Πολιτικη & Οικονομια

Ομπάμα, Σόιμπλε και Covid

Η πανδημία και το πάθημα των εμβολίων έδειξαν τα όρια της Ευρώπης με τη σημερινή της δομή. Θα έχει ενδιαφέρον λοιπόν αν η κληρονομιά της covid είναι ένα ακόμα βήμα προς την ενοποίηση

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την πανδημία του κορωνοϊού

«Κι έτσι από το πουθενά, η διάσωση της Ελλάδας έγινε ξαφνικά μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες της οικονομικής και της εξωτερικής μας πολιτικής». Είναι ο Ομπάμα ο οποίος περιγράφει τις προσπάθειες της κυβέρνησής του, στις αρχές του 2010, να πείσουν τους Ευρωπαίους να μην αφήσουν τη χώρα μας να χρεοκοπήσει. Απέναντί του έχει την Μέρκελ και έναν φανατικό της «οικονομικής ορθοδοξίας», τον Σόιμπλε, ο οποίος θέλει να τιμωρήσει την Ελλάδα και να την κάνει παράδειγμα προς αποφυγήν στην Ευρωζώνη. Αναφέρονται στην Ελλάδα με όρους «δικαιοσύνης της Παλαιάς Διαθήκης» παρατηρεί ο αμερικανός πρόεδρος. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού δηλαδή.

Το τι ακολούθησε το γνωρίζουμε. Αν έχει μια σημασία να το θυμηθούμε είναι για να δούμε την τεράστια διαφορά του σήμερα από το τότε. Το ελληνικό χρέος έχει φτάσει στο 200% του ΑΕΠ και δεν κουνιέται φύλλο. Αντιθέτως η χώρα δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια της ιστορίας της. Δεν είναι, φυσικά, η μόνη. Το χρέος έχει εκτιναχθεί στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, χωρίς κανένα πρόβλημα δανεισμού. Ο λόγος είναι απλός: οι χώρες, όσες δεν χρειάζονται ξένο συνάλλαγμα, δεν χρεοκοπούν. Μπορούν πάντοτε να τυπώσουν χρήμα. Κι αυτό διασφαλίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία αγοράζει, ουσιαστικά χωρίς περιορισμούς, τα ομόλογα των κρατών μελών, διατηρώντας χαμηλά τα επιτόκια.

Για να μείνουμε λίγο στο παρελθόν, αν δεν είχαμε την ιστορική ατυχία να έχουμε απέναντί μας πολιτικούς της κοπής Σόιμπλε, η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεπεράσει την κρίση με πολύ χαμηλότερο κόστος. Δεν θα είχε αποφύγει τη λιτότητα φυσικά. Θα της είχε δοθεί ωστόσο ο χρόνος να προσαρμοστεί σταδιακά, χωρίς τις βάρβαρες περικοπές των μνημονίων. Αρκούσε η στήριξη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας την οποία αρνήθηκαν οι εταίροι. Ο Ομπάμα προειδοποιούσε τότε ότι το να «συμπιέσουν άγρια  μια ήδη χτυπημένη οικονομία θα ήταν αντιπαραγωγικό». Το μόνο που πέτυχε είναι να του υποσχεθεί η Μέρκελ ότι η Ελλάδα δεν θα γίνει η ευρωπαϊκή Lehman, δεν θα αφεθεί να χρεοκοπήσει δηλαδή. Επέβαλε ωστόσο το πρώτο «τιμωρητικό» -και γι’ αυτό αποτυχημένο- μνημόνιο.

Άλλο η Ελλάδα όμως και άλλο η πανδημία. Μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής, ακόμα και οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι θα ήταν αυτοκαταστροφικά παράλογο να επιμείνουν στην ορθοδοξία τους. Έτσι, σε αντίθεση με το καταστατικό της, αυτό το οποίο συμβαίνει σήμερα είναι ότι η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα χρηματοδοτεί τα ελλείμματα των κρατών μελών. Στην πράξη τυπώνει χρήμα.

Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι τι θα γίνει μετά. Μεταξύ των οικονομολόγων η διαμάχη είναι αν δημιουργείται κίνδυνος πληθωρισμού. Η πιο λογική απάντηση είναι «θα το δούμε όταν έρθει η ώρα». Προς το παρόν προέχει να αποφευχθεί η κατάρρευση. Φυσικά το τι θα ακολουθήσει θα επηρεάσει άμεσα τις χώρες μέλη και το πόσο γρήγορα θα χρειαστεί να συμμαζέψουν τα ελλείμματα. Για την Ελλάδα θα είναι ένα κρίσιμο ερώτημα.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως έχει το αν και σε ποιο βαθμό θα αλλάξει η φιλοσοφία και το θεσμικό καθεστώς της Ευρωζώνης. Η πρόκληση του αύριο είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας και η πράσινη ανάπτυξη. Αποτελούν τους δύο μεγάλους στρατηγικούς της στόχους για το άμεσο μέλλον. Εν πολλοίς θα επηρεάσουν και τη θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Το αν θα ακολουθήσει δηλαδή την Κίνα και τις ΗΠΑ ή θα μείνει πίσω, ένας πολιτικός και οικονομικός παρίας. Και οι δυο στόχοι προϋποθέτουν κολοσσιαίες επενδύσεις. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν η ΕΚΤ θα διευκολύνει τη χρηματοδότησή τους ή αν θα συνεχίσει την πολιτική του παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία μόνη και αποκλειστική της ευθύνη είναι η διατήρηση του πληθωρισμού κοντά στο 2%. Η ορθοδοξία που λέγαμε.

Τα μαχαίρια έχουν βγει, με την Λαγκάρντ να υιοθετεί μια συμβιβαστική στάση «συντονισμού» της νομισματικής με τη δημοσιονομική πολιτική. «Η δημοσιονομική πολιτική» λέει «ενδυναμώνει την νομισματική πολιτική η οποία με την σειρά της κάνει αποτελεσματική την δημοσιονομική πολιτική». Η αναφορά αυτή φέρνει στο νου το «πάθημα» της κυβέρνησης Κλίντον. Είχαν πετύχει τότε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα κι έπεσε η ιδέα να αρχίσουν να εξοφλούν το χρέος των ΗΠΑ. Η αποθέωση της νομισματικής ορθοδοξίας. Η οποία εγκαταλείφθηκε όμως άρον άρον όταν συνειδητοποίησαν ότι αν σταματήσουν να εκδίδουν ομόλογα, θα στερηθούν το μεγαλύτερο όπλο τους για τον έλεγχο της κυκλοφορίας του χρήματος. Τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, τα περίφημα «treasuries», είναι το πιο σημαντικό και δημοφιλές εργαλείο στην αγορά χρήματος.

Προφανώς το προς πού θα γύρει η πλάστιγγα θα εξαρτηθεί από τους πολιτικούς συσχετισμούς. Η εκλογή ενός μετριοπαθούς επικεφαλής των χριστιανοδημοκρατών στην Γερμανία και πολύ περισσότερο η προοπτική μιας μετεκλογικής συνεργασίας με τους πράσινους, πιθανώς να ανοίξουν νέους δρόμους. Έτσι κι αλλιώς η πανδημία και το πάθημα των εμβολίων έδειξαν τα όρια της Ευρώπης με τη σημερινή της δομή, και μάλιστα σε ένα κρίσιμο ζήτημα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, την υγεία. Θα έχει ενδιαφέρον λοιπόν αν η κληρονομιά της covid είναι ένα ακόμα βήμα προς την ενοποίηση. Χωρίς να πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη: οι πανδημίες αποτελούσαν πάντοτε καταλύτες τεκτονικών αλλαγών.