Πολιτικη & Οικονομια

Οι περιπέτειες και η ανασύσταση της μεσαίας τάξης

Με αφορμή το βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου

Ευάγγελος Βενιζέλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος γράφει για το βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου «Περιπέτειες της μεσαίας τάξης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

Μετά από τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης και τη δοκιμασία της πανδημίας το κεντρικό  πρόβλημα είναι οι αντοχές, οι φοβίες και τα όρια συμπεριφοράς της κοινωνίας. Προφανώς πουθενά  δεν υπάρχει μία «συμπαγής κοινωνία», υπάρχουν παντού περισσότερες «κοινωνίες», περισσότερες εκδοχές ή αναγνώσεις της κοινωνίας. Η μεσαία τάξη, όπως και εάν την ορίσει κανείς, είναι αυτή που ενοποιεί και συνθέτει την κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή η μεσαία τάξη είναι συνώνυμη της «μεσαίας κατάστασης», του κοινού παρονομαστή, ενός κοινωνικού συμβολαίου που αγωνίζεται να προσαρμοστεί και να διατηρηθεί σε ισχύ.

Το βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου «Οι περιπέτειες της μεσαίας τάξης» που κυκλοφόρησε πριν μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Επίκεντρο, έρχεται συνεπώς να αναμετρηθεί με το υπαρξιακό κοινωνικό, πολιτικό, αξιακό και αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας αλλά και της Ευρώπης συνολικά. Η έκδοσή του μας παρηγορεί διανοητικά. Μας κάνει να ελπίσουμε ότι μπορεί να κατανοήσουμε αυτό που (μας) συμβαίνει. Θέτει όλα τα κρίσιμα ερωτήματα με την επιστημολογική βεβαιότητα ότι ο ανθρώπινος νους μπορεί να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που θέτει. Κυρίως όμως, ακριβώς λόγω της υψηλής επιστημονικής του ποιότητας, προκαλεί ή αναζωπυρώνει σκέψεις. Τέτοιες σκέψεις θα ήθελα να προτάξω πριν επανέλθω στο βιβλίο καθώς αυτό που κατεξοχήν τιμά κάθε βιβλίο είναι ο διάλογος μαζί του.

Ως «μεσαία» η μεσαία τάξη είναι πάντα τόσο απτή όσο και απροσδιόριστη. Είναι πάντα αμφίθυμη. Αναγνωρίζει την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, για συμμετοχή στις νέες τεχνολογικές και αναπτυξιακές προκλήσεις. Ταυτοχρόνως είναι επιφυλακτική απέναντι σε κάθε αλλαγή. Η «μεσαία» θέση της την εγκλωβίζει μεταξύ ενός συχνά φαινομενικού ριζοσπαστισμού και ενός ενδιάθετου συντηρητισμού. Η «μεσαία κατάσταση» δεν μπορεί να αποφασίσει οριστικά αν είναι ή δεν είναι αυτό που θέλει. Αν αναζητά ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ή την ανανέωση του παλιού. Η θεμελιώδης αγωνία της είναι αν η πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, είναι συμπεριληπτική, αν προβλέπει κάποια θέση και για αυτή. Δεν θέλει να (ξανά) ζήσει την αίσθηση της έκπτωσης από τον μικρομεσαίο παράδεισο της Μεταπολίτευσης. Δεν θέλει να της (ξανά) πουν ότι δάγκωσε τον απαγορευμένο καρπό του ανεξέλεγκτου ιδιωτικού και δημοσίου δανεισμού.

Η μεσαία τάξη ισορροπεί ανάμεσα στο πολιτικά «προοδευτικό» που έχει καταστεί πλέον βαθιά συντηρητικό και το πολιτικά «συντηρητικό» που είναι έτοιμο να δράσει χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και να διεκδικήσει τον ρόλο του πραγματιστικού.

Η μεσαία τάξη αγωνίζεται να επιβιώσει οικονομικά αλλά και κοινωνιολογικά επινοώντας διαρκώς νέα στοιχεία αυτοσυνειδησίας. Προσπαθώντας να υπερβεί μια κυλιόμενη κρίση ταυτότητας. Το ατομικό και οικογενειακό εισόδημά της μπορεί να μειώνεται αλλά το μορφωτικό της επίπεδο να ανυψώνεται. Η σχέση της με το κράτος και τις προσόδους που συνδέονται με αυτό μπορεί να κλονίζεται, αλλά ο ρόλος της σε μια κοινωνία των πολιτών που συγκροτείται ψηφιακά, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να γίνεται πολύ ισχυρός. Ο πολιτικά και κομματικά συμβατικός λόγος που συγκροτούσε το αφήγημά της μπορεί έχει γίνει παρωχημένος, αλλά δίνει τώρα τη θέση του σε μια νέο-γιακωβίνικη χρήση του «πολιτικά ορθού».

Συνεπώς, η μεσαία τάξη δεν ορίζεται μόνο με κριτήριο το εισόδημα, την περιουσία ή την περιβόητη παραγωγική της θέση, αλλά με κριτήρια μορφωτικά, αισθητικά, νοοτροπιακά. Ορίζεται ως δέσμη συνηθειών και πρακτικών, ως τρόπος οικογενειακής ζωής, ως σύνθετο και εν πολλοίς αντιφατικό status.

Η μεσαία τάξη δεν έχει προφανώς ενιαίες πολιτικές και εκλογικές επιλογές, αλλά συνιστά τη μεγαλύτερη εκλογική δεξαμενή, χωρίς προφανώς να υποβαθμίζονται οι επιμέρους διαστρωματώσεις με βάση το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, το εισόδημα. Πλήθος ορθολογικών ή μη ορθολογικών παραμέτρων τοποθετούν πολιτικά τα μέλη της μεσαίας τάξης σε διαφορετικά σημεία του άξονα «αριστερά - δεξιά» για όση σημασία αυτός εξακολουθεί να έχει, και του άξονα «πολιτική ηθική της ευθύνης - πολιτική ηθική της πεποίθησης» που έχει τώρα πολύ μεγαλύτερη σημασία. Ίσως με τον τρόπο αυτό γίνεται πιο εύκολα κατανοητή η κατανομή της μεσαίας τάξης στον άξονα «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» ή στον άξονα «εμβολιαστική διαθεσιμότητα - αντιεμβολιαστικό κίνημα».

Άλλωστε, ενώ παραδοσιακά η μεσαία τάξη ήταν πεδίο μελέτης οικονομικής, κοινωνιολογικής ή εκλογομετρικής, κατέστη σταδιακά πεδίο μελέτης αισθητικής και επικοινωνιακής, πριν περάσει σε μεγάλο βαθμό στη δικαιοδοσία της κοινωνικής ψυχολογίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας.

Με την πανδημία το ανθρωπολογικό στοιχείο κατέλαβε κυρίαρχη θέση. Η κοινωνία της διακινδύνευσης είναι μια κοινωνία που θέτει διαρκώς υπό δοκιμασία, με διάφορους τρόπους, τον κορμό της, δηλαδή τη μεσαία τάξη. Τώρα πλέον και ενόψει της επανόδου στη λεγόμενη κανονικότητα, η ανασύσταση της μεσαίας τάξης δεν είναι προϋπόθεση για την εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, αλλά είναι αυτό καθεαυτό το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης.

Η μεσαία τάξη, όπως και αν την ορίσει κανείς, εξακολουθεί, παρά τις πιέσεις και τις αλλοιώσεις, να υπάρχει ως κορμός και συγκολλητική ουσία της κοινωνίας. Έχει όμως καταστεί περισσότερο απροσδιόριστη και αντιφατική. Για να χρησιμοποιήσω κάποιους παλαιότερους φιλοσοφικούς όρους, των παλιών καλών στρουκτουραλιστών, η μεσαία τάξη είναι «ενύπαρκτη αλλά απούσα».

Το θεμελιώδες ερώτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι το αν και πώς η μεσαία τάξη μπορεί να λειτουργήσει όχι ως ανάμνηση μίας προηγούμενης κατάστασής της, ούτε ως σπασμωδική αντίδραση προ του κινδύνου της έκπτωσής της, αλλά ως βάση για την ανάταξη της κοινωνίας και της οικονομίας συνολικά.

Μιλάμε, άρα, για να χρησιμοποιήσω τώρα πιο συμβατικούς όρους, για μία μεσαία τάξη που διακρίνεται σε τουλάχιστον δύο μεγάλες υποκατηγορίες, την παραδοσιακή όψη της (μικρή και πολύ μικρή επιχειρηματικότητα, αυτοαπασχόληση, τα λεγόμενα ελεύθερα επαγγέλματα κ.ο.κ ), αλλά και μία μετανεωτερική όψη της, η οποία πέρα από τους ασχολούμενους με νέες μορφές μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας στο πεδίο κυρίως της ψηφιακής οικονομίας και των υπηρεσιών, περιλαμβάνει ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Κοινωνικά και τους αντίστοιχους συνταξιούχους με τις οικογένειές τους.

Το πιο κρίσιμο ερώτημα είναι, κατά τη γνώμη μου, εάν μπορεί να υπάρχει η μεσαία τάξη χωρίς επαρκή, κατά τις συνήθειές της, εισοδήματα. Χωρίς επαρκές αίσθημα ασφάλειας ως προς το πλαίσιο της ζωής της. Η μεσαία τάξη, άλλωστε, είναι το συνώνυμο της κοινωνικής συνοχής, όχι μόνο της κοινωνικής κινητικότητας. Μία μεσαία τάξη που νιώθει ασφαλής είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Δεν έχουμε προφανώς ξεχάσει ποτέ την εμπειρία του Μεσοπολέμου, δηλαδή τη ριζοσπαστικοποίηση του φοβισμένου μικροαστού ως μήτρα του φασισμού και του ναζισμού.

Υπάρχει πάντως και κάτι πραγματικά αισιόδοξο: Η μεσαία τάξη περιλαμβάνει και το προνομιακό κοινωνικό ακροατήριο των μεταρρυθμιστικών πολιτικών, είναι η στέγη πολλών δημιουργικών, φιλοπρόοδων και προοδευτικών πολιτών που αντιλαμβάνονται ότι έχουν συμφέρον να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές.

Η μεσαία τάξη είναι η κιβωτός της λογιοσύνης, είναι ο κοινωνικός χώρος που διαθέτει, συντηρεί και αναπαράγει το μεγαλύτερο διανοητικό κεφάλαιο, αυτή που συνδέεται, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα, με τον πολιτισμό, με τη δημιουργία, με την ακαδημαϊκή και ερευνητική δραστηριότητα, με την αναζήτηση της καινοτομίας, δηλαδή με τα μεγάλα μέτωπα της εποχής μας.

Εξίσου κρίσιμο είναι το ερώτημα για τη σχέση μεσαίας τάξης και «πολιτικού κέντρου». Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας που είχε οργανώσει το 2018 ο Κύκλος Ιδεών σε συνεργασία με την Metron Analysis, η μεσαία τάξη πρέπει να διακριθεί εσωτερικά σε ένα  «ανώτερο» στρώμα που αυτοτοποθετείται στο κέντρο, και σε ένα πολυπληθές  «μικρομεσαίο» στρώμα που τοποθετείται στην κεντροαριστερά.

Παρότι καταγράφονται εμφανείς διαφοροποιήσεις μεταξύ της «παραδοσιακής» και της «νέας» μεσαίας τάξης, ή μεταξύ των αυτοαπασχολουμένων και των μικρών εργοδοτών αφενός και των μισθωτών αφετέρου, ή μεταξύ αυτών που έχουν μεσαίο εισοδηματικό επίπεδο και ανώτατη μόρφωση, και αυτών που έχουν χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο και ανώτερη ή μεσαία μόρφωση η σχέση, συνολικά, της μεσαίας τάξης με το πολιτικό κέντρο είναι καθοριστική για το εθνικό αφήγημα της ανασυγκρότησης του τόπου, για την απόκτηση της πολιτικής ηγεμονίας.

Τώρα πια η ελληνική βιβλιογραφία διαθέτει το magnum opus σχετικά με τη μεσαία τάξη, τις όψεις, τις εκδοχές, τις εκφορές, τις αντιφάσεις, τις διαστρωματώσεις, τις αισθητικές ταυτότητες, τους φόβους και τις προσδοκίες της.

Οι σκέψεις που προηγήθηκαν τέθηκαν υπό συζήτηση, πριν την πανδημία, σε δύο συνέδρια του Κύκλου Ιδεών, το 2018 και το 2019, που προσπάθησαν να αναδείξουν το ζήτημα που λέγεται «μεσαία τάξη» ως κεντρικό για την κατανόηση της ελληνικής κοινωνίας αλλά και για την αποτελεσματική σχεδίαση και εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης. Η εμπειρία της πανδημίας κατέστησε τα πάντα πιο έντονα και πιο επιτακτικά. Και στα δύο αυτά συνέδρια ο Παναγής Παναγιωτόπουλος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο ως συντονιστής και εισηγητής. Θέλω να πιστεύω ότι η συμμετοχή του αυτή λειτούργησε ως ένα από τα πολλά κίνητρα που τον ώθησαν στη μεγάλη σύνθεσή του.

Τώρα πια η ελληνική βιβλιογραφία διαθέτει το magnum opus σχετικά με τη μεσαία τάξη, τις όψεις, τις εκδοχές, τις εκφορές, τις αντιφάσεις, τις διαστρωματώσεις, τις αισθητικές ταυτότητες, τους φόβους και τις προσδοκίες της. Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι εννοιολογικά ευρηματικός και καταιγιστικός, ερευνητικά απροκατάληπτος και πολυσυλλεκτικός και αφηγηματικά γοητευτικός. Μας έδωσε ένα βιβλίο αναφοράς για τη μεσαία τάξη, συνεπώς για την ελληνική κοινωνία συνολικά, μετά τη διπλή κρίση των τελευταίων δώδεκα ετών, οικονομική και πανδημική.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος ερευνά, αναλύει και συνθέτει χωρίς να εγκλωβίζεται σε στερεότυπα. Αντλεί από κάθε δυνατή πηγή. Μετατρέπει σε τέχνη τη συγκέντρωση και αξιολόγηση του υλικού του. Είναι προφανές ότι αγαπά το θέμα του και για τον λόγο αυτό «παίζει» με τον εύπλαστο, ευμετάβλητο και εύθραυστο χαρακτήρα της ελληνικής μεσαίας τάξης. Δεν την αντιμετωπίζει ως εθνική παθογένεια ή ιδιομορφία, αλλά την τοποθετεί στα ευρωπαϊκά και διεθνή συμφραζόμενά της που παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες με την ελληνική περίπτωση. Αν μπορούσα να κάνω μια θεολογική παρομοίωση, θα έλεγα ότι ο Παναγής Παναγιωτόπουλος εκφωνεί τους χαιρετισμούς της μεσαίας τάξης και την καλεί να αντιληφθεί, να προστατεύσει και να υπερβεί τον εαυτό της.-