Πολιτικη & Οικονομια

Parler: Το καταφύγιο ακροδεξιών συνωμοσιολόγων οπαδών του Τραμπ

Οι καθυστερημένες αντιδράσεις του Big Tech. Τα όρια της ελευθερίας του λόγου

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

ΗΠΑ: Τι είναι το Parler και πώς έγινε το καταφύγιο της alt-right και των οπαδών του Τραμπ. Γιατί το απαγόρευσε το Big Tech

Λίγο πριν την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, η πολιτική ένταση στις ΗΠΑ συνεχίζεται αμείωτη. Ανάμεσα στις συζητήσεις σχετικά με την καθαίρεση του Ντόναλντ Τραμπ, οι κολοσσοί του Big Tech αποφάσισαν να στερήσουν από τον απερχόμενο Πρόεδρο τον μηχανισμό που τον βοήθησε να χτίσει το πολιτικό του κεφάλαιο: τα social media.

Τόσο το Twitter, όσο και το Facebook καταδίκασαν τον Τραμπ σε διαδικτυακή εξορία με αφορμή την αυταπόδεικτη συμβολή του σε όσα συνέβησαν στο Καπιτώλιο, αλλά και τον κίνδυνο να υπάρξει και δεύτερος γύρος μέχρι τις 20 Ιανουαρίου. Όμως, μετά την ανακοίνωση της αναστολής των λογαριασμών του ηγέτη τους, οι οπαδοί του Τραμπ στράφηκαν στο alt-right μέσο Parler, με τη δυναμική τους να αποδεικνύεται πολύ δύσκολο να περιοριστεί.

Η αντεπίθεση στο Parler

Με μια πρώτη ματιά, το Parler – αλλά και το Gab, που αποτέλεσε μια παρόμοια εναλλακτική επιλογή – φέρνει αρκετά στο Twitter ως κοινωνικό δίκτυο. Παρότι θεωρητικά τηρεί την αντικειμενικότητα των υπόλοιπων δικτύων, η έμφαση του στο “free speech” – και η πλήρης έλλειψη λογοκρισίας – έχει αποτελέσει την ιδανική αφορμή ώστε να θεριέψουν στα post των χρηστών του οι πιο ακραίες θεωρίες συνομωσίας, με τρανότερο παράδειγμα το QAnon, αλλά και οι πιο απροκάλυπτα ρατσιστικές και αντισημιτικές απόψεις, απέναντι στις οποίες τα mainstream κοινωνικά δίκτυα έχουν πλέον αναπτύξει μηχανισμούς απαγόρευσης. Στην ουσία, το Parler αποτελεί το διαδικτυακό καταφύγιο ακροδεξιών και συνωμοσιολόγων· δεν είναι τυχαίο πως όλες οι ακραίες θέσεις του Τραμπ στο τελευταίο εξάμηνο – από την υποβάθμιση του ιού μέχρι τις ανυπόστατες κατηγορίες σχετικά με τη διαβλητότητα της επιστολικής ψήφου – ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς για τους χρήστες του.

Ο Τραμπ είναι έμμεσα παρών στο Parler εδώ και δύο μήνες. Τόσο η Ιβάνκα όσο και ο Έρικ Τραμπ άνοιξαν προσωπικούς λογαριασμούς μετά τις εκλογές, κρατώντας τους διαύλους με την alt-right ορθάνοιχτους, τη στιγμή που ο πατέρας τους αρνούνταν συστηματικά να αποδεχθεί την ήττα του, προσκαλώντας τους οπαδούς του να στηρίξουν τις ανυπόστατες κατηγορίες εναντίον των Δημοκρατικών για εκλογική κλοπή, και παρά τις συνεχείς απορρίψεις των δικαστηρίων· το Parler όμως είναι ακριβώς εκείνος ο χώρος που φιλοξενεί όσους περιμένουν πως η σύγκρουση τους με την πραγματικότητα θα τους βρει νικητές. Ενδεικτικά, παρά το γεγονός πως ο Τραμπ αποδέχθηκε το αποτέλεσμα των εκλογών μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο, η εκτόξευση της κίνησης στο Parler αποδεικνύει πως πολλοί από τους φανατικότερους ψηφοφόρους του δεν είναι έτοιμοι να προχωρήσουν παρακάτω.

Η αντίδραση του Big Tech

Η ραγδαία αύξηση των χρηστών στο Parler προβλημάτισε άμεσα το Big Tech. Τόσο η Google, όσο και η Apple προειδοποίησαν πως αν το Parler αρνηθεί να προχωρήσει σε λογοκρισία απέναντι σε επικίνδυνες απόψεις και θεωρίες συνομωσίας, τότε θα το κατέβαζαν από τα Google Play και App Store ως πιθανή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ενώ με το ίδιο σκεπτικό η Amazon το κατέβασε από τις διαδικτυακές της υπηρεσίες· από τις 9 Ιανουαρίου, και οι τρεις διαδικτυακοί κολοσσοί έχουν απαγορεύσει το Parler, καθώς ο διευθύνων σύμβουλος του αρνήθηκε να ακολουθήσει τις οδηγίες τους. Με άλλα λόγια, μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο το Big Tech έχει συμβάλει συστηματικά ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο η διάδοση συνωμοσιολογιών και παροτρύνσεων σε περισσότερες αντιδράσεις, δείχνοντας μια εντυπωσιακή δυνατότητα αυτορρύθμισης, έστω και αρκετά καθυστερημένα. 

Όμως, παρά το γεγονός πως η σίγαση του λούμπεν αποτελεί όαση μετά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο ζήλος του Big Tech πιθανότατα κρύβει πολιτικά κίνητρα. Προεκλογικά, ο Τζο Μπάιντεν είχε υποσχεθεί πως η κυβέρνηση του θα εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους τα social media έθρεψαν την παραπληροφόρηση σε επικίνδυνο βαθμό, με την επικαιροποίηση της παραγράφου 230 – η οποία παρέχει ασυλία στις διαδικτυακές πλατφόρμες για τις απόψεις και θέσεις των χρηστών τους – να αποτελεί προτεραιότητα. Ο Μπάιντεν, που έχει διαχρονικά εκφράσει τον σκεπτικισμό του απέναντι στους ιδιοκτήτες των τεχνολογικών κολοσσών ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο, ουσιαστικά θέλει να καθορίσει έναν τρόπο με τον οποίο το Big Tech θα στερηθεί της πλήρους ασυλίας που απολαμβάνει, ακριβώς επειδή σε αυτή βρήκαν έδαφος να αναπτυχθούν μερικές από τις σκοτεινότερες δυνάμεις παραπληροφόρησης και φανατισμού των τελευταίων ετών.

Έτσι, η εξαφάνιση των λογαριασμών του Τραμπ, αλλά και η μαζική απαγόρευση του Parler, αποτελούν ουσιαστικά ένα ακόμα δείγμα καλής πίστης του Big Tech απέναντι στην επερχόμενη κυβέρνηση. Με πιο απλά λόγια, το Big Tech περιμένει πως η συμβολή του στην ομαλοποίηση της κατάστασης σε μια πρωτοφανή κρίση θα εκτιμηθεί από τον Μπάιντεν, τη στιγμή που η Δημοκρατική πλέον πλειοψηφία στη Γερουσία δίνει στην Κυβέρνηση του σχεδόν πλήρη ελευθερία νομοθετικών κινήσεων και πρωτοβουλιών. 

Η φιλοσοφική υπόσταση του θέματος

Σε κάθε περίπτωση, τόσο η αντίδραση του Big Tech απέναντι στον Τραμπ, όσο και η μαζική εγγραφή χρηστών στο ακροδεξιό Parler ως εναλλακτική επαναφέρουν βίαια στο προσκήνιο το δαιδαλώδες ζήτημα της ελευθερίας του λόγου – και του σχεδόν άλυτου ζητήματος των περιορισμών του. Πέρα από τις κραυγαλέες περιπτώσεις ρατσισμού και μισαλλοδοξίας – όπως πχ η άρνηση του Ολοκαυτώματος – ο έλεγχος της άποψης είναι από τη φύση του προβληματικός, καθώς τα όρια είναι πολλές φορές θολά, αλλά κυρίως, είναι σχεδόν αδύνατον να υπάρξει συμφωνία σχετικά με το ποιος πρέπει να είναι υπεύθυνος για την επιβολή των περιορισμών. Από τη μία, δεν είναι δυνατόν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ να διασπείρει θεωρίες συνομωσίας όπως έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ, από την άλλη όμως δε γίνεται οι περιορισμοί του Twitter και του Facebook να αποτελούν υποκατάστατο επιβολής της δικαιοσύνης· μπορεί το Big Tech να έχει μέχρι στιγμής καλύψει το Συνταγματικό κενό απέναντι στον περιορισμό ενός ανίκανου να ηγηθεί Προέδρου, όμως θέτει ένα προηγούμενο το οποίο δεν υπάγεται σε αυστηρά προκαθορισμένα όρια, που ίσως αποδειχτεί προβληματικό. 

Τη στιγμή που το “hate speech” αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη έννοια σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο, αυτά τα όρια πρέπει να καθοριστούν άμεσα. Στον πολιτικό χρόνο της μεταμοντέρνας υστερίας απέναντι σε οτιδήποτε δεν είναι πολιτικά ορθό, οι εκκλήσεις για τον περιορισμό της άποψης είναι δεδομένο πως θα φτάσουν κάποια στιγμή σε απολύτως γελοία επίπεδα, κάτι που σημαίνει πως τόσο η Κυβέρνηση όσο και οι διαδικτυακές πλατφόρμες πρέπει να θέσουν συγκεκριμένα κριτήρια ώστε να μη φτάσουμε στο άλλο άκρο. Αυτή η τάση θα αποτελέσει μια τεράστια παγίδα για τον Μπάιντεν, καθώς η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών μάλλον θα αρπάξει κάθε ευκαιρία ώστε να προωθήσει την ατζέντα της πολιτικής ταυτοτήτων, του “amen and awomen” και την αντικατάσταση των “himself” και “herself” με το “themself” μήπως προσβληθεί κανείς από τη σωστή χρήση της γραμματικής· η περίπτωση της συμπεριφοράς του Τραμπ και του περιορισμού του Parler αποτελούν ιδανική αφορμή ώστε να καθορίσουμε πόσα είναι πραγματικά προβληματικά και επικίνδυνα, και πόσα αποτελούν ιδεολογικοποιημένες ακροβασίες που όμως μπορούν να διχάσουν ακόμα περισσότερο την Αμερικανική – και όχι μόνο – κοινωνία, αν το νομικό πλαίσιο των περιορισμών τους το επιτρέψει.

Μετά τις 20/1

Η επίθεση στο Καπιτώλιο οδήγησε στην επιβολή εξαιρετικά αυστηρών μέτρων, ώστε ο Μπάιντεν να αναλάβει τα καθήκοντα του με τον τρόπο που αρμόζει στο αξίωμα του. Αντίστοιχα, η αποπομπή του Τραμπ από τα κοινωνικά δίκτυα αποτελεί την ιδανική υπενθύμιση πως στη Δύση – της οποίας η ηγεσία ανήκει ακόμα στις ΗΠΑ – οι πολίτες αποφασίζουν, και πως η πραγματικότητα δε μπορεί να προσαρμοστεί στο προβληματικό θυμικό ακόμα και του ισχυρότερου πολιτικού αξιωματούχου. Σε τελική ανάλυση, ο Τραμπ – ο οποίος ακόμα δε μπορεί να βάλει τα γράμματα Μ-Π-Α-Ϊ-Ν-Τ-Ε-Ν στη σειρά μετά την ήττα του, είναι ο κύριος υπεύθυνος για την απόλυτη ντροπή των τελευταίων ημερών, αλλά και ο μόνος υπεύθυνος για την πολιτική καταστροφή του. 

Όμως, από τα εβδομηνταπέντε εκατομμύρια που τον ψήφισαν, η μειοψηφία θα επικροτούσε την επίθεση στο Καπιτώλιο ή άνοιξε λογαριασμό στο Parler. Οι Ρεπουμπλικανικές πολιτικές είναι πολύ περισσότερο αποδεκτές στην Αμερικανική κοινωνία από τον απερχόμενο Ρεπουμπλικάνο Πρόεδρο, και μία από αυτές – την οποία μοιράζονται με τη μαζική πλειοψηφία των Δημοκρατικών – αποτελεί η ελευθερία στην έκφραση· δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιαμερικανικό από τον περιορισμό των ελευθεριών, και παρότι ο περιορισμός του μίσους και η προστασία της αλήθειας στο διαδίκτυο αποτελεί υπαρξιακή αναγκαιότητα, αυτά πρέπει να επιτευχθούν με απαράμιλλη πολιτική δεξιοτεχνία. Και αυτό γιατί η προστασία της ελευθερίας του λόγου αποτελεί την πρώτη τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος, με την αμερικανική πολιτική ταυτότητα να έχει γαλουχηθεί ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο.

Ίσως οι υπενθυμίσεις του Twitter και του Facebook σχετικά με τα πραγματικά δεδομένα έναντι εκείνων που υποστήριζε ο Τραμπ στις αναρτήσεις του, αλλά και η απαγόρευση του QAnon και των αρνητών του Ολοκαυτώματος από τις πλατφόρμες τους να αποτελούν τον δρόμο για την προστασία της αλήθειας απέναντι στις ανακρίβειες και τη μισαλλοδοξία του μέσου «ανώνυμου» χρήστη. Όσο οι περιορισμοί βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα, τόσο η κοινωνία θα προστατεύεται περισσότερο· αν όμως έρθει ποτέ η στιγμή που θα βασίζονται σε ιδεολογίες – ή, χειρότερα – ιδεολογήματα, τότε το παιχνίδι θα έχει γίνει επικίνδυνο.