεονέκτημα στις προσέχεις εκλογές είναι ακριβώς αυτό: ότι είναι εξαιρετικά πιθανό να αναδειχθεί στον ρυθμιστή των εξελίξεων. Παραδόξως κάνει το αντίθετο. Προσπαθεί να θολώσει την εικόνα θέτοντας όρους που ούτε το ίδιο πιστεύει. Χαρακτηριστική η θέση του ότι δεν πρόκειται να δεχθεί για πρωθυπουργό ούτε τον αρχηγό της ΝΔ ούτε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. «Σε καμία περίπτωση δεν θα αναλάβουν ούτε ο κ. Τσίπρας ούτε ο κ. Μητσοτάκης τη θέση του πρωθυπουργού» δήλωνε χαρακτηριστικά ο Βουλευτής του κόμματος Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, την επομένη που ο κ. Ανδρουλάκης προσχώρησε και αυτός στη θέση για πρόωρες εκλογές. Από την πρώτη στιγμή η θέση αυτή θεωρήθηκε ελάχιστα ρεαλιστική. Τόσο που ο κ. Ανδρουλάκης αναγκάστηκε να κάνει πίσω, μιλώντας βέβαια για «διαστρέβλωση». Η καινούργια θέση, διά στόματος αρχηγού, είναι ότι το ΠΑΣΟΚ δεν θα βάλει «από το παράθυρο» όσους αποδοκιμάσει ο λαός. Τι σημαίνει αυτό μένει να διευκρινιστεί. Αν ένα κόμμα πάρει για παράδειγμα 30% και ένα άλλο 15%, ποιος αποδοκιμάστηκε;

Η απουσία ρεαλισμού ωστόσο είναι το λιγότερο. Στην πραγματικότητα το ΠΑΣΟΚ θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο τη συζήτηση για συνεργασίες. Ενδεικτικό του πώς σκέπτονται είναι ένα ακόμη πολύ πρόσφατο άρθρο πάλι του κ. Κωνσταντινόπουλου στα Νέα. Γιατί, αναρωτιέται, είναι υποχρεωτική η συγκυβέρνηση με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ; Γιατί να μη σχηματιστεί κυβέρνηση Τσίπρα - Βελόπουλου ή Μητσοτάκη – Βελόπουλου; Ο πρώτος άλλωστε έχει συγκυβερνήσει με τον Καμμένο, ενώ ο δεύτερος έχει στην κυβέρνηση τρία στελέχη τα οποία συνυπήρξαν με τον κ. Βελόπουλο στο ίδιο κόμμα. Πρόκειται βέβαια για επιχειρηματολογία επιπέδου φοιτητικής συνέλευσης. Το ΠΑΣΟΚ δηλαδή, κατά τον κ. Κωνσταντινόπουλο, θα προτιμήσει να μπει ο Βελόπουλος στην κυβέρνηση για να αποφύγει να λερώσει τα χέρια του. Καταλαβαίνει και ο ίδιος ότι η θέση του δεν στέκεται κι έτσι σε υστερόγραφο σημειώνει ότι « δεν θέλει να ακούει» πως το κόμμα του αποφεύγει την ευθύνη, επειδή «είναι το μόνο κόμμα που πλήρωσε την ευθύνη βάζοντας το εθνικό πάνω από το κομματικό συμφέρον». Λες και η ευθύνη είναι μια ιδιότητα «κτηθείσα εν τω στρατεύματι» η οποία σε ακολουθεί για πάντα.

Και πάλι ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι η επιχειρηματολογία. Πάει βαθύτερα, σχετίζεται με την ίδια τη φυσιογνωμία του σημερινού ΠΑΣΟΚ. Σε μια περίοδο οξύτατης και παραλυτικής πόλωσης, με μια σειρά από υπαρξιακά για τη χώρα προβλήματα ανοιχτά, το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να παίξει το ρόλο ενός κόμματος πραγματικά του μεσαίου χώρου. Να υιοθετήσει δηλαδή έναν πολιτικό λόγο μετριοπάθειας και συνδιαλλαγής, να επιδιώκει τη συναίνεση και να προβάλει τον σταθεροποιητικό ρόλο που μπορεί να παίξει μετεκλογικά. Όχι να αποποιείται την ευθύνη αλλά αντιθέτως να εγκαλεί τα υπόλοιπα κόμματα για τη ρεβανσιστικό τους πολιτικό λόγο. Να τολμήσει να πει ότι στο μέτρο που το αφορά, δεν θα αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη. Αντ’ αυτού μοιάζει να διακατέχεται από την αγωνία της διαφοράς, να μη κατηγορηθεί ότι γέρνει είτε δεξιά είτε αριστερά. Λες και επιχειρεί να συμψηφίσει τα ναι με τα όχι. Πόσες φορές στάθηκε θετικά σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες, πόσες φορές ήταν αντιπολίτευση και πόσες προτάσεις του υιοθετήθηκαν από άλλα κόμματα. Είναι ένα παιχνίδι ισορροπιών χαμένο από χέρι. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο κόσμος της κεντροαριστεράς είναι διχασμένος ανάμεσα στο «ποτέ με το ΣΥΡΙΖΑ» και στο «ποτέ με τη δεξιά». Και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αντί να υπερβαίνει αυτά τα διλήμματα απλώς τα αναπαράγει. Κυρίως όμως εγκαταλείπει τη μάχη του κέντρου. Κι ας λέει το αντίθετο.