Πολιτικη & Οικονομια

Γιάννης Βούλγαρης: Η μεταπολιτευτική Ελλάδα ανακαλύπτει το «1821»

Ο απολογισμός δεν είναι ούτε απαξίωση και αυτομαστίγωση, ούτε χαζοχαρούμενος εφησυχασμός. Η Ελλάδα να δει τον εαυτό της με μεγαλύτερο ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση.

56121-649934.jpg
Γιάννης Βούλγαρης
ΤΕΥΧΟΣ 777
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιάννης Βούλγαρης

Ο Γιάννης Βούλγαρης, ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου και μέλος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», γράφει στην ATHENS VOICE

Κάθε χώρα όπως κάθε άνθρωπος γιορτάζει τα γενέθλιά του άλλες φορές συμβατικά, άλλες φορτισμένα. Παρά την πανδημία, τα 200 χρόνια του 1821, των γενεθλίων των Ελλήνων, ανήκουν νομίζω στη δεύτερη κατηγορία. Είναι ασφαλώς η αίσθηση του σημαδιακού στρογγυλού έτους, ίσως όμως είναι βαθύτερες, σχεδόν ασύνειδες ανάγκες που προέκυψαν από δύο διαφορετικά συλλογικά βιώματα. Από τη μια, η τρικυμία των τελευταίων δέκα χρόνων που η μοίρα του τόπου παίχτηκε «κορώνα-γράμματα», η πολιτική πόλωση θύμισε εμφυλίους, η διεθνής εικόνα της Ελλάδας έπιασε πάτο και ύστερα προστέθηκε η πανδημία. Από την άλλη, το διαρκέστερο βίωμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, με τη δημοκρατική ομαλοποίηση, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και τη μεγαλύτερη κοινωνική προστασία. Βιώματα συγκρουόμενα, ψυχικές τροχιές αντιθετικές. Θετικά και αρνητικά, η ανασφάλεια, η επισφάλεια, το «κεκτημένο», η αυτοπεποίθηση, συμπλέκονται σε ένα κουβάρι που χρειάζεται νέα εθνική ενδοσκόπηση για να ξεμπλεχτεί.

Ποια «εικόνα της Ελλάδας» μπορούμε να σχεδιάσουμε μέσα από τα ανωτέρω βιώματα; Οι ερμηνείες της Ελλάδας που προσέφεραν η ιστοριογραφία και η κοινωνιολογία τα τελευταία πενήντα χρόνια πέρασαν διάφορα στάδια. Εκείνες που προτάθηκαν κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και της πρώτης Μεταπολίτευσης περιέγραφαν τη μεταπολεμική Ελλάδα με όρους καθυστέρησης και υπανάπτυξης, σαν αρνητική εξαίρεση στο δυτικοευρωπαϊκό σκηνικό λόγω Εμφυλίου και Δικτατορίας. Αργότερα, στις αρχές του 2000, οι ερμηνείες έγιναν περισσότερο αισιόδοξες. Η Ελλάδα που έμπαινε στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και έκανε Ολυμπιακούς Αγώνες, φάνταζε σαν μια «κανονική ευρωπαϊκή χώρα». Μετά την κρίση του 2008-10, καθώς η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που έμεινε τόσο σε μνημόνια, αναθερμάνθηκαν οι καταδικαστικές ερμηνείες και τα αρνητικά στερεότυπα για τη χώρα. Τώρα, στις συνθήκες πανδημίας, όπου η Ελλάδα διαχειρίζεται με επάρκεια την κρίση συγκριτικά με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, είναι δύσκολο να θυμηθούμε ότι πριν έξι-εφτά χρόνια διάφορα διεθνή ΜΜΕ θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να βρισκόμαστε στον στενό πυρήνα της Ενωμένης Ευρώπης γιατί ήμασταν μια χώρα προνεωτερικής σχεδόν καθυστέρησης.

Στο ερμηνευτικό αυτό εθνικό ψυχογράφημα, το «1821» είχε περιθωριακό ρόλο, άλλωστε δεν ήταν της μόδας στην επιστημονική κοινότητα. Βρισκόταν κάπου στην αφετηρία, ως διαψευσμένο, ανολοκλήρωτο, ή προδομένο. Στη δημόσια ιστορία και στις εθνικές τελετές συνέχιζε να επικρατεί η παραδοσιακή εθνική παραμυθία της παλιγγενεσίας του περιούσιου λαού παράλληλα με τον αυτο-οικτιρμό για το ότι η συνέχεια δεν ήταν αντάξια της ηρωικής εκκίνησης. Όλα αυτά πιο συγκρατημένα είναι αλήθεια, γιατί η μεταπολιτευτική κοινωνία όπως και να το κάνεις εκσυγχρονιζόταν, αλλά και γιατί η μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν είχε ανάγκη το «1821» για να προσδιορίσει τον εαυτό της είτε θετικά είτε αρνητικά.

Αυτό νομίζω ότι αλλάζει. Η αναγκαιότητα του αναστοχασμού των 200 χρόνων Ελλάδας χρειάζεται να «επανεπισκεφθεί» το 1821, και το 1821 προσανατολίζει τον αναστοχασμό. Κοντολογίς, η Μεταπολιτευτική Ελλάδα, ρητά ή άρρητα, συναντά το «1821» πέρα και πάνω από τις επετείους και τους εορτασμούς. Το συναντά ουσιωδώς, γιατί σε αυτό αναγνωρίζει όχι μόνο την αφετηρία της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά και ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της μετέπειτα πορείας της. Μια εθνική επανάσταση, νεωτερική, πρωτοποριακή για την εποχή και την περιοχή, που κατά τη διάρκειά της επεξεργάστηκε μοντέρνες κρατικές και φιλελεύθερες συνταγματικές αρχές, ανθεκτική στη μακρόχρονη πολεμική δοκιμασία, αλλά και πολιτικά ευφυής τόσο ώστε να πετύχει τελικά την ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού Κράτους. Η επιτυχία καθορίστηκε από το συνδυασμό των εσωτερικών εξελίξεων με τον γενικότερο γεωπολιτικό συσχετισμό στην περιοχή και τη διεθνή αλληλεγγύη που βρήκε από τον «πολιτισμένο κόσμο», λόγω του αρχαιοελληνικού κλέους.

Έχω υποστηρίξει στο βιβλίο μου «Ελλάδα, μια χώρα παραδόξως νεωτερική» ότι από τότε διαμορφώθηκαν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του εθνικού βίου που αλληλοσυμπλέχτηκαν και διατηρήθηκαν με αξιοσημείωτη συνέχεια. Ο κρίσιμος ρόλος της γεωπολιτικής, ο πρώιμος εκδημοκρατισμός και η αξιοσημείωτη κοινοβουλευτική παράδοση, η  πρόσοδος λόγω της ιστορίας μας, ο μικρομεσαίος χαρακτήρας της κοινωνικής οργάνωσης. Με αυτά τα εννοιολογικά κλειδιά πιστεύω ότι μπορούμε να ερμηνεύσουμε πληρέστερα τα σταθερότερα μοτίβα, τις οπισθοχωρήσεις ή τα επιτυχημένα άλματα εκσυγχρονισμού που βιώσαμε ως χώρα.

Ο απολογισμός αυτής της πορείας δεν είναι ούτε η απαξίωση και η αυτομαστίγωση, ούτε ο χαζοχαρούμενος εφησυχασμός. Σήμερα η Ελλάδα, ακόμα και μέσα από τη δραματική δεκαετία, μπορεί να δει τον εαυτό της με μεγαλύτερο ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση. Στα διακόσια χρόνια δεν έγινε πρωταθλήτρια αλλά δεν συγκαταλέχτηκε στους «χαμένους» της νεωτερικότητας. Πορεύτηκε άλλοτε μικραίνοντας και άλλοτε μακραίνοντας τις αποστάσεις από τις «ανεπτυγμένες χώρες», χωρίς όμως να χάσει ποτέ την επαφή.

Η αξιολόγηση έχει βέβαια τη σημασία της γιατί προσφέρει μια ψυχική άνεση να αντιμετωπίζουμε τις μελλοντικές δυσκολίες. Αρκεί όμως να συνυπολογίσουμε ότι οι γεωπολιτικοί και πολιτικοί παράγοντες που πάντα είχαν καθοριστική σημασία στην εθνική μας εξέλιξη, είναι κατεξοχήν ανοιχτοί στη συγκυρία, στην επισφάλεια, στις απότομες μεταπτώσεις. Και αυτό είναι μια προειδοποίηση καθώς ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια μακροχρόνια εποχή αστάθειας. Η αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων είναι το νέο «εθνικό ζήτημα» του 21ου αιώνα.


* Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ