Πολιτικη & Οικονομια

H χρησιμότητα του Ερίκ Ζεμούρ

O Αλγερινός συγγραφέας Καμέλ Νταούντ γράφει πως ο δημοσιογράφος με το πολεμικό ύφος μπορεί να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο. Συμφωνώ κι εγώ.

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 806
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ερίκ Ζεμούρ: O δημοσιογράφος και πολιτικός που διεκδικεί την προεδρία της Γαλλίας και το άρθρο του Καμέλ Νταούντ γι' αυτόν.

Όπως γράφει ο Αλγερινός συγγραφέας Καμέλ Νταούντ στο περιοδικό Le Point, επί χρόνια η αριστερά που προειδοποιούσε για τον ερχομό του «λύκου» ―της ακροδεξιάς― επαληθεύεται σήμερα με την εμφάνιση του Ερίκ Ζεμούρ στη γαλλική πολιτική σκηνή. Όταν η ακροδεξιά βρισκόταν στο περιθώριο της πολιτικής η φυσιογνωμία της ήταν ξεκάθαρη: έξαλλοι εθνικιστές μαζί με σκίνχεντς και στο φόντο θαυμαστές των ολοκληρωτισμών της δεκαετίας του 1930· σήμερα, η ακροδεξιά είναι πιο διανοούμενη· συνδέεται με την υπερπατριωτική και ηρωική παράδοση της Γαλλίας, αναφέρεται στον Maurice Barrès και στον Charles Maurras, προσπαθεί να λειάνει τα πάθη της ιστορίας. Προπάντων ανταποκρίνεται σε προβλήματα που απασχολούν ένα μέρος των Γάλλων οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν απαραιτήτως τον εαυτό τους στην ακροδεξιά.

Ο Ερίκ Ζεμούρ ενσαρκώνει, εκτός από μια σειρά φόβους, μια επιθυμία: την επιθυμία της επιστροφής της Γαλλίας στην παλιά της ομοιομορφία. Ο Καμέλ Νταούντ τον παρομοιάζει με ταινία τρόμου που βλέπουμε καθισμένοι άνετα στον καναπέ απολαμβάνοντας την κάθε ανατριχίλα: προαναγγέλλει το ζοφερό μας μέλλον, την υποταγή μας στο Ισλάμ. Οι Γάλλοι έχουν την τάση να δαιμονοποιούν ανθρώπους και ιδέες, να γίνονται εμμονικοί απέναντί τους: παλιότερα, η έμμονη ιδέα ήταν το Εθνικό Μέτωπο, σήμερα είναι το Ισλάμ, τα σύνορα και η κοσμικότητα από τη μία πλευρά, οι ζεμούριοι από την άλλη. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι όσο πιο επιθετικό και επεκτατικό γίνεται το Ισλάμ τόσο θα ξεφυτρώνουν ζεμούριοι που θα τους δαιμονοποιούμε (ο «λύκος» όπως γράφει ο Νταούντ) για να τους ξεπεράσουμε στη συνέχεια και να προχωρήσουμε καχύποπτοι και θυμωμένοι στον επόμενο δαίμονα. Νομίζω ότι αυτή η υπέρβαση του Ζεμούρ θα συμβεί σύντομα κι ότι η επιτυχία του ―πριν από ένα μήνα έφτασε στο 16% της πρόθεσης ψήφου― θα ξεχαστεί: η υπερέκθεσή του στα μέσα ενημέρωσης έχει κουράσει (Πάλι αυτός; Τι λέει πάλι για τον ντε Γκολ; κτλ). Ήδη, η δημοσκόπηση της περασμένης εβδομάδας δείχνει μικρή μείωση της δημοτικότητάς του στο 14%.

Ο Ζεμούρ δεν είναι φυσικά δαίμονας. Είναι ένας αυτάρεσκος  και μεγαλομανής δημοσιογράφος με άχαρο παρουσιαστικό και εντυπωσιακή ευφράδεια ο οποίος παίρνει δαιμονική όψη για τον απλό λόγο ότι εκφράζει τη γνώμη του, σε υψηλούς τόνους, στο πολιτικό περιβάλλον της σιωπής, των ψιθύρων και του λήθαργου. Όπως επισημαίνει ο Καμέλ Νταούντ μοιάζει να έχει ανεβεί στις στέγες και να φωνάζει «Ξυπνήστε!»― και σ’ αυτό έχει δίκιο τόσο ο Νταούντ όσο και ο Ζεμούρ. Οι Γάλλοι πολιτικοί, ακόμα και της συντηρητικής παράταξης στην οποία πρόσκειται ο Ζεμούρ επικρίνοντας την αδράνειά της, προσέχουν ή τουλάχιστον πρόσεχαν μέχρι σήμερα το λεξιλόγιό τους, απέφευγαν τα αμφιλεγόμενα ζητήματα, χρησιμοποιούσαν ευφημισμούς και εξέφραζαν ελπίδες και ευχές αντί για ειλικρινείς διαπιστώσεις και προτάσεις. Η έλλειψη τόλμης, η αναβλητικότητα, η διαιώνιση των ταμπού προκαλεί εξέγερση και πιθανότατα οι εξεγερμένοι να θέσουν αυτά τα αμφιλεγόμενα ζητήματα ―μετανάστευση, κοινοτισμό, ιστορική αφήγηση, Ευρωπαϊκή Ένωση, κρατισμό― με υπερβολικό και άτακτο τρόπο. Αν ο Ερίκ Ζεμούρ έχει κάποια χρησιμότητα είναι ότι μπορεί να ταρακουνήσει τους ωραίους κοιμωμένους: το ότι χρειαζόμασταν κάποιον σαν αυτόν για να ξυπνήσουμε και να αρχίσουμε να συζητάμε σοβαρά και με αληθινούς όρους όσα συμβαίνουν στη Γαλλία και στον κόσμο είναι βεβαίως σύμπτωμα νοσηρότητας. Κυρίως, επειδή μπορούν να συμβούν ατυχήματα· να ξυπνήσουμε μεν, αλλά για να δούμε αίφνης τον Ζεμούρ υπουργό, πρωθυπουργό ή πρόεδρο. Πράγματι έχουν υπάρξει τέτοιοι πολιτικοί ―ο Ντόναλντ Τραμπ είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα― οι οποίοι εμφανίστηκαν μετά από μακρές περιόδους καλών παιδιών και πολιτικής ορθότητας.

Το μείζον πρόβλημα με τον Ερίκ Ζεμούρ είναι η απουσία προγράμματος και συγκεκριμένων λύσεων: η πολιτική είναι πιο περίπλοκη τέχνη από την εκφώνηση ομιλιών κι από τη συμμετοχή σε τηλεοπτικές εκπομπές με περισπούδαστο ύφος και πολλές ιστορικές αναφορές αμφιβόλου ακριβείας. Εξάλλου, στη Γαλλία, όλοι οι πολιτικοί έχουν κάποια μόρφωση και είναι ικανοί να ξεφουρνίζουν τσιτάτα χωρίς γκάφες και γλωσσικά μαργαριτάρια· ο Ζεμούρ δεν εντυπωσιάζει ως προς αυτό. Επιπλέον, όλοι ξέρουν πως είναι λίγο ψεύτης και πολύ αγενής: δεν τον συμπαθούν όλοι όσοι τον ακούνε· όμως θεωρούν χρήσιμη την παρουσία του, τον αντίκτυπο που έχει στους συνομιλητές του και στο πολιτικό σκηνικό γενικά. Είναι ψεύτης για να υπογραμμίσει τις θέσεις του και αγενής για να προκαλέσει τους πλαδαρούς του αντιπάλους.

Ο Καμέλ Νταούντ γράφει ότι αυτοί οι αντίπαλοι τον απεικονίζουν σαν λύκο για να παίξουν οι ίδιοι τον ρόλο του αγαθού βοσκού. Έτσι τον ενισχύουν: κατηγορώντας τον ότι νοσταλγεί την «παλιά Γαλλία» επικυρώνουν το επιχείρημά του ― και βέβαια νοσταλγεί την παλιά Γαλλία! Τη νοσταλγούν, εξωραΐζοντας το παρελθόν, πολλοί, πάρα πολλοί Γάλλοι· κυρίως άνδρες και κυρίως ηλικιωμένοι, αν και η νεολαία δεν είναι εντελώς απούσα· ο Ζεμούρ έχει fan club. Για το fan club η απόρριψη της παλιάς Γαλλίας δεν είναι επιχείρημα· αντιθέτως, εφιαλτική είναι η αντικατάστασή της με μια καινούργια, πολυπολιτισμική Γαλλία στην οποία οι ευρωπαϊκές ιδρυτικές συνθήκες υπερισχύουν των τοπικών νόμων. Αν δούμε ψύχραιμα τον Ζεμούρ, και πρέπει να τον δούμε, εκπροσωπεί ένα μέρος του πληθυσμού που είχε καταδικαστεί στη σιωπή από το 1981: τώρα όλος αυτός ο κόσμος ―πατριώτες Γαλάτες, πολιτισμικά συντηρητικοί, αντιευρωπαϊστές― απελευθερώνεται με κίνδυνο να περιέλθει σε κατάσταση παραληρήματος. Ο Ζεμούρ αποτελεί φαινόμενο μιας δημοκρατίας με ενιαία σκέψη στην οποία οι συντηρητικοί πολίτες θεωρούνται κατώτερη μορφή ζωής και όπου η αριστερά ―διεστραμμένα συντηρητική με τον τρόπο της― παίζει τον ρόλο του εθνικού λογοκριτή.

Στην πραγματικότητα, ο Ζεμούρ, τα Κίτρινα Γιλέκα, το κοινό της Μαρίν Λεπέν έχουν λίγα κοινά με το εγκρατές και συμβιβαστικό πνεύμα του αληθινού συντηρητισμού με την κλασική έννοια της λέξης: κινούνται στα πολιτικά άκρα. Κι όπως συμβαίνει πάντοτε με τα πολιτικά άκρα, διακρίνονται λιγότερο για τις διαφορετικές, «ακραίες», ιδέες και περισσότερο για τη διχαστική τους τάση: αν οι δυνάμεις του πολιτικού mainstream τείνουν να ενώνουν το κοινωνικό σώμα, οι δυνάμεις των άκρων τείνουν να το κατακερματίζουν.