Πολιτικη & Οικονομια

Μερικές σκόρπιες σκέψεις για τις διακοπές μας και το μέλλον τους

57123-124662.jpg
Κώστας Καρκαγιάννης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
73254-147442.jpg

Αν και από τη φύση μου είμαι απαισιόδοξος, φέτος έκανα πολύ αισιόδοξα (όπως αποδείχτηκε) σχέδια για τις διακοπές μου. Παίρνοντας μισθό 1.050 ευρώ το μήνα και το επίδομα αδείας να επιβιώνει σε πείσμα των καιρών ένιωσα αρκετά δυνατός ώστε να κάνω μια μικρή ατασθαλία ή μια μικρή πολυτέλεια. Δηλαδή μια εβδομάδα διακοπές στην Αμοργό και μετά δύο εβδομάδες ελεύθερο κάμπινγκ σε κάποιο διπλανό νησάκι.

«Δε βαριέσαι, ας τρώμε μακαρόνια μέχρι τον Οκτώβριο» είπα στον εαυτό μου καταπνίγοντας τη φωνούλα που μου ψιθύριζε ότι πρέπει να επιστρέψω το πεντακοσάρικο που είχα πάρει λαθραία από το λογαριασμό της μάνας μου τους προηγούμενους μήνες, ότι κάπου τώρα αρχίζουν οι δόσεις στην εφορία, ότι θα πρέπει να πληρώσω την ασφάλεια του αυτοκινήτου, τους καθυστερημένους λογαριασμούς και μερικά ακόμη που προτιμώ να τα ξεχνάω.

Ψάχνοντας στο ίντερνετ βρήκα ενοικιαζόμενα δωμάτια γύρω στα 320 ευρώ την εβδομάδα (και μετά; Αν ναι, μακαρόνια) και προχώρησα στο επόμενο βήμα, δηλαδή το κλείσιμο εισιτηρίων για το πλοίο. Εκεί ήρθε το πρώτο ηλεκτροσόκ. Η τιμή για δύο άτομα και ένα αυτοκίνητο («δεν είμαστε πια έφηβοι» είπε η Φωτεινή όταν προσπάθησα να την πείσω να δανειστούμε κανένα παπάκι για τις διακοπές) ήταν 200 ευρώ. Η αντίδρασή μου ήταν καθυστερημένη σαν του Ραν Ταν Πλαν. 200 ευρώ το πήγαινε, άρα 400 ευρώ το πήγαινε-έλα, επιβεβαίωσε τη φρικτή μου υποψία το σάιτ της ακτοπλοϊκής εταιρείας. Ένιωσα τα γρανάζια στο μυαλό μου να χάνουν στροφές («ρε μωρό μου, είμαστε μόλις 39 χρονών, στο άνθος της ηλικίας μας, γιατί να μην πάρουμε το παπάκι» προσπάθησα, μάταια, να πείσω τη Φωτεινή για μια τελευταία φορά) και τελικά συμφωνήσαμε να βγάλουμε τα εισιτήρια την επομένη.

Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί το άλλο πρωί κατεβαίνοντας να πάρω εφημερίδα είδα ένα φάκελο με την επιγραφή TAXIS επάνω του και τον άνοιξα χωρίς να πάει ο νους μου στο κακό. Ήταν το δεύτερο ηλεκτροσόκ. Οφείλετε στο Δημόσιο 750 ευρώ και αν δεν τα πληρώσετε εντός 15 ημερών απειλείστε με κατάσχεση, με πληροφορούσε το Υπουργείο Οικονομικών. Η μία βεβαιωμένη οφειλή ήταν από το 2008 (δικαστικά έξοδα, τι είδους ακριβώς δεν κατάφερα να μάθω) και η άλλη από το 2011 συν κάτι προσαυξήσεις.

Η επίσκεψή μου στην Α΄ΔΟΥ Αθηνών, όπου διαμαρτυρήθηκα γιατί μου χρεώνουν προσαυξήσεις χωρίς να με έχουν ειδοποιήσει νωρίτερα, είχε επιτυχία ανάλογη με την επιχείρηση του Χίτλερ στις Αρδέννες το 1945. Το μεσημέρι, όταν πλήρωνα την οφειλή (με τις προσαυξήσεις και την ακούσια συνδρομή της μάνας μου) συνειδητοποίησα ότι ούτε φέτος θα πάω στην Αμοργό (αρχίζω να σκέφτομαι ότι ο Ραν Ταν Πλαν ίσως είναι παρεξηγημένος χαρακτήρας).

«Τι να γίνει» είπαμε με τη Φωτεινή και αποφασίσαμε ότι οι διακοπές από low budget θα πρέπει να γίνουν διακοπές ultra low budget. Δηλαδή να πάμε στο πατρικό μου στ' Αμπελάκια Θεσσαλίας. «Δεν θα είναι και τόσο άσχημα» σκέφτηκα, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου να ξεχάσει το μαγευτικό Αιγαίο και να σκεφτεί τις μαγευτικές παραλίες της Θεσσαλίας. Ναι, το ξέρω ότι τώρα γελάτε ειρωνικά, αλλά η Θεσσαλία έχει όντως μαγευτικές παραλίες. Τον κοσμοπολίτικο Πλαταμώνα (μπορεί να είναι και στην Ημαθία αλλά δεν πειράζει), τη γοητευτική Πλατιά Άμμο, τη θεϊκή Κουτσουπιά, την ασυναγώνιστη Βελίκα, τη «χρυσή» παραλία του Αγιόκαμπου και πολλές ακόμη. Ναι, κοροϊδέψτε όσο θέλετε για τις παραλίες της Θεσσαλίας, αλλά εγώ ξέρω την αλήθεια και άμα δεν με πιστεύετε, καλύτερα για μένα που θα τις απολαμβάνω μόνος μου και τα επόμενα χρόνια.

Αυτό ήταν το τρίτο ηλεκτροσόκ. «Φίλε, ξέχνα το το Αιγαίο τα επόμενα χρόνια», μου ψιθύρισε ο εαυτός μου κι εγώ τον κοίταξα αρχικά με το ηλίθιο και απορημένο ύφος του Ραν Ταν Πλαν και στη συνέχεια, όταν συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο, με το γεμάτο μίσος ύφος που έχει ο Τζόε Ντάλτον όταν αντικρίζει τον Ραν Ταν Πλαν. Ναι, θα πρέπει να το ξεχάσω το Αιγαίο τα επόμενα χρόνια. Με τις τιμές που χρεώνουν οι ακτοπλοϊκές εταιρείες και τις τιμές των ενοικιαζόμενων εκεί που είναι δεν θα μπορέσω να ξαναπάω στο Αιγαίο σύντομα και, δεν θέλω να σας την σπάσω, αλλά μάλλον το ίδιο ισχύει και για τους περισσότερους που έχουν μισθό παραπλήσιο με τον δικό μου. Τι κάνουν οι 1,3 εκατομμύρια άνεργοι (στη συντριπτική τους πλειοψηφία από τον ιδιωτικό τομέα, να μην ξεχνιόμαστε) δεν θέλω ούτε καν να το σκέφτομαι. Η λύση των διακοπών σε σπίτια φίλων ή του ελεύθερου κάμπινγκ (είπαμε, είμαι ακόμη στο άνθος της ηλικίας μου) υπάρχει πάντα, αλλά δεν πετυχαίνει κάθε καλοκαίρι. Άσε που οι φίλοι μου δεν ξεπερνάνε τους δέκα και δεν τους βλέπω να αυξάνονται.

Για τους αναγνώστες που επιμένουν να διαβάζουν ολόκληρο ένα άρθρο ή ένα βιβλίο ακόμη και αν είναι βαρετό (προσωπικά δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία, αν ένα βιβλίο δεν μου αρέσει στις πρώτες 100 σελίδες το παρατάω π.χ. «Το Μαγικό Βουνό», ενώ για τον θεϊκό Ντοστογιέφσκι έχω ανακαλύψει το τρικ να πηδάω τη μέση), ορίστε και μερικές σκόρπιες σκέψεις.

Η Ελλάδα, παρά τις ηρωικές μας προσπάθειες να την καταστρέψουμε, παραμένει πολύ ωραία χώρα, τόσο τα νησιά της, όσο και τα ηπειρωτικά της τμήματα. Μπορεί να είναι παράνομο να στήσεις τη σκηνούλα σου κάτω από τ' αυθαίρετα των 200 τετραγωνικών που έχουν ξεφυτρώσει στις περισσότερες παραλίες μας, αλλά με λίγη τύχη πάντα θα βρεθεί μια αμμουδιά. Δεν είμαι ειδικός στα περί της ανάπτυξης, αλλά η προοπτική να γίνουμε η Φλόριντα της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια δεν μου φαίνεται και πολύ άσχημη, τουναντίον. Βέβαια, στη διαδρομή θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι τουρίστες, αν έρθουν, θα έρθουν όχι για να δουν τις φάτσες μας, αλλά για τις φυσικές ομορφιές της Ελλάδας, τα δάση και τις παραλίες της, τα όμορφα βουνά της, τα όμορφα χωριά της (από πόλεις δεν μου 'ρχεται καμία αλλά ίσως είμαι μίζερος άνθρωπος) και τους αρχαιολογικούς της χώρους, αν είναι ανοιχτοί (πω-πω μιζέρια). Και πολλοί από τους ξένους ίσως να' αποφασίσουν να περνούν και μερικούς μήνες στην Ελλάδα όταν βγουν στη σύνταξη.

Πηγαίνοντας στο σπίτι του μακαρίτη του πατέρα μου, πρώτη φορά αισθάνθηκα οικεία. «Μεγαλώνεις», μου είπε ο εαυτός μου. «Γιατί;» Γιατί όταν ήσουν πιο μικρός ήθελες να φύγεις από το σπίτι του πατέρα σου, τώρα σου αρέσει ε;» «Ρε δε μας παρατάς, εγώ είμαι στο άνθος της ηλικίας μου», του απάντησα κακιασμένα και δεν του ξαναμίλησα για το υπόλοιπο της ημέρας (το πρόβλημα είναι βέβαια όταν επιμένει να σου μιλάει αυτός κι ας μην του απαντάς).

Και ένα τελευταίο. Μιλώντας με ηλικιωμένο πλέον φίλο μου, κεντρώο και ακέραιο άνθρωπο σε ολόκληρη τη ζωή του ακόμη και σε εποχές πολύ πιο δύσκολες από τη σημερινή, έμεινα άναυδος όταν κατάλαβα ότι όχι μόνο αποδεχόταν τη ρητορική της Χρυσής Αυγής, αλλά μερικές φορές τη δικαιολογούσε κιόλας. «Αν ακόμη και άνθρωποι που ήταν καλοί και δημοκράτες σε ολόκληρη τη ζωή τους αρχίζουν να δικαιολογούν τη Χρυσή Αυγή, τότε τη γαμήσαμε», μου είπε ο εαυτός μου. «Μπορεί. Θα δούμε», του απάντησα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ