Πολιτικη & Οικονομια

Ο άτυπος διάλογος ΣΥΡΙΖΑ - ΚΙΝΑΛ

Είναι δυνατόν να συμβούν τέτοια πράγματα στην Ελλάδα;

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τον άτυπο διάλογο ΣΥΡΙΖΑ - ΚΙΝΑΛ, τη νίκη Κόστα στην Πορτογαλία και τις εξελίξεις στην ελληνική κεντροαριστερά

Η νίκη του Κόστα στην Πορτογαλία προκάλεσε ρίγη ενθουσιασμού στην ελληνική κεντροαριστερά. Είναι κατανοητό. Να που ένα σοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο μάλιστα προτίμησε να πάει σε εκλογές αντί να βάλει σε κίνδυνο την δημοσιονομική πειθαρχία, όχι μόνο δεν έχασε αλλά αντίθετα πέτυχε αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο, την αυτοδυναμία.

Και μόνο αυτό θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις όμως. Είναι δυνατόν να συμβούν τέτοια πράγματα στην Ελλάδα; Ποια ελληνική κυβέρνηση θα προτιμούσε να ρισκάρει την εξουσία για να μην υποχωρήσει στα αιτήματα των ακροαριστερών εταίρων της; Και ποιο κόμμα στην Ελλάδα θα αύξανε την δύναμή του λέγοντας όχι σε παροχές;

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών μπορούν να βοηθήσουν την σκέψη μας. Μετά από πολλούς μήνες, χρόνια μάλλον, η Ελλάδα τα κατάφερε: Μπαίνει ξανά στα ρεπορτάζ των ξένων μέσων ενημέρωσης ως η χώρα όπου είναι πιθανόν να σκάσει η επόμενη κρίση. Όχι από δικό της λάθος είναι αλήθεια. Απλώς η αναζωπύρωση του πληθωρισμού δημιουργεί προοπτικές ανόδου των επιτοκίων, δηλαδή του κόστους δανεισμού κάτι που μπορεί να μας αποκλείσει ξανά από τις αγορές. Μόλις προχθές οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς είχαν ένα ρεπορτάζ με τίτλο «Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αυξάνει τον κίνδυνο χρηματιστικού ατυχήματος». Και ναι, οι δύο χώρες που αναφέρονταν ήταν η Ελλάδα, ως η πιο ευάλωτη και η Ιταλία, λόγω μεγέθους.

Σε μια κανονική χώρα, ας πούμε την Πορτογαλία, φαντάζομαι ότι η αποτροπή ενός τέτοιου ατυχήματος θα ήταν μια από τις βασικές προτεραιότητες του πολιτικού συστήματος. Εδώ δεν δείχνει να απασχολεί πολλούς. Το θέμα περιορίζεται στις μέσα σελίδες των εφημερίδων. Το μόνο που συζητάμε είναι ποιες δαπάνες θα αυξηθούν και ποιοι φόροι θα μειωθούν. Όπως πάντα θεωρούμε αυτονόητο ότι θα πληρώσουμε το επιπλέον κόστος με δανεικά.

Παρόλα αυτά, το παράδειγμα της Πορτογαλίας, πυροδότησε έναν άτυπο διάλογο ανάμεσα στο  ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ. Το έναυσμα δόθηκε από στελέχη της «Γέφυρας», της ομάδας δηλαδή για την οποία η συνεργασία όλων των φορέων του χώρου είναι κάτι σαν τον γενέθλιο μύθο. Έτσι ο Νίκος Μπίστης υποστήριξε ότι η νίκη των σοσιαλιστών δείχνει ότι οι πολίτες επιθυμούν «αλλαγή μαζί με κυβερνητική σταθερότητα, μεταρρυθμίσεις όχι ρήξεις». Ο Αντώνης Λιάκος πάλι, έγραψε ότι η αριστερά θα πρέπει να προσφέρει «μέτριες προσδοκίες με σταθερότητα και ικανότητα διακυβέρνησης». Και συνέχισε: στην Ελλάδα, από την στιγμή που «η προσπάθεια να μετασχηματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ προς αυτή την κατεύθυνση δεν ευοδώθηκε», αυτά τα στοιχεία μπορεί να τα προσφέρει η συνεργασία «ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ».

Η απάντηση ήρθε πριν αλέκτωρ φωνήσαι από την άλλη πλευρά. Η κ. Μαριλένα Κοππά, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, ιδρυτικό μέλος του ΚΙΔΗΣΟ και από τα στελέχη που έχουν στενούς δεσμούς με τον Γιώργο Παπανδρέου, έγραψε ότι «αν υπάρχει ένα δίδαγμα για την Ελλάδα δεν αφορά τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ όσο το ΚΙΝΑΛ». Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον διάλογο και την «εύρεση κοινών τόπων με την αριστερά». Πρόκειται για την λογική κατάληξη της θέσης του Γιώργου Παπανδρέου ότι η δεξιά είναι ο «στρατηγικός αντίπαλος» του ΠΑΣΟΚ.

Είναι σε αυτή την λογική το ΚΙΝΑΛ; Δύο ενδιαφέροντα στοιχεία. Το πρώτο είναι η στάση του στην ψήφο δυσπιστίας. Σε συνέντευξή του ο Νίκος Ανδρουλάκης υποστήριξε ότι υπερψήφισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ επειδή το ΚΙΝΑΛ είναι αντιπολίτευση και έτσι κάνει μια αντιπολίτευση. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Η συζήτηση που έγινε στο ΚΙΝΑΛ δεν είχε σχέση με θέματα αρχής. Αποφάσισαν να στηρίξουν την πρόταση επειδή έτσι έκριναν ότι δεν θα αποξενώσουν τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ οι οποίοι τα τελευταία χρόνια ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο στοιχείο είναι η απάντηση που έδωσε ο κ. Ανδρουλάκης στο ερώτημα τι στάση θα κρατήσει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ αν δεν προκύπτει αυτοδυναμία μετά τις εκλογές. Όπως είναι γνωστό ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ έχει αποκλείσει συνεργασία με τη ΝΔ. Αυτή τη φορά έδωσε μια διαφορετική απάντηση η οποία είναι  ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες. Δεν είμαστε κόμμα που θέλει να μείνει στην αντιπολίτευση θέλουμε να γίνουμε κυβέρνηση, είπε. Και πρόσθεσε: «Όσο πιο ισχυροί είμαστε στις επόμενες εκλογές, τόσο περισσότερες πιθανότητες θα έχει ο Ελληνικός λαός, μέσω του προγράμματός μας, να ζήσει καλύτερες μέρες». Συνεπάγεται αυτή η στάση συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ; Ασφαλώς όχι. Όπως όμως επισήμανε η κ. Διαμαντοπούλου, με την ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ «δημιουργούνται αθροίσματα διαφορετικά από το παρελθόν» και «διαφόρων ειδών σενάρια» που «πρέπει να τα βάλουμε στην εξίσωση». Σενάρια τα οποία μπορεί να αποκτήσουν την δική τους δυναμική όσο το ΚΙΝΑΛ δεν ξεκαθαρίζει την στρατηγική του.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, με μια πρώτη ανάγνωση, η άνοδος του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ μπορεί να θεωρηθεί αρνητική εξέλιξη: απέκτησε ισχυρό ανταγωνιστή. Με μια δεύτερη ανάγνωση μπορεί να αποδειχθεί σωτηρία. Κι αυτό επειδή τώρα μοιάζει να υπάρχει ρεαλιστικός δρόμος, αν και ακόμα όχι ιδιαίτερα πιθανός, για την επιστροφή του στην κυβέρνηση. Θέλει την συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ; Αν είναι να πετύχει τον σκοπό του προφανώς. Εδώ δεν τον χάλαγε ο Καμένος, οι «γερμανοτσολιάδες» θα τον χαλάσουν; Άλλωστε το πολιτικό πλαίσιο έχει φτιαχτεί με την πρόταση δυσπιστίας. Πρώτη προτεραιότητα είναι να φύγει η «καταστροφική κυβέρνηση της δεξιάς». Το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ συνέπλευσε και η ηγεσία του μπορεί να ανακαλύψει, αν έρθει η στιγμή να πάρει ξανά αποφάσεις, ότι δεν θα της είναι εύκολο να αλλάξει ρότα. Όχι όσο δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη.

Στην πραγματικότητα το μόνο εμπόδιο είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Όσα από τα στελέχη της Γέφυρας έγραψαν για το παράδειγμα της Πορτογαλίας, φαντάζονται μια ήπια διακυβέρνηση συνεργασίας. Στην πραγματικότητα λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να επαναλάβει τα λάθη της δικής του διακυβέρνησης και ιδιαίτερα τα λάθη του πρώτου εξαμήνου του 2015. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όμως έχουν βγάλει τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα. Γι’ αυτούς δεν ήταν λάθη. Ήταν το αποτέλεσμα του «συσχετισμού δύναμης» ή, όπως οι ίδιοι το θέτουν, ότι είχαν την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία. Την δεύτερη φορά την φαντάζονται διαφορετικά. Μας το έδειξε ο Πολάκης με την σχόλη επιμόρφωσης των δικαστών, μας το έδειξε και η Τασία Χριστοδουλοπούλου με την αναβίωση των «πρασινοφρουρών», τουλάχιστον όπως αυτή τους φαντάζεται. Όμως αυτή δεν είναι μια περιθωριακή θέση στον ΣΥΡΙΖΑ, οι απόψεις δηλαδή κάποιων γραφικών βουλευτών. Είναι το βασικό αφήγημα που έχουν φιλοτεχνήσει στην αριστερά για την εξήγηση της αποτυχίας τους. Ένα αφήγημα που έχει γίνει αποδεκτό από την ηγεσία ως τα τελευταία μέλη του κόμματος.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλιαράκι έκδοση του επίσημου «θινκ τανκ» του ΣΥΡΙΖΑ, για τα συμπεράσματα από την εμπειρία της «πρώτης φοράς αριστερά». Το κεντρικό μοτίβο είναι ακριβώς αυτό: πώς θα επιτευχθεί η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στην κοινωνία και το κράτος. Γράφει χαρακτηριστικά ο πρώην βουλευτής Κώστας Δουζίνας, «η Νέα Αριστερά μεταφέρει διαρκώς πόρους από το κεφάλαιο στην εργασία και εξουσία από το κράτος στους πολίτες… αλλάζοντας την ισορροπία δυνάμεων». Στο ίδιο κλίμα και ο πρώην υπουργός Αριστείδης Μπαλτάς. Αφού περιγράφει διάφορα μελίρρυτα για την εμπειρία της υπουργικής του θητείας, τα οποία όπως ομολογεί περιλαμβάνονται σε όλα τα εγχειρίδια MBA, προσθέτει ότι «η κοινωνία γενικότερα μπορεί να φθάσει στο σημείο να αισθάνεται και να ενεργεί ωσάν να της ανήκει ένα κράτος… (το οποίο) γίνεται ένα με την κοινωνία». Η Τασία Χριστοδουλοπούλου με τον φερετζέ της θεωρίας. Στην πραγματικότητα είναι οι μόνες μεταρρυθμίσεις που καταλαβαίνουν. Για τα προβλήματα της χώρας δεν έχουν να πουν τίποτα, πέρα από τα υιοθετούν κάθε αίτημα, δίκαιο ή άδικο, λογικό ή παράλογο. Φυσικά με ολίγη από αποκρατικοποιήσεις για το ιδεολογικό αλατοπίπερο αλλά και για τις ποικίλες δυνατότητες που δίνει, για παράδειγμα, μια κρατική τράπεζα.

Μπορεί ποτέ να συμπλεύσει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ με μια τέτοια αριστερά; Είναι στη λογική του να αφήσει τον χώρο του κέντρου στον Μητσοτάκη για πολλά ακόμη χρόνια; Όπως είπε η Άννα Διαμαντοπούλου «δεν θέλω να το διανοηθώ».