Πολιτικη & Οικονομια

Ο αποκομμουνισμός του πολέμου

Αν θέλουμε πραγματικά να σταματήσει ο Πούτιν και η επεκτατικότητα να μην εγκατασταθεί ως δόγμα στο πολιτικό σύστημα της Ρωσίας, τα ισχυρότερα «όπλα» είναι η αντιπολεμική πίεση στο εσωτερικό της χώρας και η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

hlias-eythymiopoulos.jpg
Ηλίας Ευθυμιόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σουβενίρ με εικόνες των Πούτιν, Στάλιν, Λένιν στη Ρωσία
© Hendrik Schmidt/picture alliance via Getty Images

Σχόλιο για τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, τη στάση του Βλαντιμίρ Πούτιν, τις αντιδράσεις της Δύσης και την ανάγκη απεξάρτησης από τους ορυκτούς ενεργειακούς πόρους.

Όταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης έγραφε το «Μπροστά στον Πόλεμο», το 1981, η κατάσταση ήταν ασφαλώς διαφορετική. Ολόκληρο το βιβλίο ήταν βασισμένο στην υπόθεση ότι η σοβιετική στρατοκρατία, η οποία είχε υποκαταστήσει το κόμμα, δεν είχε άλλη «ιστορική» επιλογή προκειμένου να επιβιώσει παρά τον πόλεμο. Έναν πόλεμο γενικευμένο και γιατί όχι και πυρηνικό.

Μάλιστα ο Κ. κάνοντας μια ενδελεχή ανάλυση των εξοπλισμών της περιόδου, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αργά ή γρήγορα η ΕΣΣΔ θα υπερείχε των ΗΠΑ γιατί είχε ρίξει όλη της τη δύναμη και όλα τα λεφτά σ’ αυτήν την προοπτική. Εξ αυτού, συνήγαγε δύο κυρίαρχα συμπεράσματα: πρώτον ότι μια πολιτική αλλαγή στην ΕΣΣΔ δεν ήταν δυνατόν να συμβεί παρά μέσω μιας (εσωτερικής) κοινωνικής έκρηξης, τέτοιας που δεν έχουμε δει ποτέ στο παρελθόν, και δεύτερον ότι η θεωρία της «ειρηνικής συνύπαρξης» η οποία αφήνει ατιμώρητες τις σοβιετικές ακρότητες εντός και εκτός των συνόρων της Ρωσίας, δεν προωθεί την ειρήνη, αλλά αντιθέτως ενισχύει την προοπτική του πολέμου.

«Ο κίνδυνος του πολέμου», έλεγε χαρακτηριστικά ο Κ., «μεγαλώνει αν διαδίδουμε την άποψη ότι οι Ρώσοι μπορούν να κάνουν τα πάντα ατιμωρητί και ότι αυτή η δήθεν ουδετερότητα αποδυναμώνει τη διάθεση για εσωτερική αντίσταση των πληθυσμών, διαμορφώνοντας μια συνείδηση φαταλισμού τόσο εντός της σοβιετικής επικράτειας όσο και στις δορυφορικές της χώρες (...) Αφού ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, ας μην αφήσουμε τον φόβο του θανάτου (τον φόβο του πολέμου) να κυριαρχίσει στις ψυχές μας και να καταδυναστεύσει και το σήμερα» [1]

Αν και ο Καστοριάδης έπεσε τελείως έξω σε ό,τι αφορά τη φύση του σοβιετικού καθεστώτος, το οποίο κατέρρευσε σε μια νύχτα αθόρυβα κι αναίμακτα, φαίνεται να έχει δίκιο σε ότι αφορά το συμπέρασμα της τελευταίας παραγράφου, παρά τα 40 χρόνια που διέρρευσαν από τότε και την αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, η Δύση δεν πρέπει να θεωρήσει σε καμιά περίπτωση ότι η παρούσα κρίση είναι «εσωτερική υπόθεση» αλλά να βοηθήσει όσο μπορεί την αντιπολίτευση και τα δημοκρατικά κινήματα στις όμορες με τη Ρωσία χώρες. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό από το τι συνέβει με την Πολωνία και πώς η υποστήριξη στην «Αλληλεγγύη» ήταν η μεγαλύτερη προσφορά της δημοκρατικής Δύσης στην υπόθεση του τέλους της κομμουνιστικής εκτροπής.

Αν θέλουμε πραγματικά να σταματήσει ο Πούτιν και η επεκτατικότητα να μη εγκατασταθεί ως δόγμα στο πολιτικό σύστημα της Ρωσίας, το ισχυρότερο «όπλο» είναι η αντιπολεμική πίεση στο εσωτερικό της χώρας. Αλλά αυτό είναι δυνατό μόνο εάν συνδυάζεται με δραστηριότητες υποστήριξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χωρίς άλλους γεωπολιτικούς συμβιβασμούς. Υπάρχει επομένως επείγουσα ανάγκη να βρεθούν τρόποι υποστήριξης της κοινωνίας των πολιτών εντός της ίδιας της Ρωσίας. Ένα αυξανόμενο αντιπολεμικό κίνημα εκεί χρειάζεται να οικοδομήσει δεσμούς με αντιπολεμικά κινήματα αλλού.

Αν θέλουμε τώρα να βρούμε κι άλλες αντιστοιχίες ανάμεσα στο ’81 και στο σήμερα, νομίζω ότι οι «στρατηγικού» τύπου αναλύσεις θα πρέπει να εμπλουτισθούν με στοιχεία ιστορικά και ψυχοκοινωνικά. Για τα πρώτα έχουμε ήδη υλικό από την ομιλία του Πούτιν στο Κρεμλίνο στις 22/2, λίγο πριν δηλαδή από την εισβολή. «Η Ουκρανία είναι του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν», είπε ο νεοσταλινικός φιλόσοφος. «Ο Λένιν είναι ο συγγραφέας και ο αρχιτέκτονάς της. Αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως από αρχειακά έγγραφα... Και τώρα οι ευγνώμονες απόγονοι έχουν κατεδαφίσει μνημεία του Λένιν στην Ουκρανία. Αυτό το λένε αποκομμουνισμό. Θέλετε αποκομμουνισμό; Λοιπόν, αυτό μας ταιριάζει. Αλλά είναι περιττό, όπως λένε, να σταματήσουμε στα μισά του δρόμου. Είμαστε έτοιμοι να σας δείξουμε τι σημαίνει πραγματική αποκομμουνιστοποίηση για την Ουκρανία» [2].

Κατά τα άλλα, θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι το βασικό επιχείρημα – που διέτρεχε όλη την ομιλία – ήταν η κατ’ αυτόν επιθετικότητα του ΝΑΤΟ για το οποίο η Ουκρανία δεν ήταν παρά η αρχή, το εφαλτήριο για έναν γενικευμένο πόλεμο εναντίον της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας του. Η θεωρία της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, η οποία στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τα σταλινικά εγκλήματα, επανέρχεται υπό το νέο πρόσωπο της «αρκούδας με τη γραβάτα» που μεταφράζει την εσωτερική ανασφάλεια του Πούτιν (βλ. και σχετική ανάλυση του Ράμφου) σε φόβο και βαρβαρότητα.

Μια σημαντική ανησυχία τέτοιων καθεστώτων είναι ότι οι δημοκρατίες στο εξωτερικό μπορεί να προσφέρουν ένα παράδειγμα προς μίμηση, ενώ ο διχασμός, η διαταραχή και η πόλωση συμβάλλουν στη στήριξη μιας νομιμοποιητικής αφήγησης. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, όπου οι ολιγάρχες της Ρωσίας είναι βαθιά συνδεδεμένοι με τους Ουκρανούς ομολόγους τους, υπάρχει, για παράδειγμα, μεγάλος τρόμος για το εύρος της «επιχείρησης διαφάνεια» και τα μέτρα κατά της διαφθοράς που μπορεί να επιφέρει μια δημοκρατική μεταρρύθμιση.

Σε ποιο βαθμό μπορεί να υποστηριχθεί ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ συνέβαλε στην παράνοια του Πούτιν; Αναμφίβολα, υπήρξαν λάθος χειρισμοί και εκτιμήσεις. Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπήρχαν μεγάλες ελπίδες για αποστρατιωτικοποίηση της Ευρώπης. Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η στρατιωτική συμμαχία των χωρών του ανατολικού μπλοκ, διαλύθηκε.

Ωστόσο, το ΝΑΤΟ συνέχισε και, πράγματι, επεκτάθηκε – εν μέρει ως απάντηση στα αιτήματα των πρόσφατα εκδημοκρατισμένων κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά επίσης αντανακλώντας τις πιέσεις από αυτό που παλαιότερα ονομαζόταν «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» για να στηρίξει τη φθίνουσα ζήτηση για στρατιωτικές επενδύσεις.

Η συμπεριφορά της Ρωσίας στην πραγματικότητα έχει να κάνει με τη φύση του πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος και την αγωνία του Πούτιν να παραμείνει στην εξουσία. Το ρωσικό καθεστώς είναι χαρακτηριστικό ενός σύγχρονου φαινομένου που αναμειγνύει τον άτσαλο καπιταλισμό, τον αυταρχισμό και τον λαϊκιστικό εθνικισμό. Αυτό το μείγμα μπορεί να βρεθεί, αν και σε πολύ διαφορετικές μορφές, στη Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ, στην Ινδία του Ναρέντρα Μόντι, στη Βραζιλία του Ζαΐρ Μπολσονάρο, στην Ουγγαρία και την Πολωνία, ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ.

Αλλά η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι πρόσχημα για τον Πούτιν. Ακόμη και χωρίς αυτό, το ρωσικό καθεστώς, όπως είχε συγκροτηθεί, θα είχε βρει κάποια άλλη δικαιολογία για την επιθετική του συμπεριφορά, με μια όμως μεγαλύτερη δυσκολία. Εκεί που η Δύση φέρει ίσως κάποια ευθύνη (το λέω αυτό με κάθε επιφύλαξη) είναι η οικονομική πολιτική που ακολούθησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή ο υψηλός βαθμός του φονταμενταλισμού της αγοράς, αν και αυτό χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τα νέα, μετακομμουνιστικά καθεστώτα. Οι οριζόντιες στρατηγικές περικοπής των δημοσίων δαπανών (σε μια κακομαθημένη κρατικοδίαιτη κοινωνία), η απελευθέρωση του εμπορίου και η ιδιωτικοποίηση,  δεν παρήγαγαν τον «αστικό» καπιταλισμό που περίμεναν οι φιλελεύθεροι δημοκράτες. Αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις —και ειδικά στη Ρωσία— κατέληξαν σε μια ποινικοποιημένη, κλεπτοκρατική απολυταρχία. Η ιδιωτικοποίηση μετέτρεψε τους κομμουνιστές γραφειοκράτες σε ολιγάρχες, εν μέσω ανεργίας και ακραίας ανισότητας.

Και κάτι τελευταίο: αν θα θέλαμε πράγματι να σταθούμε στο πλευρό του Ουκρανικού λαού και να αποφύγουμε την επανάληψη τέτοιων φαινομένων στο μέλλον, θα πρέπει να ξαναδούμε το θέμα της ενέργειας και ειδικότερα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Σήμερα, το 60% των εξαγωγών της Ρωσίας βασίζεται στα δυο αυτά καύσιμα. Μια προοπτική όχι «μετάβασης» (γιατί ο όρος είναι σόλικος) αλλά απεξάρτησης από τα τα ανθρακούχα καύσιμα, βασισμένη στον ήλιο και τον άνεμο, θα ήταν ένα βαρύ πλήγμα για τον Πούτιν και κάθε άλλο δικτάτορα του πετρελαϊκού τόξου. Πολύ βαρύτερο από κάθε υποτιθέμενη στρατιωτική ανταπάντηση.

Είναι κάτι απολύτως εφικτό: σήμερα, τα θαλάσσια αιολικά πάρκα μπορούν να στηθούν σε 18 μήνες, και μάλιστα χωρίς τη χρονική πίεση του παρόντος. Κι ας μην επαναφέρουμε τη συζήτηση στους «καθαρούς» πυρηνικούς αντιδραστήρες, σχάσης ή σύντηξης. Η ύπαρξή τους είναι ένα δώρο σε κάθε επιθετική μηχανή που διαθέτει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς.

Η απεξάρτηση από τους ορυκτούς ενεργειακούς πόρους, εκτός από ένα δώρο στο περιβάλλον, θα φέρει μαζί της και το τέλος πολλών απολυταρχισμών και πολλών πολέμων.

 

[1] Cornelius Castodiades “Les carrefours du labyrinte”, Seuil, 1981

[2] Address by the President of the Russian Federation, Febr. 21, 2022, the Kremlin, Moscow

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ