Πολιτικη & Οικονομια

Διακόσια χρόνια πελατοκρατία

Η Ελλάδα, ούσα μια ευρωπαϊκή χώρα, σημειώνει αξιοθρήνητες επιδόσεις σε όλους τους δείκτες που αφορούν τη χρηστή διακυβέρνηση

Παναγιώτης Καρκατσούλης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

25η Μαρτίου 1821 - 2021: Μόνο μια αντι-πελατειακή Ελλάδα μπορεί να δικαιώσει τους αγώνες των ηρωϊκών προγόνων μας και να μας διασφαλίσει ένα φωτεινό μέλλον.

Γενικευμένη ευωχία και ανάταση του κοινού των Ελλήνων ενόψει του εορτασμού των 200 χρόνων της εθνικής παλιγγενεσίας δεν υπάρχει. Ανεξαρτήτως των λαθών και αστοχιών της επιτροπής για τον εορτασμό των 200 χρόνων και των πολιτειακών φορέων που ανέλαβαν να την υποστηρίξουν στο έργο της, γεγονός είναι ότι ο εορτασμός της εθνικής επετείου γίνεται σ’ ένα κλίμα μουντό και άκεφο. Είναι αυτό ακριβώς το κλίμα που παραμένει αμετάβλητο, εδώ και μήνες, και οφείλεται, εν πρώτοις, στην ύπαρξη της πανδημίας. Το κλίμα της γενικής δυσθυμίας παρεμποδίζει μια κριτική και ψύχραιμη αποτίμηση γεγονότων και απόψεων που συνδέουν την επανάσταση του 1821 με την πορεία του νέου κράτους στα επόμενα 200 χρόνια.

Ένα από τα γεγονότα αυτά είναι η δημιουργία, στελέχωση και λειτουργία του νεώτερου ελληνικού κράτους με βάση τον πελατειασμό και την αναξιοκρατία. Παρ’ όλον ότι τα ελληνικά Συντάγματα, αρχής γενομένης από εκείνο της Επιδαύρου, θεωρούν την «αξιότητα εκάστου» ως μόνον δοτήρα των κρατικών αξιωμάτων, στην πράξη επεκράτησε η πολιτική του ρουσφετιού και της ευνοιοκρατίας. Από τους Πελοποννήσιους του Δηλιγιάννη που στελέχωσαν, μαζικά, τον κρατικό μηχανισμό μέχρι τον αυταρχισμό του Βούλγαρη («Τζουμπέ») και τις δικτατορίες στρατηγών και συνταγματαρχών, η ιστορία των 200 τελευταίων χρόνων μας βρίθει από παραδείγματα κακοδιοίκησης και αυθαιρεσίας που έχουν έναν και μοναδικό στόχο: Να μετατρέψουν το κράτος από μηχανισμό εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος σε μέσον διασφάλισης της προσωπικής και οικογενειακής ισχύος.

Η πελατοκρατία είναι ακόμη περισσότερο αξιοπρόσεκτη, καθόσον κατάφερε να εμποδίσει και, σε περιπτώσεις, να εξοβελίσει μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία του κράτους που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Συνιστά, αναμφίβολα, μια παραδοξότητα το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος κατάφερε, στην πορεία των δύο εκατονταετιών, να ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί σχεδόν καμία από τις άλλες κρατικές οντότητες που την συναποτελούν, παραμένοντας, για δεκαετίες, παρίας. Οποτεδήποτε δε υπάρχουν κρίσεις και τριγμοί του οικοδομήματος, η Ελλάδα είναι η πρώτη υποψήφια προς εξοβελισμό από την ευρωπαϊκή οικογένεια.

Αυτή η κοινή σε όλους τους Έλληνες αλήθεια γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι οι περισσότερες των ελληνικών κυβερνήσεων φρόντισαν να έχουν καλές σχέσεις και να συντάσσονται με την πλευρά των εκάστοτε νικητών. Ο πελατειασμός, όμως, απέτρεψε την κεφαλαιοποίηση του σημαντικού αυτού γεγονότος, εφ’ όσον λειτουργούσε, πάντοτε, ως εμπόδιο της κοινωνικής συνοχής και φρένο της ανάπτυξης.

Έτσι, ενώ η Ελλάδα έφθασε σε αξιοσημείωτα επίπεδα για μια νεοσύστατη χώρα σ’ ένα εξαιρετικά επικίνδυνο περιβάλλον, δεν μπόρεσε, παρά τις σημαντικές βοήθειες που έλαβε, ιδίως από την ΕΕ, να αποκαταστήσει μια τάξη στη δημοσιονομική της διαχείριση παραμένοντας μια ιδιοτυπική περίπτωση, η οποία είναι, εν πολλοίς, ακατανόητη από τους εταίρους μας. Η Ελλάδα, ούσα μια ευρωπαϊκή χώρα, σημειώνει αξιοθρήνητες επιδόσεις σε όλους τους δείκτες που αφορούν τη χρηστή διακυβέρνηση και κατατάσσεται πίσω από πολλές μη ευρωπαϊκές χώρες.

Ο πελατειασμός αποτελεί, πλέον, χαρακτηριστικό της ιδιοσυστασίας του ελληνικού κράτους. Προσομοιάζει προς ένα παράσιτο το οποίο ενδημεί στον ελληνικό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σχηματισμό. Το παράσιτο του πελατειασμού υποχωρεί μόνον όταν ο ελληνισμός αντιμετωπίζει το φάσμα της καταστροφής αλλά, κατά τα λοιπά, λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για την κοινωνική συνοχή, την παραγωγικότητα της οικονομίας και τη δημιουργία ενός ελκυστικού μέλλοντος.

Ο πελατειασμός μπορεί να έχει επαχθείς συνέπειες για την κοινωνία αλλά εισφέρει, σημαντικά, στη δημιουργία και τη συγκρότηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ελίτ. Αυτή ακριβώς η ιδιότητά του τον κάνει περιζήτητο και ελκυστικό από τα κόμματα που καταλαμβάνουν την εξουσία, αδιαφόρως των ιδεολογικών και πολιτικών θέσεών τους που εκτίνονται από δεξιά μέχρι αριστερά. Ο πελατειασμός είναι η εσάνς των κρατικών πολιτικών. Είναι το υπόστρωμα επί του οποίου έχουν οικοδομηθεί τόσο οι συντηρητικές όσο και οι προοδευτικές πολιτικές.

Η πελατοκρατία δεν είναι, ωστόσο, μια ελεγχόμενη ενδημική ασθένεια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αναλόγως του εξωτερικού περιβάλλοντος και των πιέσεων που ασκούνται στη χώρα, μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα εκτροπών ή οικονομικών καταστροφών διαρρηγνύοντας τον κοινωνικό ιστό. Στην πρόσφατη εποχή έδειξε τις δυνάμεις του τόσο κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών όσο και κατά την επικράτηση των αριστεροδεξιών λαϊκιστών.

Διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, ο πελατειασμός καλά κρατεί. Κάποια καίρια πλήγματα που του επέφεραν ορισμένες προσπάθειες αποσύνδεσης των προσλήψεων στο δημόσιο από τα κομματικά επιτελεία δεν μπορούν, πια, να αντιμετωπίσουν τον σύγχρονο νεο-πελατειασμό που τροφοδοτείται από αυταρχικές αντιλήψεις διακυβέρνησης και την ελεγχόμενη επικοινωνία μέσω των ΜΜΕ.

Οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της βιοπολιτικής αποτελούν κινδύνους που απαιτούν τη μέγιστη κοινωνική συστράτευση και αλληλεγγύη. Η πελατοκρατία και η ευνοιοκρατία τραυματίζουν θανάσιμα κάθε τέτοια προσπάθεια.

Η ήττα τους εξακολουθεί να παραμένει για την προοδευτική παράταξη ένα δύσκολο αλλά σπουδαίο στοίχημα. Δεν κερδήθηκε τα τελευταία 200 χρόνια αλλά μπορεί να κερδηθεί στα επόμενα. Μόνο μια αντι-πελατειακή Ελλάδα μπορεί να δικαιώσει τους αγώνες των ηρωϊκών πρόγόνων μας και να μας διασφαλίσει ένα φωτεινό μέλλον σ’ έναν δύσκολο κόσμο.