Πολιτικη & Οικονομια

Πόση πολιτική αντέχει το σινεμά;

Το Χόλιγουντ όχι απλώς υποστήριξε θέσεις υπέρ της πολιτικής ορθότητας, αλλά έφτασε να γίνει ο κύριος εκφραστής της

Σοφία Καλαμαντή
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σοφία Καλαμαντή σχολιάζει την πολιτική ορθότητα στον κινηματογράφο, με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του Ζακ Σνάιντερ, και τη στάση του Χόλιγουντ.

«Δεν έχω δεξιά πολιτική ατζέντα, οι άνθρωποι βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν στις ταινίες μου», δήλωσε πριν λίγες μέρες ο Ζακ Σνάιντερ, σκηνοθέτης του Χόλιγουντ
υπεύθυνος για ταινίες όπως οι «300». Τον τελευταίο καιρό, ο Σνάιντερ έχει αναλάβει το σκηνοθετικό τιμόνι ταινιών που συναποτελούν το κινηματογραφικό σύμπαν των υπερηρώων της DC. Ο διάσημος σκηνοθέτης, σε συνέντευξή του στον Guardian, έσπευσε να διαλύσει θεωρίες που είχαν ανακύψει στο διαδίκτυο και υποστήριζαν ότι στις πρόσφατες ταινίες του υποβόσκουν δεξιά, συντηρητικά μηνύματα. Ερωτηθείς μάλιστα ευθέως να ξεκαθαρίσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ο Σνάιντερ επεσήμανε πως είναι φιλελεύθερος, ψηφοφόρος του Δημοκρατικού Κόμματος και υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών και των φυλετικών μειονοτήτων.

Μπορεί μία ταινία με τον Superman να κατηγορηθεί πως προσπαθεί να περάσει υποσυνείδητα μηνύματα υπέρ του συντηρητισμού; Απ’ όσο φαίνεται, εάν ο δημιουργός της δεν έχει φροντίσει να προβεί εγκαίρως σε μία «πολιτική αυτοκάθαρση» με στεντόρεια διακήρυξη των –αναμενόμενων και κοινώς αποδεκτών- πολιτικών του φρονημάτων, τότε ναι.

Το μιντιακό τοπίο των Η.Π.Α. μεταβλήθηκε ριζικά στο διάστημα της εξωφρενικής διακυβέρνησης του Προέδρου Τραμπ. Μέσα και μιντιακά προϊόντα όλων των ειδών, εφημερίδες κύρους όπως η Washington Post, ειδησεογραφικά δίκτυα όπως το CNN, ψυχαγωγικές εκπομπές και late night shows όπως το θρυλικό Saturday Night Live, σχημάτισαν ένα ενιαίο στρατόπεδο που με κάθε ευκαιρία -και υπήρξαν πολλές- αντιμαχόταν τον Ντόναλντ Τραμπ και κάθε πολιτικό του παράγωγο. Κατάφεραν σταδιακά να δομήσουν μία ρητορική βασισμένη στον δυϊσμό «καλό εναντίον κακού», με τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους να έχουν τους αντίστοιχους ρόλους στο αφήγημα. Η εν λόγω στρατηγική υπεισήλθε και στη βιομηχανία του Χόλιγουντ, ενισχυμένη με ορμή από το εσωτερικό, λόγω σκανδάλων όπως η πολύκροτη υπόθεση του Χάρβεϊ Γουάινστιν. Η πρόθεση για αναθεώρηση των κυρίαρχων αξιών, με φίλτρο μία νέα ιεραρχική αξιολόγηση του αναδυόμενου κινήματος της πολιτικής ορθότητας, εξελίχθηκε με τον καιρό σε ισχυρό «αντιτραμπικό» όπλο, αφού αντιμαχόταν επιτυχώς κάθε πτυχή της ρητορικής του τότε Προέδρου.

Το Χόλιγουντ όχι απλώς υποστήριξε θέσεις υπέρ της πολιτικής ορθότητας, αλλά έφτασε να γίνει ο κύριος εκφραστής της. Απορροφώντας γρήγορα την ατζέντα των social justice warriors, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν χτίσει το δικό τους «άρμα» υποστηρικτών στο διαδίκτυο, τα στούντιο άρχισαν να προωθούν επίμονα θεματικές δικαιωματιστικού προσανατολισμού, που αποτέλεσαν την βασική συνταγή για οσκαρικές παραγωγές. Μόνη διαφοροποίηση, οι «διάφανες» ταινίες δράσης μηδαμινού ειδικού βάρους, προορισμένες για την έκρηξη εισιτηρίων που φέρνει το καλοκαίρι. Αποτέλεσμα: εάν κανείς εξετάσει τα κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά δημιουργήματα των μεγάλων στούντιο την τελευταία πενταετία, θα διαπιστώσει ότι στην πλειονότητά τους φέρουν ανεξίτηλο το πολιτικό και κοινωνικό αποτύπωμα της εποχής τους, με διάθεση όμως να κάνουν κήρυγμα και να «μαλώσουν», παρά να συγκινήσουν, να ψυχαγωγήσουν ή έστω να προκαλέσουν. Στις σύγχρονες σειρές του Netflix οι λευκοί πρωταγωνιστές οφείλουν να βρίσκονται συνεχώς σε θέση απολογίας απέναντι στους μαύρους ομολόγους τους, ενώ η κοπέλα-πρωταγωνίστρια στις κομεντί αντιδρά ακόμη κι αν κάποιος προσφερθεί να της ανοίξει μία πόρτα, αισθανόμενη προφανώς την κυριαρχία της να απειλείται (μία κυριαρχία τόσο εύθραυστη κατά τα φαινόμενα των σειρών, ώστε μία πόρτα αμαξιού αρκεί για να την κλονίσει).

Φτάνοντας στο σήμερα, η συγκεκριμένη τάση έχει πλέον μεταπηδήσει από την αφήγηση στο κινηματογραφικό πανί, στην επιλογή των συντελεστών μίας παραγωγής. Η επιθυμητή -και υποχρεωτική- φυλετική ποσόστωση για τη σύσταση μίας αρκούντως πολυπολιτισμικής ομάδας ανθρώπων, που θα εργαστούν για μία ταινία μπροστά και πίσω από τις κάμερες, κρέμεται ως απειλητικός πέλεκυς πάνω από το λαιμό των στούντιο. Είναι ο καθοριστικός παράγοντας που θα επιτρέψει σε ένα κινηματογραφικό προϊόν να θεωρηθεί άξιο υποψηφιοτήτων στα μεγάλα βραβεία, ανοίγοντάς του παράλληλα το δρόμο για τα εξώφυλλα των πιο «cool» lifestyle περιοδικών, όπως το Entertainment Weekly ή το Vanity Fair.

Τα φετινά Όσκαρ είχαν ενσωματώσει τις παραπάνω επιταγές περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, τόσο στις υποψηφιότητες όσο και στις βραβεύσεις και σημείωσαν πτώση στην τηλεθέαση που άγγιξε το 56% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι Χρυσές Σφαίρες δεν θα πραγματοποιηθούν το 2022, ύστερα από πιέσεις που δέχθηκε η επιτροπή του Hollywood Foreign Press Association για ριζικές μεταρρυθμίσεις, την προσθήκη μαύρων μελών και μεγαλύτερη διαφάνεια στις διαδικασίες.

Οι εσωτερικές αυτές διεργασίες λίγο φαίνεται να συγκινούν το ευρύ κοινό, που δεν αναλώνεται στον ακτιβισμό του πληκτρολογίου και για το οποίο κριτήρια μίας καλής ταινίας παραμένουν τα αυτονόητα: σενάριο, ερμηνείες, σκηνοθεσία. Το πολιτικό σινεμά ανά τις δεκαετίες έχει υπάρξει από στρατευμένο έως καταγγελτικό και από σατυρικό έως ικανό να αμφισβητήσει και τα πιο εδραιωμένα πιστεύω. Ώριμα πολιτικό είναι το έργο εκείνο το οποίο μπορεί κανείς να ξεγυμνώσει από τοπικούς και χρονικούς προσδιορισμούς και να διαπιστώσει πως το μήνυμά και η δύναμή του θα παραμείνουν αναλλοίωτα. Ο εξαναγκασμός, επί της ουσίας, του Ζακ Σνάιντερ να προχωρήσει σε «ομολογία πίστεως» υπέρ της πολιτικής ορθότητας και των Δημοκρατικών είναι κάτι που κατά πάσα πιθανότητα κανείς δεν θα θυμάται σε λίγο καιρό. Αποτελεί όμως σημαίνουσα ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο το Χόλιγουντ θέλει να προωθήσει και να αναδιαμορφώσει την πολιτική διάσταση ολόκληρης της βιομηχανίας, όπου το παιχνίδι θα παίζεται πλέον με φυλετικές ποσοστώσεις, ταμπέλες διακήρυξης συγκεκριμένων ταυτοτήτων και αυτάρεσκο διδακτισμό.  

Η εφήμερη φύση αυτών των προτεραιοτήτων, καθοδηγούμενων από σκοπιμότητες που εναλλάσσονται συνεχώς παρασκηνιακά, υποδαυλίζει την συμβολική, αφυπνιστική ισχύ της αφήγησης στον σύγχρονο εμπορικό κινηματογράφο. Το αισθητικό αποτύπωμά των σημερινών ταινιών μοιάζει όλο και πιο ξεθωριασμένο, χάνεται πίσω από την κάθε νέα κινηματική ατζέντα που επιβάλλεται. Το αφηγηματικό πλαίσιο αγωνίζεται να αφομοιώσει με ταχείς ρυθμούς τα νεοαφιχθέντα κηρύγματα, θυσιάζοντας το βάθος και την πολυεπίπεδη ανάγνωση και καταλήγει ένα ρηχό, αποστειρωμένο μανιφέστο, που μοιάζει να μην έχει καν θέση στην κινηματογραφική αίθουσα. Διότι όπως έχει πει ο αληθινά πρωτοπόρος του πολιτικού σινεμά, Κεν Λόουτς, «Μία ταινία δεν είναι ούτε πολιτικό κίνημα, ούτε κόμμα, ούτε άρθρο. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να προσθέσει τη φωνή της στην κοινωνική κατακραυγή».