Πολιτικη & Οικονομια

Αστυνομική βία και η κουλτούρα των όπλων

Η απέχθεια για την αστυνομία, διάχυτη στα φτωχά στρώματα, οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην αμοιβαία καχυποψία και στην εκφοβιστική στάση πολλών αστυνομικών.

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 782
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για το πρόβλημα της βίας της αμερικανικής αστυνομίας κατά των Αφροαμερικανών και των ισπανοφώνων και συμπεράσματα από τα στατιστικά στοιχεία.

Το πιο πρόσφατο επεισόδιο κατάχρησης αστυνομικής εξουσίας στο Κολόμπους του Οχάιο ίσως να μην είναι πια το πιο πρόσφατο όταν ολοκληρώσω τη συγγραφή αυτού του κομματιού. Υπενθυμίζω ότι ένας λευκός αστυνομικός ―οι αμερικανικές ειδησεογραφικές πηγές αναφέρουν ανυπερθέτως το χρώμα της επιδερμίδας των αστυνομικών όπως και των νεκρών που προκύπτουν από τις επεμβάσεις τους― σκότωσε 16χρονη «μαύρη». Προσθέτω ότι τα liberal ΜΜΕ αποσιωπούν ή περνούν στα ψιλά ότι η Makiyah Bryant απειλούσε με μαχαίρι δύο συνομήλικες συγκατοίκους της στο σπίτι όπου τελούσε υπό προσωρινή υιοθεσία. Η είδηση παρουσιάζεται ως εξής: «Λευκός αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε 15χρονο παιδί», η δε πολύτεκνη μητέρα του θύματος εμφανίστηκε στα ΜΜΕ θρηνώντας “my sweet baby’’, το οποίο baby είχε δώσει σε ανάδοχη οικογένεια. Toύτου λεχθέντος, ο αστυνομικός διέπραξε έγκλημα: αποστολή του ήταν να προστατέψει τα δύο κορίτσια από το μαχαίρωμα και να συλλάβει τη μικρή που βρισκόταν σε κατάσταση υστερίας ― η χρήση πυροβόλου όπλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε νόμιμη επιβολή της τάξης, ούτε βεβαίως νόμιμη άμυνα· πρέπει να κριθεί στο δικαστήριο και θα κριθεί.

Ποιο είναι επιτέλους το πρόβλημα της αμερικανικής αστυνομίας; Το πρώτο και κυριότερο είναι η εκπαίδευση περί επίδειξης εξουσίας: ο σερίφης στα χωριά της Αλαμπάμα εκπαιδεύεται, ανεπισήμως, ως «law enforcer», πιστολάς και τιμωρός αν και επισήμως το σύνθημα είναι «ευγένεια, επαγγελματισμός, σεβασμός». Όλα αυτά επαφίενται στον πατριωτισμό του καθενός. Το δεύτερο πρόβλημα είναι η οπλοφορία και η οπλοχρησία των πολιτών που προκαλεί υπαρξιακό φόβο στους αστυνομικούς: οποιαδήποτε χειρονομία ή κίνηση του σώματος μπορεί να ερμηνευτεί ως απόπειρα χρήσης όπλου ― γι’ αυτό, οι πολίτες μαθαίνουν, ή τουλάχιστον πρέπει να μαθαίνουν, να μένουν ακίνητοι μπροστά σε αστυνομικούς ώστε να μη δημιουργείται παρεξήγηση. Τέτοιες παρεξηγήσεις είναι συχνότερες στην αντιπαράθεση αστυνομικών με Αφροαμερικανούς και ισπανόφωνους εξαιτίας της προκατάληψης αλλά και πραγματικών δεδομένων ότι είναι συχνότερα οπλισμένοι και ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να μην υπακούσουν στις διαταγές «ψηλά τα χέρια» ή «τα χέρια στον τοίχο, τα πόδια ανοιχτά» για την ενδεχόμενη σωματική έρευνα. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει κίνδυνος να επιζήσει το πιο γρήγορο πιστόλι. Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι λόγω του κοινωνικού διχασμού, πολλοί Αμερικανοί έχουν πεισθεί ότι οι λευκοί αστυνομικοί ξυπνάνε το πρωί και αναφωνούν «Ποιον αράπη θα καθαρίσω σήμερα;»: είναι μια ιδέα που καλλιεργεί το αντιρατσιστικό κίνημα ενισχύοντας το μίσος. Αλλά, η ιδέα διαψεύδεται από πολλά γεγονότα: ένα από αυτά είναι ότι η αστυνομία δεν σκοτώνει γυναίκες (ακόμα κι αν είναι μαύρες) ― ο φόνος της Makiyah Bryant αποτελεί σπάνια εξαίρεση.

Η φαντασίωση περί γενοκτονικής παρόρμησης της αστυνομίας εγείρει το διαδικαστικό πρόβλημα που συνδέεται με τα προηγούμενα: οι πολίτες δεν ξέρουν ότι η συμπεριφορά έναντι της αστυνομίας είναι κωδικοποιημένη, ακριβώς για να αποφεύγονται οι στραβές. Όταν σε σταματούν εποχούμενο με το περιπολικό και βγεις από το αυτοκίνητο τίποτα δεν εγγυάται την ασφάλειά σου· πρέπει να μείνεις στη θέση σου και να δείξεις τα έγγραφα που σου ζητούν περιμένοντας καθισμένος στο τιμόνι και ακίνητος. Όταν σε σταματούν στον δρόμο και σου ζητούν ταυτότητα, πρέπει να πεις «είμαι άοπλος: η ταυτότητά μου είναι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου» ή κάτι παρόμοιο. Επίσης, συνιστάται συμμόρφωση και ευγένεια· οι τσαμπουκαλεμένοι οδηγούνται, σέρνονται, κατευθείαν στο Τμήμα και οι προοπτικές τους είναι ζοφερές. Η απέχθεια για την αστυνομία που είναι διάχυτη στα φτωχά στρώματα, στους Αφροαμερικανούς και στους Λατίνους ―αλλά όχι στα μεσοανώτερα στρώματα― οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην αμοιβαία καχυποψία και στην εκφοβιστική στάση πολλών αστυνομικών (εξαρτάται από την περιοχή της χώρας) που εκπαιδεύονται για να φαίνονται ψηλοί (ακόμα κι όταν δεν είναι) και επιβλητικοί, υποβοηθούμενοι από εξεζητημένες στολές και Ray-ban καθρέφτες μέσω των οποίων δεν μπορείς να δεις τα μάτια τους. Πρόκειται για μια διανομή ρόλων που, παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, παραμένει εξαιρετικά δύσκαμπτη.

Αυτή η απέχθεια δεν επιτρέπει αποχρώσεις και καθιστά αρκετά δύσκολο το να παίρνει κανείς υπόψη ότι οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ κάνουν μια επικίνδυνη και βρόμικη δουλειά, το ότι δεν πληρώνονται επαρκώς και το ότι, στην πλειονότητά τους, είναι χωριατόπαιδα που φοβούνται τον ίσκιο τους. Κι ότι προπάντων, όπως όλοι οι άνθρωποι, κάνουν λάθη επειδή δεν θέλουν να πεθάνουν σε μια κουλτούρα όπλων όπου ο θάνατος παραμονεύει. Το σίγουρο είναι πως δεν πρόκειται για ένα μάτσο ρατσιστές που ερωτοτροπούν με ομάδες λευκής υπεροχής και που αδειάζουν τα πιστόλια τους αφαιρώντας black lives για πλάκα. Οι περισσότερες περιπτώσεις αστυνομικής θηριωδίας οφείλονται σε κακές αποφάσεις, σε έλλειψη σωστού ενστίκτου. Αν και εξαιρέσεις υπάρχουν ―εκείνη του George Floyd πέρυσι και του Amadou Diallo to 1999 που τον πυροβόλησαν 41 φορές― η δημόσια διαμάχη για την αστυνομική βία παρουσιάζει τον κόσμο πιο βίαιο και πιο ρατσιστικό από ό,τι είναι πραγματικά.

Οι στατιστικές είναι χρήσιμες: η αστυνομία σκοτώνει πολύ περισσότερους λευκούς απ’ ό,τι μαύρους και κανείς δεν διαδηλώνει γι’ αυτούς ― περίπου 1.000 άτομα ετησίως τραυματίζονται ή χάνουν τη ζωή τους σε διαπληκτισμούς με την αστυνομία που πήγαν πολύ, πάρα πολύ στραβά. Στις συμμορίες λαθρεμπορίας ναρκωτικών και όπλων εμπλέκονται περισσότεροι μαύροι παρά λευκοί ― για διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης. Κάθε χρόνο 30.000 Αμερικανοί χάνουν τη ζωή τους από όπλα: το 65% πρόκειται για αυτοκτονίες, το 27-30% συμβαίνουν στο πλαίσιο εγκληματικών συναλλαγών, το 3% είναι δυστυχήματα και γύρω στο 1,5-2% είναι αποτέλεσμα αντιπαραθέσεων με την αστυνομία (κατά τις οποίες συμβαίνουν περισσότεροι τραυματισμοί παρά φόνοι: οι τραυματισμοί σπανίως αναφέρονται). Σε ό,τι αφορά τη φυλετική σύνθεση της αστυνομίας, σε όλες τις πολιτείες το ποσοστό μαύρων αστυνομικών ξεπερνά το ποσοστό στον γενικό πληθυσμό και ο αριθμός των μαύρων αρχηγών της αστυνομίας είναι διπλάσιος του ποσοστού των μαύρων στον γενικό πληθυσμό. Τέλος, ενδεικτικά μιλώντας, από τα 319 άτομα που δολοφονήθηκαν στη Νέα Υόρκη το 2019, τα 280 ήταν μαύροι και ισπανόφωνοι: οι 265 δολοφονήθηκαν από άτομα του ίδιου χρώματος. Γράφω τη λέξη «χρώμα» αντιλαμβανόμενη τη γελοιότητα, επειδή έτσι αναφέρονται στις στατιστικές: «μαύρος» είναι όποιος δηλώνει «μαύρος» ακόμα κι αν είναι μιγάς, πολύ μελαχρινός ή κάτι παρόμοιο. Εξάλλου, έχει ξαναέρθει στη μόδα ο χαρακτηρισμός «έγχρωμος», ένδειξη ότι οπισθοδρομούμε εύθυμα κι αμέριμνα. Εν πάση περιπτώσει, το 96% των ανθρώπων που σκότωσαν και σκοτώθηκαν με πυροβόλα όπλα στη Νέα Υόρκη ήταν έγχρωμοι· το 73,8% των θυμάτων βιασμού και το 81,3% των υπόπτων για βιασμό ήταν επίσης έγχρωμοι. Παρόμοια ποσοστά απαντούν στα θύματα ληστειών και στους υπόπτους για ληστείες, καθώς και στα θύματα ένοπλων επιθέσεων και στους υπόπτους ένοπλων επιθέσεων. Με άλλα λόγια οι «έγχρωμοι» είναι δυσανάλογα θύματα και θύτες στα βίαια εγκλήματα: η κατάσταση παραμένει αναλλοίωτη για δώδεκα χρόνια τουλάχιστον. Όσο για τους αστυνομικούς, το 2018, το 2019 και το 2020 σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς υπόπτων 52, 49 και 45 αστυνομικοί αντιστοίχως. Δεν είναι λίγοι, δεν είναι ούτε πολλοί.