Πολιτικη & Οικονομια

Τουρκοφάγοι κομμουνιστές και Μεγαλέξανδροι δεξιοί

«Δεν είναι η ώρα να γυρίσουμε πίσω στα Ίμια και τα Γαυγάμηλα, είναι όμως η ώρα να διαμορφωθούν, σε όλα τα σύνορά μας, συνθήκες καλής γειτονίας με βάση τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου»

Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου σχολιάζει τις αντιδράσεις πολιτικών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης απέναντι στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.

Μπορεί η σύμβαση αγοράς των γαλλικών μαχητικών Ραφάλ να εγκρίθηκε από την ελληνική Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία, αξίζει όμως να σταθεί κανείς στην αρνητική ψήφο του ΚΚΕ. Όχι γιατί καταψήφισε την αγορά, όπως άλλωστε είχε κάθε δικαίωμα, αλλά για την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι ομιλητές του στη σχετική συζήτηση στην ολομέλεια. Ο Θανάσης Παφίλης έκανε μια ιστορική αναδρομή στην κρίση των Ιμίων, το 1996, αναφέροντας ότι «Τα ελληνικά πλοία είχαν την υπεροπλία και ήταν έτοιμα να επέμβουν. Και τι έγινε; Οι Αμερικανοί μας είπαν "στοπ". Και μετά ο Σημίτης βγήκε και είπε ''ευχαριστώ'' στους Αμερικανούς».

Στην ουσία ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κόμματος ισχυρίστηκε ότι δεν χρειάζεται να έχουμε υπεροπλία αφού και όταν την είχαμε δεν μας άφησαν οι Αμερικανοί να την αξιοποιήσουμε. Προφανώς, το ΚΚΕ, όπως και αρκετοί άλλοι από την απέναντι πτέρυγα, θα προτιμούσε να επιχειρούσαμε να δώσουμε τότε ένα «γερό μάθημα» στην Τουρκία, κηρύσσοντάς της ουσιαστικά τον πόλεμο με αφορμή την πρόκληση στα Ίμια. Στο ίδιο κλίμα και ο Δημήτρης Κουτσούμπας εξέφρασε τις αντιρρήσεις του για τις διερευνητικές συνομιλίες που ξεκινούν σε λίγες μέρες, «όχι γιατί είμαστε γενικά αντίθετοι αλλά γιατί διοργανώνονται υπό την εποπτεία των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ», λες και υπήρχε άλλος τρόπος, πλην των πιέσεων των εταίρων μας, να αναγκαστεί ο Ερντογάν να καθίσει στο τραπέζι των συζητήσεων.

Η νεότερη ιστορία της χώρας μας είναι γεμάτη από τις μαύρες σελίδες της τραγικής κατάληξης της «μεγάλης ιδέας». Όμως, ούτε οι σελίδες αυτές ούτε και οι μεγαλόστομες διακηρύξεις περί ειρήνης και φιλίας είναι ικανές να σταματήσουν την «πρωτοπορία της εργατικής τάξης» όταν απειλείται η αντιιμπεριαλιστική ψυχροπολεμική ιδεοληψία της. Η απόσταση ανάμεσα στον προλεταριακό διεθνισμό και τον ακραίο εθνικισμό μικραίνει επικίνδυνα όταν πρόκειται για την επιβεβαίωση της «αλάνθαστης» κομματικής γραμμής.

Πριν λίγες μέρες, ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας μας συναντήθηκε στα Σκόπια με τον ομόλογό του υπουργό της Βόρειας Μακεδονίας. Αφού επανέλαβε τη σωστή θέση της ελληνικής κυβέρνησης να σεβαστεί και να εφαρμόσει πλήρως τη συμφωνία των Πρεσπών και να στηρίξει την ευρωπαϊκή πορεία της γειτονικής χώρας, ο κ. Δένδιας θεώρησε σκόπιμο να συμπληρώσει και τα εξής: «ένα πράγμα είναι καθαρό. Με όλο τον σεβασμό, οι συμπατριώτες σας - και το έχετε αποδεχθεί - δεν ήταν παρόντες στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν ήταν παρόντες στο Γρανικό ποταμό, δεν ήταν παρόντες στην Ισσό, δεν ήταν παρόντες στα Γαυγάμηλα».

Προφανώς, ο κ. υπουργός θεώρησε υποχρέωσή του, προκειμένου να δικαιολογήσει την αναγνώριση της συμφωνίας από τη ΝΔ, να καθησυχάσει τους οπαδούς της αποκαθιστώντας ιστορικά, μέσω Πρεσπών, την εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου. Πέραν του διπλωματικού unfair, συνειδητοποίησε άραγε ο κ. Δενδιας τι πολιτικό πρόβλημα δημιουργούσε στη διχασμένη, γύρω από αυτή τη συμφωνία, γειτονική χώρα με την αναφορά του αυτή; Φαντάζεται κανείς τις αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς αν ο υπουργός της Βόρειας Μακεδονίας απαντούσε με τη φράση «Με όλο τον σεβασμό στους συμπατριώτες σας - και το έχετε αποδεχθεί - η Μακεδονία ούτε μία ούτε Ελληνική είναι»...

Η χώρα διανύει μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της. Η αόρατη πανδημία, η νέα οικονομική κρίση και η συνεχιζόμενη ένταση στην ευρύτερη περιοχή επιβάλλουν τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση να δρουν με σύνεση και υπευθυνότητα. Δεν είναι η ώρα να γυρίσουμε πίσω στα Ίμια και τα Γαυγάμηλα, είναι όμως η ώρα να διαμορφωθούν, σε όλα τα σύνορά μας, συνθήκες καλής γειτονίας με βάση τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου - προσπάθεια που ήδη ξεκίνησε με επιτυχία - και να ενισχυθεί η ειρήνη και η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.