Πολιτικη & Οικονομια

Τα επόμενα 200 χρόνια: 25η Μαρτίου στη σκιά του πολέμου

Πού βρισκόμαστε, ποιοι είμαστε σήμερα και, κυριότερα, πού θέλουμε να βρεθούμε ως κράτος και ως έθνος

Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 820
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πορεία της Ελλάδας στο ιστορικό συνεχές, η τοποθέτησή της με την πλευρά της Δύσης, ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση.

Στην περσινή επέτειο της 25ης Μαρτίου εορτάστηκε μεγαλοπρεπώς η συμπλήρωση των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν. Η σημαδιακή επέτειος αποτέλεσε την αφορμή για μία ευρεία αλλά και με βάθος ενδοσκόπηση της πορείας που είχε η Ελλάδα στον χρόνο, των επιτυχιών της, των λαθών της, ενώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι μεγάλο μέρος των συζητήσεων και συμπερασμάτων κατέληξε στην ανάδειξη της ακούραστης επιμονής της να εξελίσσεται, όσα εμπόδια και αν συναντά. Το δεύτερο και πιο ενδιαφέρον σκέλος της παραπάνω θεματικής, που ενδεχομένως και να επισκιάστηκε καθότι αποτελεί πιο ακανθώδες ζητούμενο, είναι το πού βρισκόμαστε: ποιοι είμαστε σήμερα και, κυριότερα, πού θέλουμε να βρεθούμε ως κράτος και ως έθνος. Και φαίνεται πως πλέον η Ελλάδα έχει φτάσει στη στιγμή που δεν μπορεί να αποφύγει άλλο το πιεστικό τούτο ερώτημα.

Συχνά στη μελέτη της Ιστορίας συναντάμε τους ιστορικούς επιταχυντές: απρόσμενα γεγονότα υψηλής έντασης που λειτουργούν ως καταλύτες για τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων σε σύντομο χρόνο, αλλά και για την προώθηση εξελίξεων ήδη προδιαγεγραμμένων, που, είτε λόγω έλλειψης πυγμής, είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων, είχαν μείνει στάσιμες, αφήνοντας τον χρόνο να λειάνει τον εν δυνάμει επιδραστικό τους χαρακτήρα. Ένας τέτοιος επιταχυντής είναι και ο πόλεμος στην Ουκρανία, που ήρθε για να ταράξει τα ήσυχα νερά του ευρωπαϊκού εδάφους, υπενθυμίζοντας ότι και τα πιο δεδομένα status quo μπορούν να ανατραπούν. Η πολύπαθη ειρήνη επί της ευρωπαϊκής γης, που τόσο έχει δοκιμαστεί, έμοιασε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες να κλυδωνίζεται, υπενθυμίζοντας στους δυτικούς ηγέτες ότι, όσες και αν είναι οι διαφορές τους, οι οικουμενικές αξίες που τους ενώνουν είναι περισσότερες και σημαντικότερες για το συμφέρον τον εθνών τους.

Η σχέση της Ελλάδας με τη Ρωσία ήταν πάντοτε σύνθετη και εξετάζοντάς την ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης, θα διαπιστώσουμε πως τη διακατέχει ένα ακαθόριστο αίσθημα απωθημένου, τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς. Από τον καιρό ακόμη των τοπικών εξεγέρσεων και των πρώιμων διπλωματικών ζυμώσεων για την κατοχύρωση της δηλωμένης στήριξης των Μεγάλων Δυνάμεων στον ελληνικό αγώνα, πλανιόταν μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων ο ανομολόγητος πόθος πως η μεγαλόκαρδη Αυτοκρατορία του τσάρου Νικόλαου, συγκινημένη από την αιματοβαμμένη προσπάθεια που καταβάλλουν τα ομόθρησκα αδέρφια της στον Μοριά και τη Ρούμελη, θα ξεκινήσει μαζική εκστρατεία προς διάσωσή τους. Μία εκστρατεία που θα ξεπερνάει εμφατικά σε πόρους και ισχύ την απλώς μερική διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη, που ρεαλιστικά επιδιωκόταν από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης. Πριν την Επανάσταση, η τυφλή αυτή πεποίθηση δηλητηρίαζε τη δυνατότητα ορθών εκτιμήσεων, οδηγώντας σε καταστροφικά αποτελέσματα, όπως την αποτυχημένη επανάσταση των Ορλωφικών το 1770. Και μπορεί τελικά η Αγγλία να έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο για την έκβαση της Επανάστασης, παρ' όλα αυτά η Ρωσία παρέμεινε σταθερό σημείο αναφοράς τα επόμενα χρόνια, όπου ανά περιόδους η χώρα στρεφόταν με δική της πρωτοβουλία για να κρατήσει εν ζωή ίσως τον μοναδικό ισχυρό δε σμό  της με φιλο-ανατολικές τοποθετήσεις.

Κάθε προσέγγιση προς τη Ρωσία συνοδευόταν μέχρι και πριν τις πρόσφατες εξελίξεις από την αποσιώπηση των απολυταρχικών χαρακτηριστικών που έφερε ο τρόπος διακυβέρνησής της, αφού τα ημίμετρα σε κρίσεις και αντιλήψεις θεωρούνταν έως έναν βαθμό αποδεκτά στον δημόσιο λόγο, χαρακτηριζόμενα κατά τρόπο βολικό ως απόνερα μιας εσωτερικευμένης μετριοπάθειας, που χαρακτήριζε συλλήβδην τη διεθνή σκηνή. Η ρωσική εισβολή έφερε και θα φέρει μύρια δεινά στον λαό της Ουκρανίας, συνέβαλε όμως στη χάραξη μιας βαθιάς τομής για να διαλύσει το ευπρόσιτο καταφύγιο της πονηρής ουδετερότητας, ξεκαθαρίζοντας ότι οι φιλελεύθερες αξίες της Δύσης ούτε είναι δεδομένες για όλους, ούτε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυθύπαρκτες έννοιες, χωρίς ανάγκη από αναζωογόνηση και προστασία, ακόμη και εντός των δυτικών κρατών. Πλέον, εφόσον θέλει κανείς να στηρίξει τις αξίες αυτές, οφείλει να γυρίσει την πλάτη στον πρόεδρο Πούτιν, έστω και αν βρεθεί αντιμέτωπος με ένα κόστος βαρύ και παρατεταμένο, που όμως δεν θα δημιουργεί κρίση συνείδησης, ούτε θα έρχεται κόντρα στις διακηρύξεις των δυτικών δημοκρατιών για τη βεστφαλική κυριαρχία, την ειρήνη και την ευημερία στο εσωτερικό τους.

Φτάνουμε επομένως στο πρωταρχικό ερώτημα σχετικά με τα επόμενα 200 χρόνια: ποιοι είμαστε σήμερα και πού θέλουμε να βρισκόμαστε μελλοντικά; Για να απαντήσουμε, αρκεί να εξετάσουμε την πορεία της Ελλάδας στο ιστορικό συνεχές, ώστε να αντιληφθούμε πως η τοποθέτησή της ήταν πάντοτε θέσει αλλά και φύσει με την πλευρά της Δύσης: από τα πρότυπα και τα μοντέλα διακυβέρνησης στα οποία βασίστηκε για την ανάπτυξη του κράτους της, έως την ιδέα του Φιλελληνισμού, η οποία πουθενά αλλού στον κόσμο δεν ευοδώθηκε με τη συγκινησιακή φόρτιση που έγινε στην Ευρώπη, αποκτώντας διάσταση πολιτική, στρατιωτική, καλλιτεχνική και αισθητική. Η Ελλάδα έχει κάθε ιστορικό τεκμήριο διαθέσιμο για να διαγνώσει τους ισχυρούς και θεμελιώδεις δεσμούς της με τη Δύση, που συνδιαμόρφωσαν την ταυτότητα και τις επιδιώξεις της. Χρέος της είναι να μείνει πιστή στους δεσμούς αυτούς και να μην επιτρέψει παραφωνίες κομματικών ή άλλων συμφερόντων να θολώσουν αυτήν τη μακρόχρονη και συνειδητά εθνική τοποθέτηση. Οφείλει να συνεχίσει να πορεύεται σε αυτήν την κατεύθυνση, όσο και αν οι απανταχού ρωσόφιλοι στο εσωτερικό τρέφουν την απατηλή εντύπωση περί επιτεύξιμων ίσων αποστάσεων και δικαιολογημένου ρωσικού ρεβανσισμού, τον οποίο ύπουλα μεταμφιέζουν ως οργανικό απότοκο δυτικής υπαιτιότητας.

Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τους εσωτερικούς κινδύνους που ελλοχεύουν στο δυτικό τοπίο, όπως την ισοπεδωτική πολιτισμική πολτοποίηση της παγκοσμιοποίησης, που γίνεται επιθετικότερη, ενώ χρειάζεται να θυμόμαστε ότι κύριοι υπεύθυνοι για την εξέλιξή μας οφείλουμε να είμαστε οι ίδιοι, απεμπολώντας κάθε κατάλοιπο προτεκτοράτου και ιδέας περί «προστάτιδων» δυνάμεων εντός της ευρωπαϊκής μας οικογένειας. Οι προβληματισμοί αυτοί όμως, έχουν όλον τον καιρό να θιγούν τα επόμενα 200 χρόνια και ενδεχομένως να αποτελέσουν τον πυρήνα καρποφόρων, δημιουργικών αναστοχασμών μίας επόμενης μεγάλης εθνικής επετείου. Μέχρι τότε, η χώρα μας χρειάζεται να υπερασπίζεται τις κοινές αξίες και τα κεκτημένα, που και η ίδια με κόπο και φόρο αίματος διεκδίκησε σε όλη την ταραχώδη ιστορία της, χωρίς να επιτρέπει ούτε σπιθαμή αμφισβήτησής τους.