Πολιτικη & Οικονομια

Ελλάς - Πορτογαλία, καμία σχέση...

Γιατί άλλες χώρες μπορούν και προχωρούν με μια στοιχειώδη συναίνεση που τους επιτρέπει να πραγματοποιούν μακροπρόθεσμους στόχους;

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τελικά η κρίση στην Ελλάδα ήταν μόνο οικονομική ή κυρίως πολιτική και ποια η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Πορτογαλίας σε σχέση με τα μνημόνια;

Στη συζήτηση για την επέκταση των χωρικών υδάτων στη Βουλή, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ομολόγησε στην πραγματικότητα ότι ως αντιπολίτευση, η ΝΔ, άσκησε κριτική σε κορυφαία ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όχι επειδή τα πίστευε αλλά απλώς και μόνο για να κάνει αντιπολίτευση. Όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε κάνει ακριβώς την ίδια πρόταση το 2018, ο Άδωνις Γεωργιάδης, πάντα ο Άδωνις, μιλούσε για «μεγάλη ζημιά» και ο αρμόδιος τομεάρχης κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι με πρωτοφανή επιπολαιότητα χωρίζει στην χώρα στη μέση. «Εγώ είπε προχθές ο Μητσοτάκης, δεν είχα τοποθετηθεί» επειδή αναγνώριζα την «πολυπλοκότητα του θέματος». Τι κρίμα που δεν είχε μοιραστεί αυτούς τους προβληματισμούς του από τότε. Κι όταν σε άλλο σημείο η συζήτηση πήγε στα συλλαλητήρια των «μακεδονομάχων» ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι είχαν παρεισφρήσει «γραφικά στοιχεία» και «ακροδεξιοί». Μόνο που το ομολογεί σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά, αφού πια έχει φανεί τι μεγαλειώδης πατάτα ήταν όλη εκείνη η ιστορία. Τότε είχε δώσει το ελεύθερο στα στελέχη του να πάρουν μέρος. Ο ίδιος είχε την σοβαρότητα να μην πάει, δεν ήθελε όμως να χάσει και τους ψηφοφόρους.

Σιγά το θέμα, θα πει κανείς. Όλοι δεν κάνουν το ίδιο; Άλλο ως αντιπολίτευση, άλλο ως κυβέρνηση. Αυτό δεν έκανε κατά κόρον ο ΣΥΡΙΖΑ με τα Μνημόνια; Και το ίδιο δεν είχε κάνει και ο Σαμαράς στην διετία του Γιώργου Παπανδρέου με τα Ζάππεια; Για να μην πούμε για τον Παπανδρέου όταν επιχείρησε να ζητήσει συναίνεση ο Καραμανλής στη λήψη μέτρων, τελευταία στιγμή είναι αλήθεια, το 2009, όταν η οικονομία είχε πάρει τον κατήφορο. Λεφτά υπάρχουν ως γνωστόν.

Υπάρχουν και οι θεωρητικοί του ζητήματος. Αυτό είναι το σωστό στη Δημοκρατία, υποστηρίζουν. Αν για παράδειγμα, δεν είχε κρατήσει αυτή την στάση ο Σαμαράς, έγραφαν τότε, δεν θα υπήρχε «αστική εφεδρεία» στον ΣΥΡΙΖΑ. Από την σκοπιά ενός κοντόφθαλμου πολιτικού ρεαλισμού ίσως έχουν δίκιο. Ο Σαμαράς έγινε πρωθυπουργός. Σε βάθος χρόνου ωστόσο διαψεύστηκαν: ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση ενώ η χώρα ταλαιπωρήθηκε για μια δεκαετία να βγει από τα Μνημόνια. Η ειρωνεία είναι ότι σήμερα και τα τρία μεγάλα κόμματα στη Βουλή έχουν υπογράψει μνημόνια, έχουν αποδεχθεί δηλαδή ότι η χώρα για τα επόμενα χρόνια θα λειτουργεί σε έναν δημοσιονομικό κορσέ. Παρ όλα αυτά δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο συναίνεσης. Ούτε η πανδημία αποτελεί ικανό λόγο, ούτε φυσικά η προοπτική να βγούμε από αυτήν με ένα δυσθεώρητο χρέος.

Στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρόσφατα ο Μπαράκ Ομπάμα περιγράφει μια ανάλογη κατάσταση πόλωσης στις ΗΠΑ όπου δεν μπορούσε «ούτε να μετονομάσει ένα ταχυδρομείο» χωρίς την έγκριση των Ρεπουμπλικάνων. Την συνέχεια την είδαμε με τον διάδοχο του. Εξαιτίας της πόλωσης και στο όνομα του ρεαλισμού, οι ρεπουμπλικάνοι βουλευτές και γερουσιαστές  ακολούθησαν τον Τραμπ σε όλες τις αντιδημοκρατικές του επιλογές, ανέχτηκαν τα καπρίτσια και την άθλια συμπεριφορά του. Σήμερα όμως όλους αυτούς και ιδίως όσους δεν αντιτάχθηκαν στα μεγάλο ψέμα της νοθείας, τους ονομάζουν «enablers». Διευκολυντές σε ακριβή μετάφραση, ρουφιάνους για να συνεννοούμαστε. Χωρίς τους ρουφιάνους του θα υπήρχε ο Τραμπ; Ή μήπως ακριβώς επειδή τον ανέχτηκαν, ακριβώς επειδή από την πρώτη στιγμή δεν είπαν τα πράγματα με το όνομά τους έφτασε η αμερικανική δημοκρατία στα όρια της. Δεν χρειάζονταν πολλοί, 3-4 γερουσιαστές θα ήταν αρκετοί αλλά δεν τόλμησαν. Μέτρησαν το πολιτικό κόστος.

Το ίδιο πολιτικό κόστος επικαλούνται κάθε φορά και οι δικοί μας. Ανάλογο λοιπόν είναι και το ερώτημα που τίθεται. Αν ο Σαμαράς είχε συναινέσει στο πρώτο μνημόνιο ασκώντας μια ήπια κριτική, θα υπήρχαν οι αγανακτισμένοι; Μήπως θελημένα ή αθέλητα έγινε ο διευκολυντής τους, έδωσε κύρος στις ψεκασμένες θεωρίες πάνω στις οποίες στήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ την άνοδό του στην εξουσία; Ή αν πάλι η ΝΔ είχε υιοθετήσει μια διαφορετική στάση στη συμφωνία των Πρεσπών θα είχαμε αποφύγει τις επιθέσεις στο Κοινοβούλιο από τους «γραφικούς» και τους «ακροδεξιούς»; Για να μην πάμε πιο πίσω, όταν θα μπορούσαμε να είχαμε βρει πολύ καλύτερες λύσεις αλλά πρυτάνευσε η πατριωτική αδιαλλαξία.  Μήπως δηλαδή στο όνομα του ρεαλισμού κατασκευάζουμε τον εχθρό που πολεμάμε;

Πριν από ενάμιση περίπου χρόνο ο γνωστός μας Πολ Τόμσεν του ΔΝΤ, έδωσε μια ομιλία για τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από την πορεία της ελληνικής κρίσης. Συνέκρινε την δική μας εμπειρία με την εμπειρία της Πορτογαλίας. Εκεί οι διαπραγματεύσεις για το δικό τους μνημόνιο γίνονταν παράλληλα τόσο με την κυβέρνηση όσο και με την αντιπολίτευση. Όχι κρυφά, όλοι το γνώριζαν και είχαν συμφωνήσει. Έτσι όταν άλλαξε η κυβέρνηση, όλα κύλησαν ομαλά,  υπήρξε συνέχεια στην οικονομική πολιτική και η χώρα βγήκε από το μνημόνιο πολύ πιο γρήγορα, χωρίς προβλήματα και χωρίς κανείς να ζητήσει την αποπομπή της από το ευρώ. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ήταν «εξ ίσου αν όχι περισσότερο» πολιτική κρίση, κατέληξε.

Γιατί δεν μέτρησε το πολιτικό κόστος στην Πορτογαλία; Γιατί άλλες χώρες μπορούν και προχωρούν με μια στοιχειώδη συναίνεση που τους επιτρέπει να πραγματοποιούν μακροπρόθεσμους στόχους; Γιατί στην Ελλάδα καταφέρνουμε, ας πούμε στην παιδεία, όπου όλοι συμφωνούν ότι οι αλλαγές αποδίδουν σε βάθος δεκαετίας, να έχουμε κάνει τις περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» από κάθε άλλο τομέα; Είναι κάποιοι αντικειμενικοί παράγοντες που αγνοούμε ή μήπως είναι η νοοτροπία που τείνει να επικρατήσει στην εποχή των σόσιαλ μίντια;

Ο Γιάννης Βούλγαρης, με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση του Ιταλικού ΚΚ, γράφει στα ΝΕΑ για την νοσταλγία που προκαλεί η διαφορά μιας παλαιότερης εποχής όπου «η πολιτική συνυφαινόταν με ένα αίσθημα αποστολής και τα μαζικά κόμματα λειτουργούσαν ως παιδαγωγοί των λαϊκών κυρίως μαζών» με την σημερινή «παρακμή και την επιφανειακότητα της πολιτικής, της έξαρσης των λαϊκισμών ή της απαξίωσης των κομμάτων». Μπορεί πράγματι η αναζήτηση ενός πλαισίου συναίνεσης να μην είναι άλλο παρά η νοσταλγία για μια άλλη εποχή με άλλους πολιτικούς. Το μόνο βέβαιο ωστόσο είναι ότι η απουσία της έχει πολύ πραγματικές επιπτώσεις στη ζωή μας.