Πολιτικη & Οικονομια

Ελληνοβρετανικές σχέσεις: Δεν εξαντλούνται στα Ελγίνεια Μάρμαρα

Τι μετράει σήμερα; Κυρίως η ενίσχυση της παραδοσιακής συμμαχίας. Οι Ελληνοβρετανικές σχέσεις πρέπει να χαλυβδωθούν

Ιωάννης Χουντής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τη σχέση Ελλάδας - Βρετανίας με αφορμή τη συνάντηση Κ. Μητσοτάκη και Μ. Τζόνσον στο Λονδίνο και το αίτημα για επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Σε μία πρόσφατη δημοσκόπηση οι πολίτες ρωτήθηκαν ποια χώρα θεωρούν φιλικότερη προς τα συμφέροντα της Ελλάδας και από ποια χώρα θα ήθελαν να δουν μελλοντικές επενδύσεις. Μεταξύ των λοιπών «Μεγάλων Δυνάμεων», η Μεγάλη Βρετανία συγκέντρωσε μόλις το 7,6% και 9,6% των προτιμήσεων των ερωτηθέντων σε κάθε μία εκ των δύο ερωτήσεων. Πράγματι, αυτά δεν είναι τα πιο ενθαρρυντικά ευρήματα για την κοινή γνώμη περί των Ελληνοβρετανικών σχέσεων. Μολαταύτα, η πρόσφατη υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών σε θέματα όπως, η ασφάλεια και το εμπόριο, αποτελεί είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Τα πρώτα βήματα της «μετά-Brexit συνεργασίας» πραγματοποιούνται και με την χθεσινή επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Downing Street, όπου συνάντησε τον ομόλογό του, Μπόρις Τζόνσον.

Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως η σχέση μεταξύ των δύο χώρων είναι σύνθετη και έχει περάσει διάφορες φάσεις. Από τη μία πλευρά, υπάρχει το σταθερό θέμα που από τη δεκαετία του 1980 επανέρχεται ad nauseam στο επίκεντρο και σχετίζεται με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Και χθες ο Κ. Μητσοτάκης επανέλαβε το σταθερό αίτημα για να λάβει τη πάγια απάντηση της βρετανικής πλευράς. Από την άλλη, υπάρχουν οι χιλιάδες τουρίστες που συρρέουν στα ελληνικά νησιά κάθε καλοκαίρι για τις διακοπές τους. Πέραν από τις όποιες θετικές ή λιγότερο ρόδινες πλευρές των διμερών σχέσεων, υπάρχουν πολύ πιο πιεστικά ζητήματα. Για παράδειγμα, μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες ερωτήσεις του πρόσφατου Ελληνοβρετανικού Συμποσίου στην Οξφόρδη, ήταν πως αυτές οι δύο διαφορετικές χώρες μπορούν να συνεργαστούν στο ρευστό σύγχρονο διεθνές περιβάλλον.

Το στοίχημα, βέβαια, δεν είναι η δημιουργία σχέσεων. Αυτή υπάρχει. Τεκμήρια των ιστορικών μας δεσμών με τη Γηραιά Αλβιώνα εντοπίζονται από τον 17ο και 18ο αιώνα, όταν Βρετανοί ευγενείς ταξίδευαν στην Ελλάδα για το Μεγάλο Ταξίδι στο Λεβάντε ή όταν ο κλασικός πολιτισμός μεταλαμπαδεύτηκε στην λογοτεχνία της Αυγούστειας εποχής με τα έργα των ποιητικών γιγάντων Αλεξάντερ Πόουπ και Τζόναθαν Σουίφτ. Ή, στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η Βρετανία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδας και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Μην ξεχνάμε και την παραδοσιακά ισχυρή θέση και αξιοπιστία των Ελλήνων πλοιοκτητών στο Σίτυ του Λονδίνου.

Τι μετράει, λοιπόν, σήμερα; Κυρίως η ενίσχυση αυτής της παραδοσιακής συμμαχίας. Οι Ελληνοβρετανικές σχέσεις πρέπει να χαλυβδωθούν, αν θέλουμε να παράσχουν απαντήσεις στις παγκόσμιες προκλήσεις, που μοιράζονται οι δύο χώρες. Η υπάρχουσα συνεργασία μπορεί να ενισχυθεί σε τομείς, όπως η περιβαλλοντική πολιτική, η μετανάστευση και η εκπαίδευση.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το περιβάλλον. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει πραγματοποιήσει σημαντικές δεσμεύσεις για το περιβάλλον και πρόσφατα διοργάνωσε τη διάσκεψη COP26 των Ηνωμένων Εθνών στην Γλασκόβη. Μάλιστα, Μητσοτάκης και Τζόνσον συνεχάρησαν αλλήλους για την παρουσία τους στη διάσκεψη.  Η Ελλάδα από μεριάς της υποστηρίζει τους κοινούς ευρωπαϊκούς «πράσινους στόχους», όπως την απολιγνιτοποίηση και τις επενδύσεις σε φιλοπεριβαλλοντικές μορφές ενέργειας. Η Βρετανία ακολούθησε τον ίδιο δρόμο τις τελευταίες δεκαετίες -ειδικά αυτή του 2010- και είναι σε θέση να παράσχει τεχνικές γνώσεις και εμπειρία στην χώρα μας.

Εξάλλου, οι καρποί της διμερούς συνεργασίας είναι φανεροί στην εκπαίδευση. Εδώ η Βρετανία και η Ε.Ε. συνεργάζονται στενά. Παράδειγμα το πρόγραμμα Una.Resin που διευθύνεται από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και χρηματοδοτείται από το ευρωπαϊκό ταμείο Horizon 2020, αποσκοπώντας στην ανάπτυξη νέων μεθόδων έρευνας, την ενίσχυση της συνεργασίας και τη χρηματοδότηση ακαδημαϊκών και σπουδαστών σε τομείς, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η πολιτιστική κληρονομιά, η υγεία και οι διεθνείς σχέσεις. Παράλληλα, το Υπουργείο Παιδείας και το Βρετανικό Συμβούλιο στην Αθήνα έχουν ανακοινώσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο ελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα θα μπορούν να προσφέρουν διπλά πτυχία (joint degrees) σε συνεργασία με αντίστοιχα βρετανικά. Η Ελληνοβρετανική συνεργασία στην Ανώτατη Εκπαίδευση είναι πρότυπο για την σύσφιξη των σχέσεων και σε άλλα πεδία.

Στο μεταναστευτικό η Ελλάδα προστατεύει τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. σεβόμενη πλήρως το Διεθνές Δίκαιο. Οι μεταναστευτικές ροές που ξεκινούν από τη Μέση Ανατολή ή τη Βόρειο Αφρική συχνά καταλήγουν από τα σύνορα της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Αγγλία και το Ντόβερ. Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα αναγκαία απέκτησε μία πολύτιμη τεχνογνωσία στην ταυτόχρονη προστασία των θαλάσσιων συνόρων και των ανθρώπινων ζωών. Βρετανία και Ελλάδα είναι χώρες με εκτεταμένα θαλάσσια σύνορα και αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις φύλαξής τους. Επομένως, μπορούν να ανταλλάξουν τεχνογνωσία και πληροφορίες μέσω της συνεργασίας των αντίστοιχων τμημάτων και υπηρεσιών που χειρίζονται την φύλαξη συνόρων, τα αιτήματα ασύλου και την ενσωμάτωση των προσφύγων.

Οι Ελληνοβρετανικές σχέσεις δεν εξαντλούνται στα Μάρμαρα του Παρθενώνα, ούτε στο παρελθόν. Κυρίως, αφορούν το παρόν και το μέλλον. Είναι επιτακτική ανάγκη το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα να σφυρηλατήσουν μία στρατηγική σημασία στα ανωτέρω -και όχι μόνο- πεδία πολιτικής. Η πολιτική ηγεσία και μία ευημερούσα επιχειρηματική και ναυτιλιακή παρουσία στην Αθήνα και το Λονδίνο μπορούν να φέρουν τις δύο χώρες πιο κοντά. Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών και πρωτοβουλιών όπως η Anglo-Hellenic League στο Λονδίνο, δεν πρέπει να λησμονηθεί. Η «παγκόσμια» (Global) Βρετανία αναζητά νέες συμμαχίες στην εποχή μετά από το Brexit. Η Ελλάδα ανοίγεται στον κόσμο, συγκροτεί νέες συμμαχίες και ενισχύει τις υπάρχουσες, από τη Μέση Ανατολή ως τον Ατλαντικό. Η συγκυρία είναι άψογη και υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν, ώστε οι δύο χώρες να… ξαναγνωριστούν.