Πολιτικη & Οικονομια

Κλιματική αλλαγή: Καύματα και οικολόγοι

Έχουμε πιστέψει ότι κρατάμε, σαν τον Δία, τον κεραυνό στα χέρια μας

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 798
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κλιματική αλλαγή
© Pete Linforth / Pixabay

Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για την κλιματική αλλαγή, τις επιπτώσεις της και την πολυπλοκότητα της οικολογίας.

H κλιματική αλλαγή είναι μια πραγματικότητα: όλα αλλάζουν· η επίδραση που έχουν 7,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη, μαζί με τις πυρετώδεις δραστηριότητές τους δεν θα μπορούσε παρά να εκτείνεται και στο κλίμα. Όμως, βρισκόμαστε μακριά από τη Συντέλεια: έχουμε την τάση να βλέπουμε με τρόμο το παρόν και ιδιαίτερα το μέλλον ― εξαιτίας της άγνοιας της ιστορίας και προπάντων εξαιτίας μιας πρόσληψης για τον κόσμο, κέντρο του οποίου θεωρούμε τον εαυτό μας. Πρόκειται για μια αρχαία πλάνη της λογικής η οποία επιδεινώνεται από τη σημερινή ιδεολογία του #MeMyself και του #AllAboutMe: είναι τέτοιος ο ναρκισσισμός του σύγχρονου ανθρώπου ώστε πιστεύει ότι θα είναι η έσχατη γενιά επί της γης. Après moi, le déluge.

Φέτος το καλοκαίρι, τα λεγόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα ήταν πράγματι ακραία χωρίς ωστόσο να είναι πρωτοφανή. Δεν μπορώ να μιλήσω ως περιβαλλοντολόγος ―δεν έχω ιδέα― μπορώ όμως να μιλήσω ως ιστορικός ―έχω κάποια ιδέα― και ως άνθρωπος που έχει ζήσει δεκάδες κυνικά καύματα, κάμποσες περιόδους κατακλυσμιαίων βροχών, πυρκαγιών και πολικού ψύχους. Από τη ζωή μου δεν έχουν λείψει ούτε οι σεισμοί, ούτε οι τυφώνες. Ένα καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη, όταν το θερμόμετρο ξεπέρασε τους 40 βαθμούς, μερικοί Νεοϋρκέζοι παραφρόνησαν: στο Κόνι Άιλαντ κάποιος δάγκωσε έναν αστυνομικό· ένας άλλος γδύθηκε, βούτηξε στο συντριβάνι του  Φλάσινγκ και κολύμπησε πρόσθιο και πεταλούδα. Mέσα στον πυρετό του Ιουλίου ελήφθησαν αρκετές λανθασμένες αποφάσεις και διαπράχθηκαν αρκετές λανθασμένες πράξεις: χρειάστηκαν πολλοί χειμώνες για να διορθωθούν τα σφάλματα του καύσωνα.

Είμαστε φιλοξενούμενοι πάνω στη γη και δεν είναι ολόκληρη η επιφάνειά της κατάλληλη για μας: δεν μπορούμε να ζήσουμε καταμεσής στους ωκεανούς, ούτε στις ερήμους, ούτε στις στέπες, ούτε στην τούνδρα, ούτε ανάμεσα σε παγόβουνα. Στην πραγματικότητα, από τον Τροπικό του Καρκίνου μέχρι τον Τροπικό του Αιγόκερω, το κλίμα δυσκολεύει την ανθρώπινη ζωή, παρότι σε αυτή την τεράστια γήινη έκταση υπάρχουν πολλές διαφορές που οφείλονται στην εγγύτητα με τη θάλασσα (στο νερό γενικά), στο υψόμετρο, στη βλάστηση κλπ. Πρέπει να καταλάβουμε ότι μια σπάνια συγκυρία, η σύμπτωση χιλιάδων παραγόντων, προκάλεσε την εμφάνισή μας σ’ αυτόν τον μικρό πλανήτη και ότι δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να συμπεριφέρεται με ιδανικό τρόπο για την ευημερία μας. Όντως, δεν συμπεριφέρεται: το 1540 ο καύσωνας διήρκεσε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη έντεκα ολόκληρους μήνες· τον Ιούλιο του 1757 σημειώθηκε το θερμότερο καλοκαίρι που θυμούνταν οι Ευρωπαίοι του 18ου αιώνα· τον Αύγουστο του 1896, στη Βόρεια Αμερική, 1.500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στον καύσωνα. Πριν από την τεχνολογία που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα, όταν η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 35 βαθμούς γινόταν βιοφθόρα στα περισσότερα μέρη του κόσμου· ιδιαίτερα όταν συνδυαζόταν με υγρασία στην ατμόσφαιρα. Για παράδειγμα, το 1900, ο συνδυασμός ζέστης και υγρασίας έγινε φονικός στο Μπουένος Άιρες και στο Ροζάριο της Αργεντινής όπου καμιά πεντακοσαριά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Λένε ότι το 1900 η «αίσθηση» του καύσωνα ήταν 49 βαθμοί. 

Από την αρχή του 20ού αιώνα, αρχίσαμε να κρατάμε αρχεία θερμοκρασίας και καιρικών φαινομένων, ενώ παραλλήλως αναπτύχθηκε η μετεωρολογία. Αν μελετήσουμε αυτά τα αρχεία θα δούμε ότι κάθε χρόνο, κάπου στη γη, ή ταυτοχρόνως σε πολλά μέρη της γης, σημειώνονταν είτε υπερβολικές θερμοκρασίες, είτε θερμοκρασίες «παράλογες». Λόγου χάρη, το 1901, στις ανατολικές ΗΠΑ, η ζέστη ξεκίνησε τον Ιούνιο και παρατάθηκε επί τόσους μήνες ώστε είχε αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς. Δέκα χρόνια αργότερα επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Το 1913 συνέβη κάτι θεότρελο: ο υδράργυρος στην έρημο της Καλιφόρνιας έφτασε τους 57 βαθμούς επαληθεύοντας το όνομα Death Valley ― είκοσι χρόνια αργότερα, η μεγάλη ξηρασία συνέπεσε με την οικονομική ύφεση και προκάλεσε την εσωτερική μετανάστευση στην Καλιφόρνια δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της Οκλαχόμα και άλλων πληγεισών πολιτειών. Από το 1952 μέχρι το 1955, διαδοχικά κύματα καύσωνα έπληξαν το Ιλινόι: 47 βαθμοί. Την ίδια εποχή, στη Ρουμανία, ενώ είχε μπει το φθινόπωρο, η θερμοκρασία έφτανε τους 39 βαθμούς. Down under, η κατάσταση ήταν πάντοτε επεισοδιακή από την άποψη των ακραίων θερμοκρασιών: το 1960, στην outback της Αυστραλίας, το θερμόμετρο έδειξε 50,7 βαθμούς.   

Το ερώτημα είναι αν οι καύσωνες γίνονται όλο και συχνότεροι. Η απάντηση που παίρνουμε από την παρατήρηση και τις μετρήσεις είναι ναι. Εκτός αυτού, στον 21ο αιώνα, φαίνεται ότι ανεξαρτητοποιούνται περισσότερο από τη γεωγραφική θέση· ακόμα και σε περιοχές μακριά από τον Ισημερινό παρουσιάζονται υψηλότερες θερμοκρασίες κατά έναν ή δύο βαθμούς. Αυτή η φαινομενικά μικρή αύξηση κάνει τη διαφορά ― για παράδειγμα, από τους 36 βαθμούς στους 38 βαθμούς πραγματοποιείται τρόπον τινά ένα ποιοτικό άλμα το οποίο ευνοούν, όπως είπα, παράγοντες υγρασίας ή προϋπάρχουσας ξηρασίας. 

Η τεχνολογία και γενικότερα η οργάνωση μας βοηθούν να καθιστούμε σχετικά αβλαβείς καύσωνες που κάποτε απειλούσαν την ανθρώπινη ζωή. Αλλά, και πάλι, ο καιρός ―που στους περασμένους αιώνες ήταν απρόβλεπτος και καταστροφικός― αναδεικνύει τις κοινωνικές μας ανισότητες: οι καύσωνες είναι περισσότερο φονικοί για τους φτωχότερους και τους πιο ευάλωτους. Το 1995, κατά τη διάρκεια του καύσωνα των μεσοδυτικών πολιτειών, έχασαν τη ζωή τους 778 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονταν από τις φτωχογειτονιές του νότιου Σικάγου.

Θέλω να πω ότι, όπως σε όλους τους τομείς της ζωής, μερικά πράγματα χειροτερεύουν στο πέρασμα του χρόνου ―το κλίμα απ’ ό,τι φαίνεται είναι από αυτά― ενώ άλλα βελτιώνονται: για παράδειγμα, η τεχνολογία και η οργάνωση που προανέφερα. Τον παλιό καιρό, θερμοκρασία 35 βαθμών αρκούσε να παραλύσει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ―συνέβη στη Βρετανία το καλοκαίρι του 1906― ενώ, από την άλλη πλευρά, στα κύματα ψύχους οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να προστατευτούν. Η ανθρωπότητα έχει πικρή εμπειρία τόσο από ακραία υψηλές θερμοκρασίες, όσο κι από χαμηλές: πριν από αυτό που ονομάζουμε σήμερα υπερθέρμανση, επικράτησε μια μακρά εποχή, πιθανότατα από το 1300 μέχρι το 1850 περίπου, όπου η θερμοκρασία μειωνόταν κατά κύματα ― πολλοί έκαναν λόγο για καινούργια εποχή των παγετώνων. Ο όρος δεν είναι ακριβής, αλλά, όντως, σε πολλά μέρη του κόσμου, χειμώνες και καλοκαίρια έγιναν ψυχρότερα. Σήμερα αποδίδουμε αυτή την πτώση της θερμοκρασίας σε πλήθος γεωφυσικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων στην παροδική, κυκλική, εξασθένιση της ηλιακής ακτινοβολίας, στην έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα, καθώς και στη μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού λόγω των επιδημιών, της μεγάλης βρεφικής θνησιμότητας και των πολέμων. 

Το ζήτημα του κλίματος είναι απείρως πιο περίπλοκο· χρειάζεται περισσότερη ιστορική γνώση και κοινωνική εμβάθυνση για να δούμε πως θα αποφευχθούν οι δυνάμει τρομερές επιπτώσεις της κλιματικής απορρύθμισης

Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως τα οικολογικά κόμματα έχουν δίκιο. Πράγματι, η κλιματική αλλαγή και η ρύπανση είναι τεράστια προβλήματα και πιθανώς σχετίζονται μεταξύ τους: μόνο πολιτικοί με δόση τρέλας ―Ντόναλντ Τραμπ, Μπολσονάρου― δεν τα αναγνωρίζουν. Η αιτία αυτής της τυφλότητας πρέπει να αποδοθεί στη βαθιά τους άγνοια και στην επιθυμία τους να μην αλλάξει τίποτα στον τρόπο της ζωής των ψηφοφόρων και των χρηματοδοτών τους· να μην τους ζητηθεί, για παράδειγμα, να προσαρμόσουν τον τρόπο κατανάλωσης, κίνησης, πολιτικής συμπεριφοράς, στις καταστάσεις που απειλούν το περιβάλλον ― δηλαδή όλους μας και ιδιαίτερα τις επερχόμενες γενιές. Η τυφλότητα είναι ο ένας πόλος του προβλήματος· ο άλλος πόλος είναι οι έμμονες ιδέες και η πολιτική εκμετάλλευση του κλίματος. Οι οικολόγοι που τοποθετούνται στον χώρο της άκρας αριστεράς χρησιμοποιούν συνθήματα καταστροφολογίας υπεραπλουστεύοντας τα φαινόμενα και δείχνοντας σταθερά ως ένοχο τον καπιταλισμό. Δεν έχω αντίρρηση· όμως, το ζήτημα του κλίματος είναι απείρως πιο περίπλοκο· χρειάζεται περισσότερη ιστορική γνώση και κοινωνική εμβάθυνση για να δούμε τι πρέπει να κάνουμε ώστε να αποφευχθούν οι δυνάμει τρομερές επιπτώσεις της κλιματικής απορρύθμισης: η ερημοποίηση ακόμα πιο εκτεταμένων γεωγραφικών ζωνών, η υπερσυγκέντρωση πληθυσμών στις πρώην εύκρατες ζώνες, η πληθυσμιακή και παραγωγική ανισορροπία. Συχνά, οι οικολόγοι δεν προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις, ούτε θίγουν ζητήματα-ταμπού όπως είναι ο υπερπληθυσμός: απλώς, ζητούν ανατροπή του συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης, τουτέστιν το τέλος του καπιταλισμού, διεκδικώντας υπο-ανάπτυξη και αποβιομηχανοποίηση. Το αίτημα, εκτός του ότι είναι υπερβολικά αόριστο και υπερβολικά φιλόδοξο, δεν λέει τίποτα στην πράξη• οξύνει τα πνεύματα, αναμοχλεύει τη λαϊκή οργή, αλλά δεν συνεπάγεται συγκεκριμένη στρατηγική και τακτική. Πρόκειται απλώς για μια ιδεολογική επίθεση στην εκβιομηχάνιση και γενικότερα στη νεωτερικότητα. Κάποτε, στην Ιρλανδία, οι Καθολικοί έριξαν το φταίξιμο για την κακοκαιρία στους Προτεστάντες· σήμερα το ρίχνουμε στο Κεφάλαιο. Τούτου λεχθέντος, αναμφίβολα οι ανεπτυγμένες χώρες επιβαρύνουν το περιβάλλον με εκπομπές CO2 πολύ περισσότερο από τις υπανάπτυκτες: η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι εξαιρετικά ρυπογόνες. Αλλά το κλίμα της γης δεν είναι άμεση συνάρτηση της ανθρώπινης παρουσίας. Πράγμα που με ξαναφέρνει στην αρχή και στο πρόβλημα της αυταρέσκειάς μας: έχουμε πιστέψει ότι κρατάμε, σαν τον Δία, τον κεραυνό στα χέρια μας• ότι η επίδρασή μας στο σύμπαν ξεπερνά εκείνη των μεταβολών στην τροχιά της γης, των μεταβολών στα ωκεάνια ρεύματα και στην ηλιακή ακτινοβολία.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ