Πολιτικη & Οικονομια

Στην Τηλεόραση

Παύλος Ελευθεριάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις ευρωεκλογές βρέθηκα αρκετές φορές στην τηλεόραση ως υποψήφιος με το Ποτάμι. Ήταν η πρώτη φορά που πηγαινα στην τηλεόραση συστηματικά στη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας.

Ξεκίνησα με αισιοδοξία. Είχα τρεις απλές ιδέες που ήθελα να συζητήσω με εκπροσωπους άλλων κομμάτων. Ήθελα να μιλήσω για την διαφθορά και την κακή διακυβέρνηση στην Ελλάδα , που γίνεται συστηματικά ανεκτή από την ΕΕ, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για άλλες χώρες. Ήθελα επίσης να μιλήσω για την ανισότητα στην Ελλάδα – την μόνη χώρα της ΕΕ χωρίς ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και χωρίς πλήρες κοινωνικό κράτος και την μόνη χώρα με εκατομμύρια ιατρικά ανασφάλιστους. Και ήθελα, τέλος, να μιλήσω για την δαιμονοποίηση της Ευρώπης, την οποία κάνουν όλα τα μεγάλα κόμματα (ΝΔ, ΠαΣοΚ, Συριζα) που κατηγορούν την ΕΕ για «νεοφιλελευθερισμό» ώστε να ρίχνουν στην Ευρώπη όλες τις δικές τους αποτυχίες. Ήλπιζα ότι σε αυτά τα θέματα θα είχαμε κάποιες ουσιαστικές συζητήσεις και ίσως ενδιαφέρουσες διαφωνίες προς όφελος αλλά και τέρψη των τηλεθεατών.

Έκανα λάθος.

Το πιο σημαντικό πρόβλημα ήταν η συστηματική λεκτική βία και ο εκφοβισμός, που αν και πάντα κάτι περιορισμένο σε έναν ή δύο καλεσμένους, δηλητηρίαζαν την συζήτηση για όλους. Αυτό το έζησα σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως τις δύο βραδιές των εκλογών, όπου κάθησα σε μεγάλα πάνελ των δεκαπέντε ανθρώπων, όπου γνωστοί τηλεαστέρες φώναζαν, απειλούσαν και διέκοπταν χωρίς σταματημό.

Κάτι παρόμοιο όμως συνέβη και σε μικρότερα πάνελ των 4-5 ατόμων. Σε ένα από αυτά, ένας υποψήφιος της Νέας Δημοκρατίας με διέκοψε με φωνές και αρνήθηκε ότι υπάρχει κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη, όπως έλεγα εγώ, επειδή, λέει, υπάρχουν στην ΕΕ πολλοί άνεργοι. Για να με βάλει στην θέση μου, ως προερχόμενο από την ελληνική Διασπορά, με αποκάλεσε μάλιστα «Μίστερ Χάλιφαξ» - για λόγους που ακόμα αγνοώ. Οι αγενείς παρεμβάσεις του συνεχίστηκαν καθ΄όλη τη διάρκεια της εκπομπής.

Σε μια άλλη συζήτηση ένας άλλος υποψήφιος, αυτή τη φορά της ΔημΑρ, ύψωσε επίσης τη φωνή του μόλις ξεκίνησα να απαντώ τις ερωτησεις του δημοσιογράφου και με αγριοφωνάρες με διέκοψε φωνάζοντας «τι έπαρση, τί έπαρση». Κάθε φορά που ξεκινούσα να πώ κάτι φώναζε και διέκοπτε. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η όποια σοβαρή συζήτηση ήταν αδύνατη.

Ένα τρίτο επεισόδιο ήταν εντελώς διαφορετικό. Σε μια συζήτηση μαζί με έναν υποψήφιο του Σύριζα, παρέθεσα κάποια στοιχεία του ΟΟΣΑ που δείχνουν ότι η Ευρώπη έχει τις πιο μεγάλες κοινωνικές δαπάνες στον κόσμο και ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης στις περισσότερες χώρες οι κοινωνικές δαπάνες αυξήθηκαν ή έμειναν στάσιμες. Τον ρώτησα πώς ταιριάζουν αυτά τα στοιχεία με τις δηλώσεις του Σύριζα για δήθεν προοδευτική εξαθλίωση των εργαζομένων και των ανέργων στη ΕΕ και με την επίσημη διακήρυξη του Σύριζα ότι στην ΕΕ έχουμε πλέον «νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό». Τα στοιχεία δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Ο υποψήφιος μου είπε ότι δεν απαντά σε μια τέτοια ερώτηση και ότι είναι κρίμα που νέα κόμματα χρησιμοποιούν τέτοιες παλαιοκομματικές μεθόδους. Ομολογώ ότι έμεινα άφωνος με την απάντησή του.

Και στα τρία περιστατικά που μου συνέβησαν, ένιωσα πολύ έντονα την απροθυμία των δημοσιογράφων να επιβληθούν στους καλεσμένους τους. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να επαναφέρουν στην τάξη τους καλεσμένους τους με μεγάλη αυστηρότητα (ώστε να μην διδάσκεται επιτέλους μια ολόκληρη κοινωνία – όπως διδάσκεται η ελληνική κοινωνία εδώ και είκοσι χρόνια στα ιδιωτικά κανάλια - ότι συζήτηση σημαίνει φωνές, βία και εκφοβισμός του άλλου). Στην τρίτη περίπτωση ένας δημοσιογράφος κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να έχει στριμώξει τον εκπρόσωπο του Σύριζα, αφού τα στοιχεία έδειχναν ότι οι ισχυρισμοί του κόμματός του για την δήθεν εξαθλίωση των ευρωπαίων και την εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη ήταν προφανώς αναληθείς.

Και στις τρεις περιπτώσεις θεώρησα ότι οι δημοσιογράφοι υπήρξαν πολύ ανεκτικοί, όχι μόνο για λόγους διαφορετική κρίσης από την δική μου (που είναι φυσικά κάτι πιθανό), αλλά για λόγους που έχουν να κάνουν με την ίδια την φύση της ελληνικής τηλεόρασης. Όσα γνωρίζω για την ελληνική τηλεόραση με έκαναν εξαιρετικά δύσπιστο.

Η ελληνική τηλεόραση επιφυλάσσει στους εργαζομένους της ένα απόλυτα αφιλόξενο περιβάλλον: ελλιπής ρύθμιση, εργοδότες που στηρίζονται σε παράνομες ‘προσωρινές’ άδειες που ανανεώνονται χαριστικά (από ΠαΣοΚ, ΝΔ και ΔημΑρ πριν λίγους μήνες), χρεοκοπημένες επιχειρήσεις που βρίσκονται στο έλεος κρατικών τραπεζών και χαριστικών δανείων ή άλλων οικονομικών παροχών από τα κόμματα, ιδιοκτήτες εκτός ελέγχου που επεμβαίνουν συστηματικά στην ενημέρωση, ένα συνδικάτο δημοσιογράφων που ασχολείται κυρίως με το πώς θα προστατεύσει το αγγελιόσημο και φυσικά μια κρατική τηλεόραση που τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα βρισκόταν υπό αυστηρό κομματικό έλεγχο.

Στις συνθήκες αυτές ισχυρή και ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι κάτι τρομερά δύσκολο να υπάρξει. Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι ένας σώφρων άνθρωπος θα έχει το σθένος να δυσαρεστεί συστηματικά τους εργοδότες του ή κάποιους φωνασκούντες ή κάποιους τσαρλατάνους, όταν όλοι αυτοί και ο καθένας χωριστά ενδέχεται να μπορούν ή δίνουν την εντύπωση ότι μπορούν να τον απολύσουν αυθαίρετα την άλλη μέρα. Το πρώτο θύμα της κατάστασης αυτής είναι η δημοσιογραφία, ο δημόσιος διάλογος και η αλήθεια. Το δεύτερο θύμα είναι η ίδια η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που απαξιώνεται στα μάτια του κόσμου ο οποίος υποπτεύεται τα χειρότερα για τους όρους με τους οποίους διεξάγεται το παιχνίδι της ενημέρωσης και της τηλεοπτικής προβολής.

Το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, αφού βλέπουμε αντίστοιχα προβλήματα και σε άλλες χώρες με ισχυρούς ιδιοκτήτες ΜΜΕ, π.χ. τον Μπερλουσκόνι στην Ιταλία ή τον Μέρντοχ σε Αγγλία και Αμερική. Σε πολλά μέρη όμως υπάρχει ισχυρή ρύθμιση από ανεξάρτητες Αρχές (όπως π.χ. η Ofcom στην Αγγλία, που είναι υπεύθυνη για τις άδειες της ιδιωτικής τηλεόρασης και το BBC Trust, η αρχή που επιβλέπει το δημόσιο BBC). Σε εμάς το πρόβλημα είναι πολύ πιο μεγάλο και η λύση του θα χρειαστεί συναίνεση και προσεκτικό σχεδιασμό.

Η στήριξη της δημοσιογραφίας έναντι των κάθε λογής επεμβάσεων ή και την εντύπωση των επεμβάσεων από ιδιοκτήτες, κόμματα, επιχειρήσεις, συνδικάτα και άλλα συμφέροντα είναι από τις πιο σημαντικές προτεραιότητες που πρέπει να θέσουμε στην πολιτική μας ζωή.