Πολιτικη & Οικονομια

Περί εγκληματικότητας και υποτροπής

Επικίνδυνοι κακοποιοί κυκλοφορούν ελεύθεροι είτε περιμένοντας δίκες στο μακρινό μέλλον, είτε επειδή το σύστημα της δικαιοσύνης επιδεικνύει χριστιανική ευσπλαχνία

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 815
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πλακάτ με τη φράση «no justice no peace»
© Kalea Morgan / Unsplash

Eγκληματικότητα: Η ενοχοποίηση των θυμάτων, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, η ανεκτικότητα σε παραβατικές συμπεριφορές, τα εγκλήματα και η τιμωρία.

Ένα ντοκιμαντέρ του Netflix με τίτλο «The Tinder Swindler» αφηγείται την ιστορία ενός απατεώνα που απέσπασε με δόλο τεράστια ποσά από δεκάδες γυναίκες: πουλώντας τους όνειρα για αιώνιο έρωτα, γάμο και οικογένεια, αποσπούσε μεγάλα ποσά παρά του μη έχοντος με διάφορες προφάσεις δήθεν έκτακτης ανάγκης. Οι γυναίκες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν Σκανδιναβές, δανείζονταν από τοκογλύφους ή του παρέδιδαν τις προσωπικές τους αποταμιεύσεις πιστεύοντας σε παραμύθια ότι τον κυνηγούν θανάσιμοι εχθροί. Ο απατεώνας, με καταγωγή από το Τελ-Αβίβ, ζούσε σε υπερπολυτελή ξενοδοχεία και ταξίδευε με ιδιωτικά τζετ, χρησιμοποιώντας ψεύτικα ονόματα. Τέλος, το 2019, συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Αθήνας και εξεδόθη στις ισραηλινές αρχές με την κατηγορία της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, της πλαστοπροσωπίας και της χρηματικής απάτης.

Kι ενώ τα θύματά του περίμεναν ότι θα μείνει στη φυλακή για καμιά δεκαπενταριά χρόνια ―παριστάνοντας τον γιο γνωστής οικογένειας επιχειρηματιών του Ισραήλ, είχε εκβιάσει γυναίκες, τις είχε καταληστέψει και είχε απειλήσει την ακεραιότητά τους― ο «Σιμόν» καταδικάστηκε σε δεκαπέντε μήνες κράτηση. Όταν αποφυλακίστηκε πέντε μήνες αργότερα, όχι δεκαπέντε, επανεμφανίστηκε στα κοινωνικά δίκτυα επιδεικνύοντας τον ίδιο τρυφηλό τρόπο ζωής. Στο μεταξύ, οι γυναίκες τις οποίες εξαπάτησε πασχίζουν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους και να διατηρήσουν την ψυχική τους ισορροπία σε ένα περιβάλλον που επιρρίπτει τις ευθύνες στα θύματα.

Ένα δεύτερο ντοκιμαντέρ με τίτλο «The Puppet Master: Hunting the Ultimate Conman Reviewed» αφηγείται την ιστορία ενός Βρετανού απατεώνα και απαγωγέα ο οποίος, εκτός του ότι αφαίρεσε τις περιουσίες πολλών ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, ασκούσε επάνω τους τέτοια επιρροή ώστε τους μετέτρεπε σε αυτόματα. Και παρότι σε κάποια στιγμή της εγκληματικής του καριέρας συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια, μεταξύ άλλων για αιχμαλωσία ατόμων επί δέκα ολόκληρα χρόνια, στο εφετείο η ποινή του μειώθηκε στα τέσσερα χρόνια. Σήμερα είναι κι αυτός ελεύθερος και ζει με το τελευταίο θύμα του, κανείς δεν ξέρει πού.

Η ενοχοποίηση των θυμάτων ―ένα φαινόμενο που ίσως γίνεται εντονότερο όταν εμπλέκονται «κουτές» και «εύπιστες» γυναίκες― σημαίνει ότι αδυνατούμε να μπούμε στη θέση τους· ότι είμαστε τόσο αλαζονικοί και ελαφρόμυαλοι ώστε δεν φανταζόμαστε ποτέ τον εαυτό μας στη θέση του κορόιδου. Κι όμως, στη ζωή του καθενός υπάρχουν στιγμές έκλειψης της λογικής. Δεν εξαιρείται σχεδόν κανείς.

Πάμε σε ένα δεύτερο θέμα που σχετίζεται με το πρώτο: την επιείκεια των δικαστηρίων έναντι ανθρώπων που, αν αφεθούν ελεύθεροι, θα επαναλάβουν τα εγκλήματά τους. Φαίνεται πως δεν καταλαβαίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στο έγκλημα όπου παίζει ρόλο η κακή τύχη και στο έγκλημα αρρωστημένων ατόμων τα οποία πρέπει να απομονώνονται από την κοινωνία. Παντού στις ανεπτυγμένες χώρες, εκτός από τις ΗΠΑ, κυκλοφορούν ελεύθεροι συμμορίτες, μαχαιροβγάλτες, βιαστές, τρομοκράτες, χούλιγκανς, ένοχοι ενδοοικογενειακής βίας με την ελπίδα ότι δεν θα το ξανακάνουν: οι εγκληματίες αντιμετωπίζονται ως ένα είδος homo sacer. Κι όμως, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ελπίδες διαψεύδονται: το ποσοστό υποτροπής κυμαίνεται από 50-63%· εννοείται πως οι αριθμοί αφορούν εκείνους που συνελήφθησαν, όχι εκείνους που συνέχισαν την εγκληματική τους δράση χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.

Αυτές τις μέρες εκτυλίσσεται στη Γαλλία η δίκη κάποιου Νορντάλ Λελαντέ ο οποίος μπαινόβγαινε σε όλη του τη ζωή στη φυλακή εκτίοντας μικρές ποινές για σεξουαλική παρενόχληση παιδιών, ενώ ενδιαμέσως, όταν αφηνόταν ελεύθερος, βίαζε και σκότωνε άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σήμερα, ο εν λόγω εγκληματίας δικάζεται για δύο βιασμούς μετά φόνου αλλά φαίνεται ότι είναι ένοχος για δεκάδες ειδεχθείς δολοφονίες που παρέμειναν ανεξιχνίαστες τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Η ανεκτικότητα σε παραβατικές μορφές συμπεριφοράς, η έλλειψη σοβαρότητας της αστυνομίας και η κοινωνιολογική θεώρηση του εγκληματία ως θύμα κοινωνικών συνθηκών προσβάλλουν τα όρια του σεβασμού του θύματος με τη νομική έννοια. Στοιχείο ωριμότητας των κοινωνιών και των ατόμων είναι αυτό που προανέφερα για τη δυνατότητα να μπαίνουμε στη θέση των άλλων: πώς αισθάνονται άραγε οι εξαπατημένες γυναίκες βλέποντας τον «Σιμόν» να φωτογραφίζεται σε πολυτελή γιοτ σαν να μην έχει συμβεί τίποτα ή τον «pupper master» να μοιράζεται ανενόχλητος τη ζωή του με το θύμα του από το οποίο έχει στερήσει τα πάντα; Πώς αισθάνονται οι γονείς του οκτάχρονου κοριτσιού που βίασε και σκότωσε ο Λελαντέ ο οποίος, το πολύ σε δεκατέσσερα χρόνια, θα έχει βγει από τη φυλακή; Επιπλέον, στον σύγχρονο κόσμο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η νομική τέχνη εξυπηρετεί συχνά τους πιο επικίνδυνους και κακόβουλους ανθρώπους: επιδέξιοι δικηγόροι θεωρούν ενδιαφέρουσα «πρόκληση» να υπερασπίζονται φρικώδη άτομα. Τέτοιες προκλήσεις εκτοξεύουν λαμπρές σταδιοδρομίες: όσο πιο ειδεχθή είναι τα εγκλήματα τόσο ευρύτερη η δημοσιότητα και τόσο μεγαλύτερες οι αμοιβές.

Παρόμοιες περιπτώσεις παρατηρούνται καθημερινά, λες και οι φυλακές προορίζονται αποκλειστικά για όσους έχουν ξεκοιλιάσει εφτά άτομα ―και στην περίπτωση της Γαλλίας ούτε γι’ αυτούς. Οι βαριές ψυχικές νόσοι, αντί να λαμβάνονται υπόψη ως επιχείρημα απομόνωσης, ενισχύουν το επιχείρημα της απελευθέρωσης. Η βραδύτητα του συστήματος της δικαιοσύνης και η ελλειμματικότητα των υποδομών είναι αποτέλεσμα, όχι αιτία αυτής της χαλαρότητας: το πρόβλημα έγκειται στις νοοτροπίες, σε μια μορφή μιθριδατισμού και, πρωτίστως, στην απουσία πολιτικής βούλησης η οποία καθιστά φυσική την ατιμωρησία και αφύσικη οποιαδήποτε χειρονομία της αστυνομίας ή άλλου μηχανισμού επιβολής του νόμου. Ακόμα και ποινές όπως κοινοτική εργασία και πρόστιμα επιβάλλονται δύσκολα παρότι ούτε βαριές μπορούν να θεωρηθούν, ούτε βεβαίως έχουν κόστος.

Τούτου λεχθέντος, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η διαλεκτική του εγκλήματος και της τιμωρίας είναι εξαιρετικά περίπλοκη: δεν ξέρουμε, για παράδειγμα, πώς θα εξελισσόταν η εγκληματικότητα στις ΗΠΑ αν δεν υπήρχαν οι συντριπτικές ποινές και το σωφρονιστικό σύμπλεγμα που οδηγούν συχνά σε απανθρωποποίηση ― ίσως να ήταν μικρότερη.  (Σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού «Time», το 39% των κρατουμένων στις ΗΠΑ δεν έπρεπε να είναι στη φυλακή). Το χαμηλό επίπεδο εγκληματικότητας φαίνεται ότι επιτυγχάνεται από το ίδιο το περιβάλλον της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς και της μηδενικής ανοχής που εφαρμόζεται μετρημένα και κατ’ αναλογίαν. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ