Πολιτικη & Οικονομια

Μια κρίση ψυχικής υγείας σε εξέλιξη

Η ψυχολογική υποστήριξη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού που ασχολείται με την πανδημία είναι απαραίτητη

Εύα Στάμου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Vicarious emotional suffering: Πώς η πανδημία του κορωνοϊού επηρεάζει την ψυχική υγεία του ιατρικού προσωπικού, του γενικού πληθυσμού και των παιδιών

Πριν έναν χρόνο έγινε στη Γιουχάν μία από τις εκτενέστερες έρευνες για τις επιπτώσεις του κορωνοϊού, όχι στη σωματική, αλλά στην ψυχική υγεία των κατοίκων. Στην έρευνα συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, 4.618 επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι, σε ποσοστό 24%, δήλωσαν ότι βιώνουν έντονα συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης. Πιο ισχυρό ήταν το ψυχικό σοκ για όσους ανησυχούσαν ιδιαίτερα για την υγεία τους, κυρίως λόγω κάποιου υποκείμενου νοσήματος, καθώς και στις περιπτώσεις που είχε ασθενήσει με covid-19 κάποιος που οι συμμετέχοντες γνώριζαν προσωπικά: ένας συνάδελφος, κάποιος φίλος, ή μέλος της οικογένειας. Οι κυριότερες ανησυχίες των ερωτηθέντων ήταν ο φόβος ότι, αν αρρώσταινε κάποιος αγαπημένος τους, δεν θα λάμβανε την απαραίτητη προσοχή ή θεραπεία και ότι, αν αρρώσταιναν οι ίδιοι, δεν θα μπορούσαν να εργαστούν και να εκπληρώσουν τα καθήκοντα προς τους ασθενείς τους.

Το ένα τέταρτο του συνόλου του ιατρικού προσωπικού παραδέχθηκε ότι αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Όσοι από αυτούς δήλωσαν πως οι οικογενειακές τους σχέσεις ήταν στενές φαίνεται πως είχαν αναπτύξει καλύτερους μηχανισμούς άμυνας απέναντι στην πανδημία.

Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης ένα φαινόμενο που εμφανίζεται συχνά σε συνθήκες έντονης κοινωνικής ή επιδημιολογικής κρίσης, το «vicarious emotional suffering»: το να αισθάνεσαι ότι έχεις μια δυσάρεστη θυμική εμπειρία, όχι λόγω της δικής σου κατάστασης ή δραστηριότητας, αλλά μέσω της παρακολούθησης των όσων βιώνουν οι άλλοι. Διαπιστώθηκε ότι το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που δεν ήταν στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης του κορωνοϊού αλλά παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις, παρουσίαζε παρόμοια συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους. Όσο νεότεροι ήταν οι ιατροί και οι νοσοκόμοι, τόσο πιο συχνό ήταν το φαινόμενο αυτό, αφού οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είχαν περισσότερη εμπειρία από δύσκολα περιστατικά και ήταν καλύτερα προσαρμοσμένοι στις απαιτήσεις και τις αντιξοότητες της εργασίας τους.

Η ψυχολογική υποστήριξη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού που ασχολείται με την πανδημία είναι απαραίτητη, καθώς φαίνεται ότι τα περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα εμφανίζονται συνήθως όχι στην αρχή, αλλά μετά από τρεις ή και περισσότερους μήνες εργασίας με ασθενείς του covid-19. Το ίδιο αναγκαία είναι η υποστήριξη όσων έχουν ασθενήσει από τον ιό εφόσον, όπως έχω αναφέρει και σε άλλα κείμενά μου, είναι πιθανό να εκδηλώσουν ήπια ή έντονα συμπτώματα Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες, κάτι συνηθισμένο σε ανθρώπους που περνούν μεγάλο διάστημα στο νοσοκομείο και μάλιστα σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

Πριν λίγο καιρό, τον Φεβρουάριο του 2021, το Υπουργείο Υγείας καθιέρωσε πρόγραμμα ψυχολογικής υποστήριξης τόσο για το υγειονομικό προσωπικό όσο και για ασθενείς του covid-19 και τους συγγενείς τους. Το πρόγραμμα συνεργάζεται με συγκεκριμένα νοσοκομεία και Μονάδες Ψυχικής Υγείας και σε αυτό μπορούν να απευθυνθούν ιατροί, νοσηλευτές και ασθενείς που παρουσιάζουν ανησυχία, φοβία, κατάθλιψη, δυσκολία να επιστρέψουν στην κανονικότητα και να επεξεργαστούν επιτυχώς την πρόσφατη εμπειρία τους.

Η κίνηση του Υπουργείου Υγείας είναι σίγουρα θετική. Θα πρέπει, ωστόσο, να συνειδητοποιήσουμε ότι και πολίτες που δεν έχουν νοσήσει ή χάσει κάποιον δικό τους από τον ιό μπορεί να βιώσουν έντονο άγχος, φόβο ή απελπισία, χαρακτηριστικά συμπτώματα του vicarious emotional suffering που επιτείνονται από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό, την οικονομική ανασφάλεια και τα οικογενειακά ή επαγγελματικά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζει ο καθένας.

Καλό θα είναι να μελετηθούν εις βάθος οι συλλογικές φοβίες που συνδέονται με την πανδημία -οι εθισμοί, οι αγχώδεις και οι καταθλιπτικές διαταραχές-, τόσο στους πολίτες που έχουν στο παρελθόν διαγνωστεί με κάποια ψυχική νόσο, όσο και σε αυτούς που δεν έχουν μέχρι σήμερα παρουσιάσει κάποια ανάλογη διαταραχή.

Εξίσου ανησυχητική είναι η κατάσταση των παιδιών από 10 έως 18 ετών που έχουν αναγκαστεί να επικοινωνούν με τους συμμαθητές ή τους φίλους τους κυρίως μέσω του διαδικτύου. Μπορεί τα παιδιά και οι έφηβοι να είναι ευπροσάρμοστοι σε νέες καταστάσεις, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι βρίσκονται στην ηλικία που έχουν μεγάλη ανάγκη τη σωματική εκτόνωση και την κοινωνική επαφή. Ας μην παραβλέπουμε επίσης ότι μπορεί ο εγκλεισμός στο σπίτι να προστατεύει τα παιδιά από τον ιό, αλλά δεν τα θωρακίζει από ένα εχθρικό ή νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον.

Το σίγουρο είναι ότι αντιμετωπίζουμε μια κρίση ψυχικής υγείας σε εξέλιξη. Στο παρόν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιες θα είναι οι μακροχρόνιες συνέπειες της ψυχολογικής πίεσης και της ανασφάλειας που βασανίζουν το κοινωνικό σύνολο.

Ως κοινωνία δεν έχουμε μάθει να μιλάμε με τρόπο ευθύ και ουσιαστικό για όσα μας απασχολούν - ίσως έχει να κάνει με την τάση να αποποιούμαστε τις ευθύνες μας, να καταφεύγουμε σε κλισέ και συναισθηματολογίες, να αναβάλλουμε την επίλυση των δυσκολιών που βιώνουμε, ή να θεωρούμε ότι ο ήλιος και η θάλασσα θα λύσουν ως διά μαγείας όποιο σοβαρό πρόβλημα μας ταλανίζει.