Πολιτικη & Οικονομια

Ο Τσίπρας και η «φράξια της λογικής» στον ΣΥΡΙΖΑ

Για να επανέλθει στην «δημοκρατική παράταξη» δεν αρκεί να αλλάξει πολιτικές, θα πρέπει να αλλάξει και τα πρόσωπα.

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τον ΣΥΡΙΖΑ, τις θέσεις που εκφράζει, τις δημοσκοπήσεις και τη δημόσια κριτική στελεχών του κόμματος προς την ηγεσία.

Για πολλούς, του γράφοντος περιλαμβανομένου, είναι εξαιρετικά δύσκολο να «συγχωρήσουν» τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος που πολιτεύτηκε την τελευταία δεκαετία οδήγησε τη χώρα στο χείλος της καταστροφής, την κοινωνία σε ένα επικίνδυνο διχασμό ενώ έπληξε καίρια και τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Όσο για τις προσωπικές επιθέσεις και το μίσος που απέπνεε ο πολιτικός του λόγος, ήταν η βασική, αν και όχι η μοναδική αιτία που αποδείχθηκε και εξακολουθεί να αποδεικνύεται μάταιη κάθε προσπάθεια συνεννόησης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Με δυο λόγια δεν υπάρχει η παραμικρή εμπιστοσύνη στα κορυφαία στελέχη του, ότι και αν πουν, όσο και αν διακηρύσσουν «ανοίγματα».

Αυτό αντανακλάται και στις δημοσκοπήσεις. Ό,τι και αν κάνει ο Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει κολλημένος σε ποσοστά που δεν επιτρέπουν την παραμικρή σκέψη για «προοδευτική» κυβέρνηση. Αν αυτό τους προκαλεί απορία είναι επειδή δεν έχουν καταλάβει ότι έχουν χάσει οριστικά τα λούμπεν στοιχεία που τους στήριξαν στη συμμαχία τους με τον Καμένο. Για αυτό το μέρος του εκλογικού σώματος ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια ένα «συστημικό» κόμμα που πρόδωσε την εμπιστοσύνη τους. Πράγμα που σημαίνει ότι αν θέλει να διεκδικήσει ξανά την εξουσία πρέπει να αλλάξει ριζικά την πολιτική του φυσιογνωμία, να απευθυνθεί και να προσελκύσει την κεντροαριστερά. Με αλλαγές ουσίας όμως, όχι με καιροσκοπικές μεταγραφές.

Αυτό έχουν πια αρχίσει να το εκφράζουν δημόσια με κριτική προς την ηγεσία, στελέχη της αριστεράς τα οποία ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση για «προοδευτική συμμαχία». Τα οποία τώρα βλέπουν ότι η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Τελευταίο ηχηρό κρούσμα το άρθρο που έγραψε το ιστορικό στέλεχος της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς Σωτήρης Βαλντέν. Η κριτική του είναι κατεδαφιστική. Κατ αρχήν για τον τρόπο που ασκεί «δομική» αντιπολίτευση ο Τσίπρας, η οποία, όπως γράφει, «υποβαθμίζει το επίπεδο της Δημοκρατίας, συσκοτίζει τα ζητήματα και επενδύει στο θυμικό». Δεν νομίζω, συνεχίζει, «ότι οι πολίτες ξυπνούν και κοιμούνται με την πεποίθηση ότι ζούμε περίπου σε δικτατορία» για να προσθέσει ότι «χρειάζονται επιχειρήματα όχι κραυγές». Ιδίως στην περίοδο της πανδημίας όπου επιβάλλεται «εθνική ενότητα» και όπου η Ελλάδα «δεν αποτελεί συνολικά το μαύρο πρόβατο: αλλού πήγε καλά, αλλού μέτρια και αλλού κακά- όπως δηλαδή και οι περισσότερες άλλες χώρες». Και καταλήγει επισημαίνοντας τις αντιφάσεις: σήμερα να καταγγέλλεται «ορθά η υπερβολική χαλάρωση» ενώ πέρυσι ο ΣΥΡΙΖΑ «τασσόταν κατά των μέτρων» ή να στηρίζει τα εμβόλια όταν επί μήνες ο Πολάκης «αλώνιζε ανενόχλητος εναντίον τους κλείνοντας το μάτι στους ψεκασμένους». Όμως ο Βαλντέν πάει ακόμα πιο πέρα αμφισβητώντας την ίδια την «αριστερή» φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ ως ξεχωριστής δύναμης και σε αντιπαράθεση με την σοσιαλδημοκρατία. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, σημειώνει, «δεν υπάρχουν πλέον Σινικά τείχη ανάμεσα στους δύο χώρους» ενώ οι θέσεις των «αριστερών σοσιαλδημοκρατών είναι συχνά πιο προχωρημένες από τις δικές μας». Αντίστροφα «ο πασοκικός εθνικισμός που σημειωτέον δεν είναι η μόνη τάση στο χώρο αυτό, έχει οπαδούς και σε μας».

Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι ο δεύτερος ο οποίος αμφισβητεί την καρδιά της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε προηγηθεί ο Δημήτρης Λιάκος, πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση Τσίπρα, ο οποίος καταδίκασε την παροχολογία που παραμένει η σταθερά του πολιτικού μας συστήματος. Σε συνέντευξή του στο Βήμα, ανάμεσα σ άλλα επισήμαινε ότι το χρέος «έχει ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ» και ότι στην Ελλάδα έχει επικρατήσει μια διάθεση εφησυχασμού. «Λίγοι θέλουν να ταράξουν το κλίμα ευδαιμονίας που επιχειρείται να καλλιεργηθεί» τόνισε χαρακτηριστικά. Στην ίδια συνέντευξη τασσόταν κατά της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών επειδή θα μειώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα οδηγούσε «στη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων». Υπογράμμιζε ακόμη την ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ να «ξανακερδίσει το πολιτικό κέντρο». Σε επόμενο άρθρο του εξάλλου επέκρινε την πολιτική παροχών της κυβέρνησης και το έκτακτο πακέτο στήριξης των 338,5 εκατομμυρίων, σημειώνοντας ότι «το πολιτικό σύστημα έχει μπει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και οτιδήποτε φαντάζει ως φιλολαϊκό μέτρο γίνεται αποδεκτό με ενθουσιασμό με την όποια κριτική να περιορίζεται στο εύρος και την εκάστοτε περίμετρο του. Τα λάθη των προηγούμενων δεκαετιών από ό,τι φαίνεται δεν μας έχουν γίνει διδάγματα, ενώ επιπρόσθετα δεν συνειδητοποιούμε ότι τέτοιες αποφάσεις ενδεχομένως να αδυνατίζουν τη θέση μας στην επικείμενη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Όποιος δε αναδεικνύει αυτή τη διάσταση απειλείται με εξοστρακισμό, για να θυμηθούμε μέρος της ιστορίας αυτού του τόπου.» Ο εξοστρακισμός ήρθε πριν αλέκτορα φωνήσαι από τον ξάδελφο Τσίπρα, ο οποίος σημείωσε ότι «τέτοιες αντιλήψεις ενδεχομένως δεν έχουν καμιά θέση στον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη κι ο Σόιμπλε πιο μετρημένος θα ήταν».

Σε υπεράσπιση του Λιάκου παρενέβη ο Νίκος Μπίστης βάζοντας και αυτός το γενικότερο ζήτημα της πολιτικής του κόμματος. «Νομίζω ότι το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν έχουν πεισθεί όλοι πως η στροφή του καλοκαιριού του 2015 δεν ήταν μόνο αναγκαστική, λόγω ευρωπαϊκών συσχετισμών, αλλά και αναγκαία λόγω απουσίας άλλης εναλλακτικής πρότασης» έγραψε χαρακτηριστικά. Η φράση του Παύλου Πολάκη ότι την δεύτερη φορά θα είναι διαφορετικά, συνέχισε, ακούγεται «σαν νοσταλγία του πρώτου εξαμήνου του 2015, σαν μια απειλή ή ρεβάνς για εκείνα που μας εμπόδισαν να κάνουμε και τώρα αποδεσμευμένοι θα τα επιχειρήσουμε… Όλα αυτά δεν ενισχύουν την κυβερνησιμότητα του κόμματος, ανακαλούν μνήμες και παραπέμπουν σε πρακτικές που μας απέκοψαν από μεσαία στρώματα». Στο πλαίσιο αυτό και στην ανάγκη να διαμορφωθεί ένα «ρεαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμα» άνθρωποι «όπως ο Δημήτρης Λιάκος δεν είναι απλώς χρήσιμοι, είναι απαραίτητοι».

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, για τα δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο προωθημένες θέσεις δεν είχαν διατυπωθεί ξανά. Χωρίς αμφιβολία τα στελέχη που τις υποστηρίζουν είναι ειλικρινή, άλλωστε τα ίδια ποτέ δεν μετείχαν στον συριζαίικο κανιβαλισμό στην περίοδο της κρίσης. Σε ποιους απευθύνονται ωστόσο; Είναι σαν να λησμονούν ότι όλο αυτό το διάστημα, από το 2009 ως σήμερα, δεν βρέθηκε ούτε ένα προβεβλημένο στέλεχος, και αμφιβάλλω ότι υπάρχει έστω και μία εξαίρεση, το οποίο να διαφοροποιήθηκε από τον λόγο της εχθροπάθειας, πόσο μάλλον να τον καταδικάσει. Αντιθέτως ήταν φανερό πως θεωρούσαν μεγαλύτερο και σίγουρα πιο μισητό αντίπαλο από την λαϊκή δεξιά, τις μετριοπαθείς δυνάμεις στο ΠΑΣΟΚ και το ΚΙΝΑΛ. Έτσι είναι σαν να αγνοούν ότι υπάρχει εκ των πραγμάτων ένα μείζον θέμα αξιοπιστίας. Ιδίως καθώς όλη η ρητορική της ηγεσίας του κόμματος για το άνοιγμα στο κέντρο, δεν προκύπτει από έναν ανάλογο προβληματισμό, μια αυτοκριτική για τις πρακτικές που ακολουθούσαν και ακόμα ακολουθούν. Ο μόνος λόγος των κολοβών διακηρύξεών τους, που κι αυτές παραμένουν στα λόγια, είναι η συνειδητοποίηση ότι βρίσκονται σε δημοσκοπικό τέλμα. Οι δηλώσεις που ακολούθησαν τις εκλογές στο ΚΙΝΑΛ, οι διακηρύξεις για την ανάγκη μιας μεγάλης πολιτικής «αγκαλιάς» ήταν χαρακτηριστικές αυτής της «χρησιμοθηρικής» προσέγγισης. Αυτό είναι το μεγάλο έλλειμμα στον προβληματισμό όσων θέλουν να αλλάξει κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ. Του Βαλντέν, του Μπίστη ή του Λιάκου. Με την σημερινή ηγεσία, την ηγετική ομάδα στο σύνολό της, μια τέτοια στροφή όπως αυτή που οραματίζονται δεν είναι πειστική. Και ο πιο αφελής γνωρίζει ότι μόλις θεωρήσουν ότι τους συμφέρει θα αλλάξουν σκοπό. Η αριστερά έχει παράδοση στην εκμετάλλευση εννοιών όπως η Δημοκρατία, Ενότητα, Συνεργασία ή Πρόοδος, μόνο και μόνο για να ισχυροποιεί τη θέση της. Κι αυτή την παράδοση του πολιτικού αμοραλισμού την τίμησε με το παραπάνω ο ΣΥΡΙΖΑ. Για να επανέλθει λοιπόν στην «δημοκρατική παράταξη» δεν αρκεί να αλλάξει πολιτικές, θα πρέπει να αλλάξει και τα πρόσωπα. Ως τότε θα παρακολουθούμε με ενδιαφέρον και συμπάθεια τους προβληματισμούς της «φράξιας της λογικής». Ως εκεί όμως.