Πολιτικη & Οικονομια

Η πολιτική Τζο Μπάιντεν μέσα από τις επιλογές των Υπουργών του

Τα πρόσωπα του Υπουργικού Συμβουλίου δείχνουν ξεκάθαρα τις προτεραιότητες και τις ευαισθησίες της διακυβέρνησης Μπάιντεν

Άγης Παπαγεωργίου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυτά είναι τα πιο χαρακτηριστικά πρόσωπα ανάμεσα στους Υπουργούς που επέλεξε ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.

Ο Τζο Μπάιντεν ξεκίνησε την Προεδρική του θητεία ίσως πιο δυναμικά από κάθε άλλον προκάτοχό του. Την πρώτη μόλις μέρα της Προεδρίας του υπέγραψε 17 εκτελεστικά  διατάγματα –κάτι που αποτελεί Προεδρικό προνόμιο– τα οποία στόχευαν στην αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων, αλλά και στο σταδιακό ξήλωμα της κληρονομιάς του Ντόναλντ Τραμπ. Μέχρι και την 26η Ιανουαρίου, ο Μπάιντεν είχε φτάσει στα 33 εκτελεστικά διατάγματα.

Παράλληλα όμως, οι διαδικασίες για τον διορισμό των μελών του υπουργικού του συμβουλίου συνεχίζονται. Ο Μπάιντεν θα κυβερνήσει με 16 υπουργούς και 9 αξιωματούχους με υπουργικό βαθμό – άρα και δικαίωμα συμμετοχής στο υπουργικό συμβούλιο – οι οποίοι μαζί με την Αντιπρόεδρο, Κάμαλα Χάρις, θα συνθέσουν τον κυβερνητικό άξονα των ΗΠΑ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Εκτός από τη Χάρις, και τον προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, Ρον Κλάιν, όλα τα μέλη της Κυβέρνησης Μπάιντεν πρέπει να λάβουν την έγκριση της Γερουσίας· έχοντας εξασφαλίσει την οριακή υπεροχή στο Σώμα, οι επιλογές του Μπάιντεν είναι ουσιαστικά εξασφαλισμένες, ενώ οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι Γερουσιαστές έχουν εγκρίνει τους διορισμούς που έχουν έρθει προς ψήφιση.

Έτσι, αξίζει να δούμε μερικές από τις σημαντικότερες επιλογές προσώπων που έκανε ο Μπάιντεν ώστε να αποκωδικοποιήσουμε ορισμένους κυβερνητικούς του στόχους, αλλά και το ευρύτερο μοντέλο διακυβέρνησης που σκοπεύει να ακολουθήσει.

Υπουργός Εξωτερικών: Άντονι Μπλίνκεν

Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν ©EPA/ETIENNE LAURENT

Ο Μπλίνκεν ήταν ένα από τα πρώτα ονόματα που διέρρευσαν για το υπουργικό συμβούλιο του Μπάιντεν. Έχοντας υπηρετήσει για σχεδόν τριάντα χρόνια στο υπουργείο, ανέλαβε τα καθήκοντα του ως ένας από τους εμπειρότερους υπουργούς εξωτερικών, με την υποψηφιότητα του στη Γερουσία να συγκεντρώνει 78 ψήφους υπέρ έναντι 22 κατά. Επί Ομπάμα, ο Μπλίνκεν υπηρέτησε ως ανώτατος σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και αργότερα ως υφυπουργός εξωτερικών, ενώ η σχέση του με τον Μπάιντεν πάει πολύ πίσω στο χρόνο τόσο σε προσωπικό, όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς αποτέλεσε τον προσωπικό του σύμβουλο σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων.

Παραδόξως, το μίγμα της εξωτερικής πολιτικής που υπηρετεί ο Μπλίνκεν δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο Δημοκρατικό κόμμα του 2021. Ο πενηνταεννιάχρονος υπουργός εξωτερικών μπορεί να χαρακτηριστεί ως «νεοσυντηρητικός» υιοθετώντας δηλαδή το δόγμα πως οι ΗΠΑ πρέπει να έχουν έντονη και αποφασιστική παρουσία στο εξωτερικό με πρόσταγμα την προώθηση και την υπεράσπιση της δημοκρατίας, στο οποίο οι στρατιωτικές παρεμβάσεις αποτελούν ένα απενοχοποιημένο εργαλείο, εάν χρειάζονται· δεν είναι τυχαίο πως ο Μπλίνκεν υπερασπίστηκε της επέμβασης στο Ιράκ το 2003. Επίσης, είναι υπέρμαχος της στενής σχέσης με το Ισραήλ και της πολεμικής ρητορικής απέναντι στην Κίνα – συνεχίζοντας δηλαδή σε ένα βαθμό την προσέγγιση Τραμπ – όμως παράλληλα δείχνει πρόθυμος να στριμώξει την Τουρκία, σε αντίθεση με την προηγούμενη Κυβέρνηση. 

Υπουργός Οικονομικών: Τζανέτ Γιέλεν

Η Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γιέλεν ©EPA/JIM LO SCALZO

Η εβδομηνταπεντάχρονη Γιέλεν αποτελεί την πρώτη γυναίκα υπουργό οικονομικών στις ΗΠΑ. Το 2014, ο Ομπάμα τη διόρισε ως την πρώτη επικεφαλής της Kεντρικής Tράπεζας, με τη Γιέλεν να έχει γράψει άλλες δύο θητείες στον οργανισμό σε χαμηλότερες θέσεις, τόσο επί Ομπάμα όσο και επί Μπιλ Κλίντον. Εκτός από τις κυβερνητικές της θητείες με τους Δημοκρατικούς, έχει πίσω της μια πλούσια ακαδημαϊκή καριέρα.

Η Γιέλεν ανήκει στην κεϋνσιανή μακροοικονομική σχολή, υποστηρίζοντας το δόγμα της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής. Θεωρητικά, ο πρώτος στόχος της θα είναι να αντιμετωπίσει την αυξημένη ανεργία για τα δεδομένα των ΗΠΑ, η οποία αν και έχει περιοριστεί αρκετά μετά την εκτόξευση της το 2020 λόγω της πανδημίας, παραμένει σε επίπεδα που θυμίζουν τα απόνερα της κατάρρευσης του 2008. Η φιλοσοφία της Γιέλεν υπηρετεί την προτεραιότητα που έθεσε ο Μπάιντεν στο ζήτημα της απασχόλησης, ενώ ο διορισμός της εγκρίθηκε από τη Γερουσία με 84 ψήφους υπέρ έναντι 15 κατά.

Υπουργός Δικαιοσύνης: Μέρικ Γκάρλαντ
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, Μέρικ Γκάρλαντ ©EPA/MICHAEL REYNOLDS

Η υποψηφιότητα του Γκάρλαντ έχει στοιχεία προσωπικής εξιλέωσης. Ο δικαστής από το Σικάγο είναι ίσως ο πιο άτυχος αξιωματούχος στις ΗΠΑ, με την καριέρα του να ανακόπτεται εξαιτίας της εξωφρενικής πόλωσης ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Μετά τον θάνατο του Ανώτατου Δικαστή Άντονιν Σκαλία, ο Ομπάμα είχε προτείνει τον Γκάρλαντ ώστε να τον αντικαταστήσει, με τους Ρεπουμπλικάνους όμως – που είχαν τον έλεγχο της Γερουσίας – να αναβάλουν τον διορισμό του με το πρόσχημα πως ο Πρόεδρος δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να αλλάξει τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου σε χρονιά εκλογών. Προφανώς, αυτές οι ανησυχίες δεν ίσχυσαν για τον διορισμό της Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ στις 27 Οκτωβρίου του 2020, λίγες μέρες πριν τις εκλογές.

Σε κάθε περίπτωση, ο Γκάρλαντ θα αναλάβει τα καθήκοντα του ως ένας από τους εμπειρότερους υπουργούς δικαιοσύνης. Έπειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες στον ιδιωτικό τομέα, ο Γκάρλαντ έχει υπηρετήσει ως ομοσπονδιακός δικαστικός στην επαρχία της Κολούμπια – όπου βρίσκεται η Ουάσιγκτον – ενώ έχει συνεργαστεί ξανά με το υπουργείο ως εισαγγελέας. Ο διορισμός του δεν έχει εγκριθεί ακόμα από τη Γερουσία.

Υπουργός Μεταφορών: Πιτ Μπούτιτζατζ

Ο Υπουργός μεταφορών των ΗΠΑ, Πητ Μπούτιτζαζ @EPA/STEFANI REYNOLDS / POOL

Ο πρώην δήμαρχος του Σάουθ Μπεντ της Ιντιάνα αποτελεί ένα από τα ανερχόμενα αστέρια των Δημοκρατικών. Έχοντας ξεχωρίσει στις εσωκομματικές εκλογές για το χρίσμα του κόμματος του 2020 – επικρατώντας μάλιστα στην Αϊόβα – ο Μπούτιτζατζ ανέστειλε την εκστρατεία του για να στηρίξει την υποψηφιότητα του Μπάιντεν. Η σχέση τους εξελίχθηκε γρήγορα, με τον Μπάιντεν να δηλώνει δημόσια πως βλέπει στον Μπούτιτζατζ το πάθος του νικημένου από τον καρκίνο γιου του, Μπο, αλλά και τον τριανταεννιάχρονο να αποτελεί έναν από τους βασικούς συμβούλους της Δημοκρατικής προεδρικής εκστρατείας – και να υποδύεται τον Τραμπ στην προετοιμασία του Μπάιντεν για τα Προεδρικά ντιμπέιτ.

Ο Μπούτιτζατζ μπορεί να μην έχει άλλη κυβερνητική θητεία, ο Μπάιντεν όμως δείχνει να τον εμπιστεύεται απόλυτα. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ένα από τα νεαρότερα στελέχη του υπουργικού συμβουλίου, αλλά και τον πρώτο ανοιχτά ομοφυλόφιλο υποψήφιο υπουργό στην Αμερικανική ιστορία

Άλλες αξιοσημείωτες επιλογές

Ο Μπάιντεν έχει κάνει αρκετές σημειολογικές επιλογές. Για παράδειγμα, επέλεξε τον γεννημένο στην Κούβα, Αλεχάντρο Μαγιόρκας, ως υπουργό προστασίας των συνόρων, την ινδιάνικης καταγωγής, Ντεμπ Χάαλαντ, ως υπουργό εσωτερικών – η οποία θα αποτελέσει την πρώτη υπουργό ινδιάνικης καταγωγής – αλλά και την Κινέζικης καταγωγής, Κάθριν Τάι, ως επικεφαλής εμπορευματικής πολιτικής, τη στιγμή που η ένταση του εμπορικού πολέμου με την Κίνα συνεχίζεται αμείωτη. Παράλληλα, επέλεξε αφροαμερικάνους αξιωματούχους για τα υπουργεία Άμυνας (Λόιντ Όστιν) και αστικής ανάπτυξης (Μάρσα Φατζ) αλλά και τις αφροαμερικάνες Σεσίλια Ράους και Λίντα Τόμας-Γκρίνφελντ για τις θέσεις της επικεφαλής οικονομικής πολιτικής και πρέσβειρας στον ΟΗΕ αντίστοιχα.

Το αποτύπωμα των επιλογών Μπάιντεν

Σε μια πρώτη ανάλυση, ο Μπάιντεν τήρησε την υπόσχεση του πως το υπουργικό του συμβούλιο θα «αντανακλά την Αμερική». Από τους 25 αξιωματούχους – συμπεριλαμβανομένης της Χάρις – ο Μπάιντεν θα έχει δίπλα του 12 γυναίκες και 13 άντρες,  έχοντας επιλέξει εκπροσώπους των εθνικών μειονοτήτων της αφροαμερικανής, της αμερικανολατίνας και της ινδιάνικης κοινότητας. Τώρα, το κατά πόσο η στελέχωση ενός υπουργικού συμβουλίου πρέπει να υπηρετεί τα δόγματα της πολιτικής ταυτοτήτων που βρίσκεται στον ιδεολογικό πυρήνα των Δημοκρατικών αποτελεί ένα βαθιά φιλοσοφικό ζήτημα, το οποίο απαιτεί βαθύτερη ανάλυση – αλλά και ψυχραιμία που σίγουρα δεν υπάρχει σε αυτόν τον πολιτικό χρόνο.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μπάιντεν κατάφερε να σχηματίσει ένα έμπειρο και συμπαγές σχήμα παρά τους εσωκομματικούς περιορισμούς. Έχοντας επιλέξει σε κομβικές θέσεις στελέχη με σημαντικό κυβερνητικό παρελθόν στις προεδρίες Ομπάμα και Κλίντον – επιβεβαιώνοντας τους φόβους των Ρεπουμπλικάνων που θα αντιμετωπίσουν ξανά όσα πολέμησαν από το 2009 μέχρι το 2016 – αλλά και στελέχη με τα οποία έχει πολιτικούς και προσωπικούς δεσμούς, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει έντονο κομματικό και προσωπικό χαρακτήρα, ενώ ο ίδιος αναμένεται να ακολουθήσει ένα αρκετά συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης. Η απουσία εξαιρετικά προβεβλημένων στελεχών της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, όπως και έστω ενός προβεβλημένου μετριοπαθούς στελέχους από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα – κάτι που έπαιξε αρκετά μετά τη νίκη του Μπάιντεν τον Νοέμβριο – είναι ενδεικτικές της προσωπικής επιρροής που θέλει να διατηρήσει ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.

Παράλληλα, είναι ξεκάθαρη η ιδεολογική και πρακτική ευελιξία που επιθυμεί να έχει σε θέματα εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής. Οι επιλογές των Μπλίνκεν και Γιέλεν αποτελούν ξεκάθαρη συνέχιση της κυβερνητικής φιλοσοφίας Ομπάμα-Μπάιντεν, με τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν να έχουν αναπόφευκτα πολύ μεγάλο αποτύπωμα στο ευρύτερο κυβερνητικό έργο. Οι πρώτες μεγάλες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Κυβέρνηση Μπάιντεν – αλλά και ο ίδιος σε προσωπικό επίπεδο – θα αφορούν όσα θα ακολουθήσουν τη σταδιακή επιστροφή των ΗΠΑ στον μετά-ψυχροπολεμικό γεωπολιτικό τους ρόλο, αλλά και την επιστροφή της Αμερικανικής οικονομίας στην προ-πανδημίας εποχή, κυρίως σε ό,τι αφορά την ανεργία και το ατομικό εισόδημα. Έτσι, η σχεδόν απόλυτη ελευθερία του Μπάιντεν στον σχεδιασμό της εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσει συνεπάγεται την απόλυτη ανάληψη ευθύνης των κυβερνητικών του αποτελεσμάτων, με τις επιλογές του πάντως να δείχνουν πως είναι αποφασισμένος να υλοποιήσει τον προεκλογικό του σχεδιασμό, και να μετρηθεί για αυτόν στις βουλευτικές εκλογές του 2022,  ώστε να διατηρήσει τον έλεγχο τόσο στη Γερουσία όσο και στο Κογκρέσο.