Πολιτικη & Οικονομια

Σε ποια Αθήνα να μπουν οι αντάρτες;

Δεν κουραστήκατε να γυρίζουμε πίσω στο 1944, στο 1974 και στο 2004;

Δημήτρης Παπαγγελόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος σχολιάζει τις διάφορες φάσεις της Αθήνας τις τελευταίες δεκαετίες και το μέλλον που έχει ανάγκη η πόλη.

Η επιστροφή των ανταρτών στην Αθήνα είναι ένα από τα φετίχ της ελλαδικής Αριστεράς και βρίσκει συχνά θέση στα συνθήματα της. Από τον Ιανουάριο του 1945, που ο ΕΛΑΣ εγκατέλειψε τη γη της Αττικής, πολλές γενιές διαδηλωτών ονειρεύτηκαν αυτή την επιστροφή, με τελευταίους, αυτούς που, συμπαραστεκόμενοι σε έναν αμετανόητο τρομοκράτη, φώναξαν πρόσφατα το σύνθημα: «όταν οι αντάρτες θα μπούνε στην Αθήνα, το Σύνταγμα θα λέγεται Πλατεία Κουφοντίνα»

Σε ποια Αθήνα όμως θέλουν να μπουν οι αντάρτες; Στη γκρεμισμένη και εξαθλιωμένη πόλη, που άφησαν πίσω τους πριν σχεδόν ογδόντα χρόνια; Σε κάποια κτίρια μπορεί να είναι ακόμη εμφανή τα ίχνη από τις σφαίρες εκείνων των συγκρούσεων, αλλά η πρωτεύουσα έχει αρχίσει να αλλάζει τα τελευταία χρόνια με γοργούς ρυθμούς.

Η ελληνική πρωτεύουσα, που το 2004 συστήθηκε στον πλανήτη ως μια σύγχρονη μητρόπολη, μετά τα Δεκεμβριανά του 2008 βρέθηκε στην παγκόσμια επικαιρότητα λόγω της οικονομικής κρίσης και των μαζικών διαμαρτυριών. Επί μια δεκαετία 2009-2019 μέρη του κέντρου της πόλης ερήμωσαν και άλλα έγιναν άβατα, οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια παραδόθηκαν στη φθορά και οι τοίχοι στους «γκραφιτάδες» όλης της Ευρώπης, ενώ άδεια κτίρια καταλήφθηκαν από διάφορες συλλογικότητες. Σε αυτή την πόλη ήταν συχνότατες οι πορείες όσων φαντασιώνονταν την είσοδο ενόπλων ομάδων διαφόρων αποχρώσεων κόκκινων ή μαύρων ή τη μεταξύ τους σύγκρουση. Η Αθήνα έγινε πόλος έλξης για κάθε καταστροφέα, μέχρι να αρχίσει και πάλι να ανεβαίνει.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι μια ομάδα υποχωρούντων ανταρτών πάρει μια χρονοκάψουλα από το 1945 για το 2025 ή για το 2030 και θελήσει να ξαναμπεί στην Αθήνα. Αν εισβάλει από τον Βορρά και κατηφορίσει από την Πάρνηθα θα περάσει από το Τατόι, όπου μπορεί να μη βρει βασιλιά, αλλά θα βρει έναν χώρο αναψυχής διεθνούς εμβέλειας. Αν προτιμήσει τη δυτική είσοδο της πόλης από την πλευρά της Ελευσίνας, θα βρει μπροστά της το  Διεθνές Κέντρο Καινοτομίας, εκεί που ήταν τα Λιπάσματα και πιο κάτω το νέο πάρκο του Κορυδαλλού, εκεί που ήταν οι φυλακές.

Αν οι αντάρτες επιλέξουν τη νότια είσοδο και την Αθηναϊκή Ριβιέρα στο ύψος του Ελληνικού τα μάτια τους θα αντικρύσουν ένα άλλο Μητροπολιτικό Πάρκο Διεθνούς Εμβέλειας και στη συνέχεια θα συναντήσουν στην Καλλιθέα το Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος και λίγο πιο πάνω στη Λεωφόρο Συγγρού το νέο Ωνάσειο Κέντρο Μεταμοσχεύσεων. Εκτός αν συνεχίσουν προς το νέο Μικρολίμανο ή το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου.

Αν πάλι ανέβουν τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης οι αντάρτες θα βρουν στα δεξιά τους ένα άλλο πάρκο, που φέρει το όνομα ενός εμβληματικού αριστερού του Ανδρέα Λεντάκη, στο οποίο εδρεύουν τα μισά υπουργεία της χώρας. Κι αν σκεφτούν να προχωρήσουν σε κατάληψη του χώρου για να μπλοκάρουν τη λειτουργία του κράτους θα διαπιστώσουν ότι το ψηφιακό κράτος μπορεί να λειτουργεί και εξ αποστάσεως. Γι’ αυτό άλλωστε δεν θα δουν πουθενά ουρές πολιτών σε κτίρια γραφείων, παρά μόνο σε μαγαζιά με λουκουμάδες ή παγωτατζίδικα.

Αν δεν τους αποσπάσουν την προσοχή οι χώροι πρασίνου και συνεχίσουν την πορεία τους, οι αντάρτες θα δυσκολευτούν πολύ να αναγνωρίσουν το Κέντρο της Αθήνας, από το οποίο έχουν αποχωρήσει πλέον τα Υπουργεία και τα περισσότερα ρυπογόνα οχήματα. Αν θελήσουν να ταμπουρωθούν στον Λυκαβηττό ή στον Λόφο του Στρέφη, όπως οι αντιμαχόμενοι μαχητές των Δεκεμβριανών θα διαπιστώσουν ότι και εκεί η εικόνα έχει αλλάξει άρδην. Μπορούν να πάρουν τα μέσα σταθερής τροχιάς και να διασχίσουν την πόλη από άκρη σε άκρη, εκτός αν προτιμούν να περπατήσουν από τον Εθνικό Κήπο μέχρι τον ενοποιημένο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου και του Πολυτεχνείου.

Το έδαφος της Αττικής γης, εύφορο για κάθε αποχρώσεως αντάρτη, θα είναι πλέον πιο πράσινο, πιο ευρύχωρο και πιο βολικό. Κατάλληλο για κάθε άνθρωπο, που επιθυμεί να σπουδάσει, να εργαστεί, να ζήσει εδώ, να πάει σε ένα από τα δεκάδες μουσεία ή θέατρα, να περπατήσει και να συζητήσει για φιλοσοφία, αρχιτεκτονική ή για πολιτική κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης. Σε μια πόλη, σε μια χώρα και σε μια Ευρώπη που η ιστορία δεν θα γράφεται με βίαιες συγκρούσεις, αλλά με διάλογο και συνθέσεις, δεν θα υπάρχει ζήτηση για αντάρτες, ούτε για καταστροφείς. Ας επιτραπεί στον γράφοντα ένα ταξίδι 10 ετών στο μέλλον. Δεν κουραστήκατε να γυρίζουμε πίσω στο 1944, στο 1974 και στο 2004;