Πολιτικη & Οικονομια

Το δίλημμα της πολιτικής τάξης: πρότυπο ή ιδιωτικό σχολείο για το παιδί;

Η συμβατική δημόσια εκπαίδευση δεν αποτελεί επιλογή ούτε για τη Δεξιά ούτε για την Αριστερά. Εχει χαθεί από το οπτικό πεδίο τόσο της «αριστείας» όσο και του «εξισωτισμού προς τα κάτω». Και υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό.

Περικλής Δημητρολόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι εξετάσεις στα πρότυπα σχολεία, οι εγγραφές στα ιδιωτικά κι ένας υπέρμετρος μεταρρυθμιστικός ζήλος με τόσο πενιχρά αποτελέσματα.

Πόσο εύκολο είναι να γυρίσεις τον χρόνο πίσω; Πολύ. Αρκεί να περάσεις την πύλη ενός δημόσιου σχολείου και, είκοσι ή τριάντα χρόνια από τότε που την έκλεισες πίσω σου οριστικά, θα δεις πως δεν έχεις αλλάξει σχεδόν τίποτε.

Ο κανόνας είναι γενικός. Οπου δεν υπάρχει πρόοδος, υπάρχει μια χρονομηχανή να σε περιμένει για να σε πετάξει στο παρελθόν. Το σχολείο δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν είσαι πια μαθητής. Αλλά εάν είσαι γονέας και κηδεμόνας είναι σαν να βλέπεις ξανά τους παλιούς σου καθηγητές: ανθρώπους σχεδόν αποκαμωμένους να καταβάλουν μια τεράστια προσπάθεια σε ενέργεια για να διαχειριστούν και να κινητοποιήσουν έναν εφηβικό όγκο που παραδέρνει ανάμεσα στον χαβαλέ και την απάθεια. Βρίσκεις και από εκείνους που, στα σκληρά 16 σου, αναρωτιόσουν γιατί δεν κάνουν άλλη δουλειά: ανθρώπους παραιτημένους από κάθε προσπάθεια.

Αυτοί δεν θα σου πουν τίποτε – ξέρεις κι εσύ πως δεν έχει νόημα να τους ρωτήσεις. Αλλά εκείνοι που παλεύουν ακόμη θα σου πουν πως δεν κατηγορούν τα παιδιά. Σχεδόν τα λυπούνται, έτσι όπως τα βλέπουν να πιέζονται στην πρέσα ενός «απαρχαιωμένου συστήματος». Αυτό το «απαρχαιωμένο σύστημα», όπως το λένε οι ίδιοι, υπηρετούν ακόμη και οι πιο ευσυνείδητοι εκπαιδευτικοί. Αλλά μην τους κρίνετε σκληρά, όπως θα τους κρίνατε στα 16 σας. Πρέπει να ζήσουν κι αυτοί, πολλοί έχουν οικογένειες, παιδιά να μεγαλώσουν και, ναι, να τα στείλουν σε καλύτερα σχολεία και καλύτερα πανεπιστήμια.

Ότι το ταξίδι με τη χρονομηχανή είναι πολλές φορές ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, εύκολα το καταλαβαίνει κανείς. Γυρνάς στο παρελθόν χωρίς τη θέλησή σου και εγκλωβίζεσαι σε αυτό. Εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά του 2022 πηγαίνουν στο δημόσιο σχολείο του 1980. Από τότε, είναι σαν να μην έχει περάσει μια μέρα για τη δημόσια εκπαίδευση. Μοιάζει παράδοξο αν σκεφτεί κανείς πως στην ιστορία της Μεταπολίτευσης δεν υπάρχει ούτε ένας υπουργός Παιδείας που να μην εξήγγειλε μια μεγάλη μεταρρύθμιση για την δημόσια εκπαίδευση. Μπορείτε να τους δείτε παραταγμένους στον τρίτο όροφο του υπουργείου Παιδείας, σε μια αίθουσα συσκέψεων που εκτελεί και χρέη πινακοθήκης διατελεσάντων υπουργών.

Θα δείτε τα πορτρέτα το δίπλα στο ένα το άλλο. Πόσοι εξήγγειλαν αλλαγές που θα έδεναν την δημόσια εκπαίδευση στο άρμα της εποχής της; Σχεδόν όλοι. Πόσοι έπιασαν το νήμα της μεταρρύθμισης από την πρώτη πρώτη βαθμίδα, το νηπιαγωγείο, και όχι από τις πανελλαδικές εξετάσεις και την τριτοβάθμια εκπαίδευση; Σχεδόν κανένας. Όχι πως όλα αυτά τα χρόνια δεν άλλαξαν προγράμματα σπουδών και σχολικά εγχειρίδια, όχι πως δεν εξαγγέλθηκαν σχέδια για το δημοτικό και το γυμνάσιο γεμάτα καλές προθέσεις.  Αλλά να που το δημόσιο σχολείο έμεινε απελπιστικά ίδιο. Ενας θύλακας στασιμότητας όταν ο κόσμος αλλάζει με τρομακτική ταχύτητα, μια περίκλειστη κοινότητα, θύμα ενός κεντρικού σχεδιασμού που της στερεί το οξυγόνο. Καθώς αναπνέει μόνο με εξωτερική τροφοδοσία, η σχολική μονάδα δεν μπορεί να πάρει ούτε μισή πρωτοβουλία για την εσωτερική της ζωή.

Το αποτέλεσμα φάνηκε στην πανδημία. Το παρελθόν βγήκε από τα σχολεία και μπήκε στα σπίτια με την τεχνολογία του. Κι έτσι φάνηκε και το χάσμα: ενώ τα ιδιωτικά σχολεία έστησαν γρήγορα την ψηφιακή υποδομή της τηλεκπαίδευσης, τα δημόσια έκαναν σαν μην ξέρουν πώς να πατήσουν τα πλήκτρα του υπολογιστή. Δεν έψαξαν τη λύση, περίμεναν την «εγκύκλιο». Δεν ήθελαν υπολογιστές, ήθελαν «σεμινάρια». Οι σχολάρχες θα σας διαβεβαιώσουν πως αυτό το παρελθόν μπήκε τόσο βίαια στα σπίτια ώστε πολλοί γονείς μάζεψαν τα παιδιά τους από τα δημόσια σχολεία για να χτυπήσουν την πόρτα της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Και τώρα δείτε την ασυμμετρία. Τόσος μεταρρυθμιστικός ζήλος όλα αυτά τα χρόνια από την πολιτική τάξη, αλλά και τόσο πενιχρά αποτελέσματα. Είναι αυτή η καθόλου αόρατη πια ασυμμετρία που εξηγεί γιατί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια της τελευταίας στη σειρά των πορτρέτων της υπουργικής πινακοθήκης, της Νίκης Κεραμέως, επικεντρώνεται σε ό,τι αφορά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στα πρότυπα και πειραματικά σχολεία. Και εξηγεί ακόμη γιατί το δίλημμα της πολιτικής τάξης, που ανησυχεί για το μέλλον των παιδιών της,  δεν είναι ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση, αλλά ανάμεσα στα πρότυπα και τα ιδιωτικά. Πού είναι καλύτερα να στείλουμε το παιδί;

Το εύκολο εδώ θα ήταν να καταγγείλει κανείς τον Τσίπρα για υποκρισία, ο γιος του οποίου, σύμφωνα με την «Καθημερινή», έδωσε εξετάσεις σε πρότυπο σχολείο ενώ το κόμμα του βδελύσσεται τα πρότυπα. Κανένας μας όμως δεν είναι πια στα σκληρά 16. Θα μπορούσε γι’ αυτό απλώς να αναρωτηθεί ποιος είναι ο κανονικός Τσίπρας, ο πολιτικός ή ο γονιός, ο αρχηγός που λαϊκίζει ή ο πατέρας που αγωνιά. Αλλά θα τον αδικούσε αν δεν σκεφτόταν συγχρόνως πως το «στρατόπεδο της αριστείας», το οποίο έχει εδώ και δεκαετίες την ευθύνη του σχεδιασμού της δημόσιας εκπαίδευσης, κάνει σαν να μην υπάρχει η δημόσια εκπαίδευση για τα δικά του παιδιά.

Μπορεί να το πει κανείς και με ελιτίστικους όρους: Τόσα χρόνια και η τοπική ελίτ δεν έφτιαξε ούτε ένα public school της  προκοπής. Στην δικιά της «ivy league» των σχολείων, είναι ζήτημα εάν θα περιελάμβανε ένα ή δυο πρότυπα. Στο αγωνιώδες δίλημμα που θέτει ο «εξισωτισμός προς τα κάτω» όταν αφήνει τις ιδεολογικές του ευκολίες και συνδέεται με την πραγματική ζωή, η «αριστεία» που διαχειρίζεται τα δημόσια πράγματα απαντά πως η καλή εκπαίδευση είναι μία και είναι ιδιωτική. Αλλά να ποια είναι η εικόνα: σε αυτήν την χρονομηχανή που σε παγιδεύει στο παρελθόν, δεν μπαίνει κανείς τους.