Πολιτικη & Οικονομια

Ελλάδα και ΝΑΤΟ: 70 έτη στην Ατλαντική Συμμαχία

Διατηρούνται ακόμη τα «σημεία ζωής», που πολλοί πίστευαν ότι δεν υπήρχαν πλέον

Ιωάννης - Αλέξιος Ζέπος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

70 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ: Ο Πρέσβης ε.τ. Ιωάννης-Αλέξιος Ζέπος γράφει για την αξία της συμμετοχής της χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία.

Συμπληρώνονται φέτος, 70 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα του 1952 ήταν ακόμη σοβαρά τραυματισμένη από τον πόλεμο και την τριπλή κατοχή του Άξονα την περίοδο 1941- 1944, τις τεράστιες ανθρώπινες θυσίες, καθώς και τις πρωτοφανείς καταστροφές που υπέστη στην οικονομία της και στις υποδομές.

Στην εικόνα αυτή, θα πρέπει να προστεθεί η δύσκολη προσπάθεια ανοικοδόμησης, μετά την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944 από ένα αδύναμο και χρεοκοπημένο Κράτος, που πάσχιζε να σταθεροποιηθεί.

Να προσθέσουμε τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, που άρχισε το 1946 και τελείωσε το 1949, που με τη σειρά του, κατέστρεψε ό,τι είχε απομείνει ανέπαφο ή πληγωμένο από την αρχή της δεκαετίας του 1940.

Έτσι λοιπόν, αυτή η Ελλάδα, η οικονομικά κατεστραμμένη, η οποία μετά τη Σοβιετική επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, βρισκόταν πλέον περικυκλωμένη στα βόρεια σύνορά της από χώρες που ανήκαν στο εχθρικό προς αυτήν, στρατόπεδο, από τον επεκτατισμό του οποίου κινδύνευε σοβαρά.

Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το σκηνικό και λόγω του χωρισμού πλέον του κόσμου σε δύο μπλοκ, στο δυτικό της Δημοκρατίας και ελεύθερης οικονομίας και στο ανελεύθερο Σοβιετικό, έπρεπε η Χώρα μας, να βρει κάποιες ουσιαστικές σταθερές που μαζί με το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, να μπορέσει να ορθοποδήσει οικονομικά και να διασφαλισθεί στρατιωτικά μέσα στην περιοχή στην οποία ανήκε.

Εκεί λοιπόν, εμφανίστηκε η δυνατότητα ένταξης στην Ατλαντική Συμμαχία, η οποία με τη σειρά της και βέβαια υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, που ενστερνίστηκαν τους κινδύνους που διέτρεχαν οι δύο ελεύθερες, ακόμα, Βαλκανικές Χώρες, δηλαδή η Ελλάδα και η Τουρκία, τους πρόσφερε την προστασία της Συμμαχικής ομπρέλας του ΝΑΤΟ.

Οι ελληνικές λοιπόν κυβερνήσεις της περιόδου εκείνης, γρήγορα αντελήφθησαν την σημασία που προσέφερε η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και επιδίωξαν την ένταξη της Χώρας σ’ αυτόν τον Οργανισμό το ταχύτερο δυνατό.

Στην όλη προσπάθεια της εποχής εκείνης, συνεισέφερε νομίζω θετικά και η συμμετοχή της Ελλάδος στον Κορεατικό πόλεμο, που επέτρεψε να φανεί και πάλι το αξιόμαχο του Έλληνα και η πίστη του στους ελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς.

Δημιουργήθηκε λοιπόν έτσι, με τη συγκεκριμένη διεύρυνση προς Ελλάδα και Τουρκία, που είχε κυρίως γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά χαρακτηριστικά, ένα ενιαίο αδιάσπαστο αμυντικό τόξο από την Νορβηγία μέχρι τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και τις προσβάσεις της Μ. Ανατολής και Β. Αφρικής.

Η χώρα μας λοιπόν, η οποία βρίσκεται στην νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ, απέκτησε μια ιδιαίτερη στρατηγική αξία για αυτό, ακόμη και αν η αξία αυτή, έχει περάσει από διάφορες φάσεις αυξομείωσης και έχει μεταβληθεί σταδιακά, παραμένει και σήμερα γεωστρατηγικά σημαντική.

Από την εποχή εκείνη που εντάχθηκε η Ελλάδα και η Τουρκία στο ΝΑΤΟ μέχρι το έτος 2008, έλαβαν χώρα άλλες πέντε διευρύνσεις της Συμμαχίας. Θα πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν μέσα στο ΝΑΤΟ σήμερα, διαφορετικές σχολές σκέψης για το εάν πρέπει να συνεχιστεί η διεύρυνση προς νέα μέλη, έναντι οιουδήποτε τιμήματος, ή το ζήτημα πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής και περίσκεψης.

Σε αυτό το πλαίσιο, τοποθετείται και το θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς τη Γεωργία και την Ουκρανία, που είναι εξαιρετικά επίκαιρο τη στιγμή αυτή ως προς την Ουκρανία. Είναι αλήθεια, ότι η προσθήκη μιας χώρας μέλους του ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας, εύλογα μπορεί να προκαλέσει το ερώτημα, αν η κίνηση αυτή είναι απαραίτητη και δεν θα ληφθούν υπόψη οι σοβαροί ενδοιασμοί της Μόσχας, για την αίσθηση περικύκλωσής της.

Θα προσθέσω, ότι η εμμονή αυτή, αν δεν βρεθούν ικανοποιητικές και για τις δύο πλευρές λύσεις, θα απομακρύνει τη Ρωσία από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας στην οποία θα έπρεπε να ανήκει και θα την οδηγήσει σε μια πλησιέστερη σχέση με την Κίνα, πράγμα το οποίο δεν θα έπρεπε να είναι επιθυμητό ούτε από τις ΗΠΑ ούτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με αφορμή διάφορα γεγονότα που αφορούσαν Εθνικά Θέματα σε εξέλιξη, όπως π.χ. το Κυπριακό, φάνηκε, από νωρίς, στην Ελληνική πλευρά, η οποία και διαχρονικά είχε δυσκολία να το δεχθεί, ότι η Ατλαντική Συμμαχία δεν λάμβανε ποτέ θέση απέναντι σε διαφορές μεταξύ των Συμμάχων, όπως π.χ. μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και έτσι, πάγια, δεν ετοποθετείτο υπέρ του ενός ή του άλλου, απλά πρόσφερε τις υπηρεσίες της, ώστε να μειώνονται κατά το δυνατό οι εντάσεις.

Από την αρχή της σχέσης Ελλάδος – ΝΑΤΟ, η χώρα μας έλαβε την θέση της μέσα στα όργανα και τους μηχανισμούς της Συμμαχίας, με απόλυτη σοβαρότητα και υπευθυνότητα και επωφελήθηκε, στο τεχνικό και στρατιωτικό σκέλος, όλων των νεοτέρων βημάτων στον τομέα της οργάνωσης, της τεχνολογίας και του εκσυγχρονισμού, τόσο στο έμψυχο, όσο και στο άψυχο υλικό, ενώ με τη συνεχή συμμετοχή της σε διάφορες ασκήσεις ετοιμότητας, εκπαιδεύτηκαν αποτελεσματικά και τα τρία όπλα Στρατός, Ναυτικό, Αεροπορία, σε σύγχρονες μεθόδους πολέμου και απόκρουσης απειλών.

Με την ανατροπή της δικτατορίας το 1974 και την Τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, υπήρχε στην Ελλάδα ευρύτατα διαδεδομένη και όχι αναίτια, η εντύπωση ότι η Ατλαντική Συμμαχία, δεν είχε κάνει απολύτως τίποτε για να ελέγξει, περιορίσει ή και παύσει τις τουρκικές επεκτατικές ορέξεις, αλλά ούτε και επεχείρησε ποτέ να καταδικάσει ή ανατρέψει το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, ενώ αντίθετα κρίθηκε ότι ίσως και να το υπέθαλπε.

Αυτή ήταν και η κύρια αιτία για την οποία ο τότε Π/Θ Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε μια κίνηση που απέβλεπε στην μερική ικανοποίηση της κοινής γνώμης για την έλλειψη κατανόησης και συμπαράστασης από πλευράς του ΝΑΤΟ, αποφάσισε την αποχώρηση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας, ανοίγοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της χώρας μας με το ΝΑΤΟ, η αντιμετώπιση του οποίου, μερικά χρόνια αργότερα και η επιστροφή της σε αυτό, θα ήταν δυσχερής, δυσεπίλυτη και πάντως όχι ιδιαίτερα επωφελής για την Ελλάδα.

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, αναμφίβολα επηρέασε σημαντικά την άποψη ορισμένων κύκλων, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Δυτική Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα βέβαια, για την χρησιμότητα πλέον της διατήρησης μιας τέτοιας Συμμαχίας, όταν από την άλλη πλευρά, το αντίπαλο δέος, η Σοβιετική απειλή και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας που την εκπροσωπούσε, είχαν παύσει πλέον να υπάρχουν.

Οι ανάλογες βέβαια ανησυχίες και οι προβληματισμοί, παρατηρήθηκαν βέβαια και στις ΗΠΑ. Όμως τόσο στην Ουάσιγκτον, όσο και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας, κρίθηκε ότι η Ατλαντική Συμμαχία θα μπορούσε, μέσω μιας διαδικασίας μετάλλαξης, να εξελιχθεί σε μια οργάνωση συλλογικής ασφάλειας, χρήσιμης τόσο στην Ευρώπη, όσο και ευρύτερα, μέσω σχετικών συνεργασιών.

Ας μην ξεχνάμε, ότι η Ε.Ε. δεν έχει καταφέρει ακόμη να αναπτύξει μίαν ουσιαστική αυτόνομη αμυντική ικανότητα και το ΝΑΤΟ, συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο σε θέματα Ευρωπαϊκής Ασφάλειας.

Στο ίδιο πλαίσιο, η Ελλάδα στήριξε τη δημιουργία προωθημένων σχέσεων της Ατλαντικής Συμμαχίας με τον ΟΗΕ και ενδεχομένως την ανάληψη, προϊόντος του χρόνου, αποστολών εγκεκριμένων και νομιμοποιημένων από τον Οργανισμό αυτό, ενώ παράλληλα, συνεισέφερε και στις διαδικασίες συνεργασίας ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Ελλάδα ήταν παρούσα και συνεισέφερε στον σχεδιασμό του Στρατηγικού Δόγματος της Συμμαχίας το 2010, δεδομένου ότι εγώ ο ίδιος, επελέγην και συμμετείχα, στην 11μελή «Επιτροπή Σοφών», υπό την κα Μάντλιν Ολμπράιτ, που προετοίμασε μετά από διεξοδική εργασία  τη σχετική μελέτη, που εγκρίθηκε τελικά στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας το 2010. Σήμερα, μια ανάλογη πρωτοβουλία προετοιμάζει το επόμενο δόγμα του ΝΑΤΟ που θα εγκριθεί στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης.

Στο ζήτημα των Νατοϊκών δραστηριοτήτων και εμπλοκών παγκοσμίως, καθώς και του ελληνικού ρόλου σ’ αυτές, θα πρέπει να προσεγγίζονται πιστεύω, με ορισμένες σταθερές, όπως η επίδειξη σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Νομιμότητος, αλλά και με παράλληλη προώθηση των ειδικότερων ελληνικών συμφερόντων, στο πλαίσιο των Συμμαχικών αποφάσεων, που λαμβάνονται πάντοτε στη βάση του κανόνα του consensus. Μια απουσία της Ελλάδος από αυτή τη διαδικασία, ή η υποβαθμισμένη συμμετοχή της, θα συνεπάγεται κόστος για τη χώρα μας, όπως φάνηκε από την εμπειρία του 1974 και μετά.

Συμπληρωματικά και με αφορμή τις πρόσφατες κρίσεις που είναι σε εξέλιξη, θεωρώ πως η άποψη ότι το ΝΑΤΟ είναι πλέον ξεπερασμένο, είναι ενδεχομένως πρόωρη, γιατί όπως απέδειξαν οι διάφορες εντάσεις, οι εκφρασθείσες απόψεις από τον Πρόεδρο Μακρόν, ότι δηλαδή το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό», δεν φάνηκαν στην πράξη να επαληθεύονται, διότι με την πρώτη απειλή που παρουσιάστηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, το ΝΑΤΟ, φάνηκε άμεσα  πρόθυμο να αντιδράσει, υπό την πίεση φυσικά και των ΗΠΑ, και έδειξε ότι διατηρούνται ακόμη τα «σημεία ζωής», που πολλοί πίστευαν ότι δεν υπήρχαν πλέον.