Πολιτικη & Οικονομια

Οι εκλογές στη Θεσσαλόνικη

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον λόγω του ότι θα διεξαχθούν με το νέο νόμο, που επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο θεσμό της Αυτοδιοίκησης.

Σπύρος Πέγκας
ΤΕΥΧΟΣ 306
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον λόγω του ότι θα διεξαχθούν με το νέο νόμο, που επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο θεσμό της Αυτοδιοίκησης. Μέσα σε αυτό το τοπίο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Θεσσαλονίκης.

Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο ένας λόγος είναι η ίδια η δυσαρέσκεια των κατοίκων της Θεσσαλονίκης για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους και του βιοτικού τους επιπέδου. Η πόλη τους πρωταγωνιστεί τα τελευταία χρόνια σε όλους τους αρνητικούς πίνακες δεικτών, όπως οικονομικό output, ανεργία, μείωση πληθυσμού, brain drain, επίπεδα μόλυνσης, ποσοστά πρασίνου ανά κάτοικο, αεροπορικές και θαλάσσιες συνδέσεις.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το στελεχικό δυναμικό του ελλαδικού κέντρου αποφάσεων, της Αθήνας δηλαδή, έχει κατανοήσει ότι θα είναι αδύνατο να σύρει το ρημαγμένο κάρο της Ελλάδας έξω από τη λάσπη στηριζόμενο μόνο σε μία ρόδα. Για να κινηθεί η Ελλάδα προς μια αναπτυξιακή κατεύθυνση απαιτούνται δύο εξίσου ισχυροί μοχλοί εμπροσθοκίνησης. Μόνο η αλλαγή του πολιτικού κλίματος και η οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης μπορούν να προκαλέσουν μια θετική δυναμική και να συμπαρασύρουν και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα..

Για μια ολόκληρη εικοσιπενταετία, στο τοπικό επίπεδο διακυβέρνησης κυριαρχεί η δεξιά παράταξη της Νέας Δημοκρατίας. Η εκλογή των ιδίων φθαρμένων προσώπων, αλλά κυρίως του ιδίου συστήματος εξουσίας, έχει τα τελευταία χρόνια βραχυκυκλώσει τις όποιες δυνάμεις και δυναμικές ανάπτυξης υπήρχαν, καθώς, για να το επισημάνουμε όσο πιο ήπια γίνεται, το τοπικό σύστημα εξουσίας ασχολήθηκε μόνο με τη δική του αναπαραγωγή. Έτσι, τα δυναμικά στρώματα της πόλης, είτε ηλικιακά είτε –κυρίως– σε ό,τι αφορά τις φρέσκες ιδέες, τη δημιουργία και την καινοτομία, τέθηκαν στο περιθώριο ή μετανάστευσαν, διευκολύνοντας έτσι την εγκαθίδρυση των συντηρητικών δυνάμεων σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο απόλυτης κυριαρχίας και καταστροφικής ακινησίας.

Στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές, το 2006, το κομματικό ολιγοπώλιο ένιωσε ένα πρώτο ρήγμα με την ανεξάρτητη κάθοδο του Γιάννη Μπουτάρη και το εντυπωσιακό 16% των ψήφων που απέσπασε. Μια σειρά άξιων ανθρώπων της πόλης στελέχωσε αυθόρμητα το ψηφοδέλτιο της «Πρωτοβουλίας για τη Θεσσαλονίκη» του Μπουτάρη, υψώνοντας μια ισχυρή φωνή ενάντια στην κακομεταχείριση της Θεσσαλονίκης από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας.

Σήμερα, που η δυσαρέσκεια των πολιτών ενάντια στους κομματικούς μηχανισμούς έχει φτάσει στα υψηλότερα ποσοστά, η κίνηση του Γιάννη Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη και η κάθοδός της στις δημοτικές εκλογές μπορεί να σηματοδοτήσει μια πρώτη μεγάλη νίκη της Κοινωνίας των Πολιτών, αλλά και ευρύτερα της νέας εποχής απέναντι στους παρωχημένους κομματικούς μηχανισμούς και στο σύστημα διακυβέρνησης που έφερε τη χώρα στη σημερινή της κοινωνική παρακμή και στα όρια της πτώχευσης. Αν και το τελευταίο διάστημα έχουν εμφανιστεί αρκετοί επίδοξοι διεκδικητές του τίτλου του πρώτου Δημότη της πόλης, παραμένει βέβαιο, όπως δείχνουν και πολλαπλές μετρήσεις, ότι ο Γιάννης Μπουτάρης έχει τον πρώτο λόγο. Όχι απαραίτητα ως ο άνθρωπος που θα αναλάβει την επίπονη δουλειά της ανασύνταξης της πόλης, αλλά ως το πρόσωπο εκείνο που με τις ιδέες του, την πολύπλευρη προσωπικότητά του, αλλά και τη δημοφιλία του, θα ηγηθεί της προσπάθειας ανατροπής του κατεστημένου.

Είναι γεγονός, επίσης, ότι η Θεσσαλονίκη έχει ένα ισχυρό ποσοστό συντηρητικού εκλογικού σωματος,  που αποτελεί γρανάζι αυτού του αυτοτροφοδοτούμενου κύκλου συντήρησης. Ρεαλιστικά, λοιπόν, για να μπορέσει να επιτευχθεί η ανατροπή στο Δήμο Θεσσαλονίκης απαιτείται, εκτός των άλλων, η προσέγγιση και η συνακόλουθη μεταστροφή ενός κομματιού των μέχρι πρότινος ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.

Καθώς παρακολουθούμε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να μεταλλάσσεται σταδιακά και μεθοδικά από το επιτελείο του Αντώνη Σαμαρά σε μια νέα Πολιτική Άνοιξη, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της τοπικής Νέας Δημοκρατίας που αισθάνεται ιδεολογικά και παραταξιακά «άστεγο». Στην παρούσα συγκυρία, το κομμάτι αυτό εκφράζεται σχηματικά από την Ντόρα Μπακογιάννη. Για την κ. Μπακογιάννη οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι, προκειμένου να διαπιστώσει η ίδια και οι ιδεολογικοί οπαδοί της αν θα μπορέσει να ηγηθεί μιας νέας κίνησης στον κεντροδεξιό χώρο. Δεν είναι σίγουρο αν η καλύτερη κίνηση θα ήταν η ίδρυση κόμματος με τη μορφή που σήμερα έχουν οι κομματικοί σχηματισμοί στην Ελλάδα ή αν θα πρέπει να παρουσιάσει τον πρώτο πολιτικό σχηματισμό της διαφορετικής εποχής που διανύουμε. Το βέβαιο είναι, όμως, ότι οι δημοτικές εκλογές στη Θεσσαλονίκη μπορούν να αποτελέσουν το πρώτο στοίχημα για ένα νέο εγχείρημα. Αν, καταρχάς, έχει λόγο ύπαρξης και, κατά δεύτερον, αν διαθέτει δυναμική συνδιαμόρφωσης των εξελίξεων.

Αν στραφεί στους πολίτες, αν ακούσει τη φωνή του δυναμικότερου κομματιού της κοινωνίας των πολιτών της Θεσσαλονίκης και ανιχνεύσει τρόπους συμπαράταξης με το σχηματισμό του Γιάννη Μπουτάρη, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ανατροπή στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Σε μια ανατροπή θετική, κυρίως για τους δημότες της συμπρωτεύουσας, αλλά και ικανή να αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα ελπιδοφόρο πολιτικό εγχείρημα στο χώρο της Κεντροδεξιάς, που εκκενώνεται εσπευσμένα από τις μέχρι τώρα επιλογές του κ. Σαμαρά.