Πολιτικη & Οικονομια

Τσαλαβουτώντας στο Αιγαίο

Τα σήματα που στέλνει η Ελλάδα εξακολουθούν να έχουν στόχο το εσωτερικό ακροατήριο

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι αντιδράσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και το ενδεχόμενο μίας γενικευμένης κρίσης.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας σώφρων και συντηρητικός, με την καλή έννοια, πολιτικός. Παρά λίγο να ήταν υπεύθυνος όμως για μια μνημειώδη γκάφα στην εξωτερική πολιτική. Μας το θύμισε πρόσφατα ο Ερντογάν όταν είπε ότι κάναμε λάθος που δεν προβάλαμε όρους για την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Οι παλαιότεροι θυμούνται ασφαλώς ότι μια από τις πρώτες αποφάσεις του Καραμανλή όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά την πτώση της Χούντας και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν να βγάλει την Ελλάδα από το στρατιωτικό ΝΑΤΟ. Η απόφαση του ήταν κατανοητή από την σκοπιά της εσωτερικής πολιτικής. Παρότι η ίδια η Ελλάδα, οι χουνταίοι δηλαδή, προκάλεσαν την καταστροφή, η κοινή γνώμη ήταν εξοργισμένη με τους Αμερικανούς, για την γενικότερη στάση τους και τη στήριξη της Χούντας. Αλλά βέβαια και επειδή δεν έκαναν το παραμικρό για να σταματήσουν τους Τούρκους. Έτσι η κίνηση του Καραμανλή έγινε δεκτή από όλους με ικανοποίηση. Και από το ΝΑΤΟ να φεύγαμε θα τον στήριζαν. Σήμερα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν, για παράδειγμα, οι Τούρκοι έθεταν ως όρο για την επιστροφή, την επίσημη δέσμευση της Ελλάδας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Θα είχε μείνει μόνη της η Τουρκία να αλωνίζει στο ΝΑΤΟ. Η συναίνεση βλέπετε είναι δίκοπο μαχαίρι. Αν πρόκειται για την λήψη δύσκολων αποφάσεων είναι πολύτιμη. Όταν προκύπτει από έναν διαγωνισμό ποιος θα γίνει πιο αρεστός, τότε μπορεί να γίνει συνταγή καταστροφής.

Κάτι ανάλογο, ευτυχώς με πολύ μικρότερες επιπτώσεις, έγινε πρόσφατα. Ο πρωθυπουργός, πολύ σωστά, στην πρόσφατη συνέντευξή του είπε ότι δεν έχει κανέναν λόγο να ρίχνει λάδι στη φωτιά. Αναφερόταν φυσικά στις σχέσεις με την Τουρκία. Η αντίφαση είναι προφανής. Πριν οδηγηθούν οι σχέσεις μας στο ναδίρ, κατακεραύνωνε τον Ερντογάν στο Κογκρέσο. Τώρα που η Τουρκία έχει ξεπεράσει κάθε όριο προκλητικότητας, ανακάλυψε την εγκράτεια. Πρόκειται για μια χτυπητή ανακολουθία στην οποία οδηγήθηκε από την προσπάθεια να είναι αρεστός στην κοινή γνώμη. Αν δεν ήταν καταγγελτικός όταν επισκέφθηκε τις ΗΠΑ θα του ζητούσαμε τα ρέστα. Κάνει πίσω επειδή συνειδητοποίησε τις επιπτώσεις. Όσο για την αντιπολίτευση αντί να γίνει η φωνή της λογικής πίεζε για ακόμα πιο σκληρή γλώσσα. Είπαμε διαγωνισμός δημοφιλίας. Και βέβαια τώρα ο πρωθυπουργός υπογραμμίζει την ανάγκη να συνεχιστούν οι επαφές με την Τουρκία. Ήταν η Ελλάδα όμως αυτή που ανακοίνωσε πρώτη το πάγωμα των συζητήσεων για τα μέτρα εμπιστοσύνης. Πρόκειται για αντιφάσεις στις οποίες οδηγούμαστε επειδή έχει μπει στο περιθώριο κάθε προσπάθεια διαμόρφωσης μιας στρατηγικής για την επίλυση των προβλημάτων. Πρώτη προτεραιότητα είναι οι εντυπώσεις. Έτσι αντιδρούμε χωρίς να σκεπτόμαστε το επόμενο βήμα. Προφανώς, η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες νεοδημοκρατικές κυβερνήσεις, έχει αποφασίσει ότι πολιτικά δεν αντέχει ανοίγματα σε αυτόν τον τομέα. Η δεξιά αντιπολίτευση της στερεί την αυτοδυναμία. Ειδικά για τον Μητσοτάκη μετράνε και οι εσωκομματικές ισορροπίες. Οι «πρώην» μοιάζει να περιμένουν την πρώτη ευκαιρία.

Δυστυχώς έχει και συνέχεια. Τα σήματα που στέλνει η Ελλάδα εξακολουθούν να έχουν στόχο το εσωτερικό ακροατήριο. Όλες οι επίσημες δηλώσεις καλλιεργούν έναν εφησυχασμό. Είμαστε ισχυροί διπλωματικά και στρατιωτικά, δεν φοβόμαστε τίποτα, είμαστε έτοιμοι για όλα, είναι η μόνιμη επωδός. Αν πιστέψουμε μάλιστα κάποιους στρατιωτικούς, αρκούν 6 Ραφάλ για να ανατρέψουν τις ισορροπίες στο Αιγαίο! Προφανώς είναι καλό να κρατάμε ψηλά το ηθικό. Μόνο όμως όταν οι δηλώσεις συνοδεύονται και από πράξεις, όταν φαινόμαστε και είμαστε σοβαροί.

Όλοι γνωρίζουν ότι αν οδηγηθούμε στο ατύχημα η απεμπλοκή θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η Ουκρανία έδειξε για μια ακόμα φορά αυτό που γνωρίζουμε ήδη από την ιστορία. Ένα θερμό επεισόδιο σπάνια παραμένει επεισόδιο, συνήθως γενικεύεται. Και για την Τουρκία είναι πολύ απλό να μας παρασύρει και να έχει το πάνω χέρι. Ξέρουμε για παράδειγμα ότι το Καστελόριζο δεν είναι υπερασπίσιμο, μοιραία θα μας έσπρωχνε σε ευρύτερη εμπλοκή.

Πρόκειται για ακραίο σενάριο. Η Ελλάδα θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Βοηθά και η παρέμβαση των συμμάχων, η πιο θετική εξέλιξη ων τελευταίων ετών ήταν η εμβάθυνση των σχέσεων με μια σειρά από σημαντικές για την περιοχή χώρες. Θα ήταν όμως εγκληματική αμέλεια αν δεν προετοιμαζόταν για όλα τα ενδεχόμενα. Και πάλι η Ουκρανία μας θύμισε ότι σε μια τέτοια περίπτωση άλλοι παράγοντες είναι καθοριστικοί: η οικονομία και οι πόροι για τις απαραίτητες προμήθειες, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, η αμυντική βιομηχανία, με δυο λόγια η αντοχή.

Τι κάνει όμως η Ελλάδα; Ξύνει τον πάτο του βαρελιού, όπως δηλώνουν επίσημα από το οικονομικό επιτελείο. Η χώρα με το υψηλότερο χρέος, την ώρα που τα επιτόκια, το κόστος εξυπηρέτησης του δηλαδή, έχουν εκτιναχθεί, μόλις εξοικονομήσει μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, σπεύδει να τα ξοδέψει. Έχουμε δώσει τα περισσότερα από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα για τη στήριξη των εισοδημάτων. Επιδοτούμε το ντίζελ για να κινούνται φτηνότερα τα μέγκα γιοτς στα νησιά ενώ η αντιπολίτευση ζητά να επιδοτηθεί και η τιμή της βενζίνης. Να χαρίζουμε λεφτά δηλαδή, αντί για στοχευμένη ενίσχυση όπου πραγματικά υπάρχει ανάγκη. Μπορούμε να φανταστούμε την υποδοχή των αγορών αν σε όλες αυτές τις αβεβαιότητες προκύψει και μια θερμή κρίση.  

Για να μη πούμε για τον υπουργό Άμυνας που βρήκε τη στιγμή να πει ότι τα επιτελεία είναι «ελβετικό τυρί». Το έκανε αντιδρώντας σε αστείες δήθεν «πληροφορίες» βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και αφού επέμενε προηγουμένως να είναι ανοιχτή η σχετική συνεδρίαση της Επιτροπής της Βουλής! Κι όλα αυτά επειδή νόμιζε ότι έτσι θα ξεπεράσει την γκάφα να μαθαίνουμε από τους Γερμανούς τι όπλα στέλνουμε στην Ουκρανία. Είναι να αναρωτιέται κανείς, τι θα κάνει σε μια πραγματικά δύσκολη στιγμή.

Η λιθουανή πρωθυπουργός σε μια πρόσφατη συνέντευξή της, είχε πει κάτι που αν το είχαμε ακολουθήσει τις προηγούμενες δεκαετίες, θα είχαμε γλιτώσει πολλά. Στη χώρα μας, έλεγε, ετοιμαζόμαστε πάντα για το χειρότερο σενάριο και αν δεν βγει, τόσο το καλύτερο. Μια σοβαρή χώρα θα έκανε το ίδιο. Θα έβγαινε ο πρωθυπουργός της για παράδειγμα και θα έλεγε ότι δεν ξέρουμε τι έχουμε μπροστά μας και χρειάζεται να πάρουμε τα μέτρα μας. Ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι για μια νέα υγειονομική κρίση, για δύσκολους καιρούς στην οικονομία αλλά και για μια κρίση στο Αιγαίο. Πολύ περισσότερο από τις ρητορικές εξάρσεις, θα έστελνε ένα καλό μήνυμα στην απέναντι πλευρά ότι εννοούμε ό,τι λέμε. Και ότι δεν θα περιμένουμε άλλη μια φορά το ιππικό για να μας σώσει.