Πολιτικη & Οικονομια

Μάνος Ματσαγγάνης: Με δύναμη για μια νέα αρχή

Πολλά θα εξαρτηθούν από την ωριμότητα των πολιτών – και ιδίως των νεότερων

Μάνος Ματσαγγάνης
ΤΕΥΧΟΣ 766
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου Μάνος Ματσαγγάνης εξηγεί ποιο είναι το διακύβευμα για τους σημερινούς νέους

Σκέφτομαι συχνά πόσο τυχερή υπήρξε η γενιά μου (γεννήθηκα το 1963). Πολέμους εμείς δεν ζήσαμε. Η δικτατορία τελείωσε όταν ακόμη ήμασταν μικροί. Η ενήλικη ζωή μας κύλισε σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας, οικονομικής ανόδου και σταδιακής διεύρυνσης των κοινωνικών αντιλήψεων. Ποια από τις προηγούμενες γενιές μπορεί να καυχηθεί κάτι ανάλογο;

Γνωρίζω την ένσταση: «Μέχρι το 2010 καλά ήταν, μετά όχι». Ναι, βέβαια, η προηγούμενη δεκαετία ήταν δύσκολη. Σημαδεύτηκε όχι μόνο από την πρωτοφανή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των περισσοτέρων από εμάς (πράγμα από μόνο του αρκετά δυσάρεστο), αλλά επίσης και από τον ισχυρό κλονισμό της εικόνας που είχαμε δημιουργήσει για τον εαυτό μας. Όμως και πάλι, ας μην τα θέλουμε όλα δικά μας. Είναι μεγάλη τύχη να ζει κανείς μισό αιώνα σταθερότητας, ευημερίας, και ολοένα και πιο ανοιχτών οριζόντων.

Οι νεότερες γενιές ήταν λιγότερο τυχερές. Όσοι ήταν τριαντάρηδες το 2010 βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κατάρρευσης τη στιγμή που πήγαιναν να χτίσουν κάτι, για τον εαυτό τους και (πολλοί) για τα παιδιά τους. Όσοι ήταν εικοσάρηδες, είδαν τους γονείς τους να δυσκολεύονται να τηρήσουν τους όρους μιας άγραφης συμφωνίας (γενικής αποδοχής, αν και όχι του γούστου μου). Επιπλέον, ήρθαν αντιμέτωποι με την πιο εχθρική αγορά εργασίας του τελευταίου αιώνα: με υπερβολικά λίγες ευκαιρίες, και υπερβολικά χαμηλές αμοιβές, για να σχεδιάσει κανείς τη ζωή του. Για αυτό άλλωστε πολλοί έφυγαν για το εξωτερικό, συχνά οι πιο νέοι, οι πιο μορφωμένοι, οι πιο τολμηροί.

Όμως η πιο άτυχη από όλες τις γενιές μου φαίνεται εκείνη των σημερινών πιτσιρικάδων – ας πούμε όσων γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1995 και το 2005. Τυχαίνει να τη γνωρίζω καλά αυτή τη γενιά: έχει λίγο-πολύ την ηλικία των δικών μου παιδιών, άλλωστε κάποιοι τους υπήρξαν φοιτητές μου. Ήταν διαφωτιστική εμπειρία, εννοώ για μένα τον ίδιο: με έπεισε ότι οι νέες γενιές δεν είναι αναγκαστικά φτιαγμένες από καλύτερη πάστα. Ούτε όμως από χειρότερη.

Αυτή η γενιά σήμερα, είτε το θέλει είτε όχι, καλείται να βρει τη δύναμη για μια νέα αρχή. Τα εμπόδια που θα βρει μπροστά της είναι οφθαλμοφανή. Η παράλυση της οικονομίας λόγω κορωνοϊού πήγε τη χώρα ακόμη πιο πίσω, εξαλείφοντας σε λίγους μήνες την αναιμική ανάπτυξη των τελευταίων πέντε ετών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, στις αρχές του 2021 η χώρα θα είναι 30% φτωχότερη από ό,τι το 2007. Οι κάτοικοί της περισσότερο: το μέσο διαθέσιμο εισόδημα είχε μειωθεί 40% στα χρόνια της κρίσης, όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε «μόνο» 26%. (Αν και εδώ δεν χωράει απλή μέθοδος των τριών: αντίθετα από ό,τι στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010, οι επιδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές στήριξαν τα εισοδήματα πάνω από τις δυνατότητες της παγωμένης λόγω πανδημίας οικονομίας. Και ευτυχώς.)

Οι πρώτοι εμβολιασμοί θα βελτιώσουν το κλίμα. Η κατήφεια θα δώσει σιγά-σιγά τη θέση της στην αισιοδοξία. Η οικονομία θα βγει από την κατάψυξη. Όμως, τίποτε δεν εγγυάται ότι η ανάκαμψη θα είναι όσο δυναμική χρειάζεται να είναι ώστε να ξανακερδηθεί το χαμένο έδαφος. Αυτό θα εξαρτηθεί από τη σοφία των επιλογών της πολιτικής ελίτ (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης), που θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι καλύτερη από ό,τι νομίζουν οι περισσότεροι ψηφοφόροι. Θα εξαρτηθεί όμως και από την ωριμότητα των πολιτών – και ιδίως των νεότερων.

Σε μεγάλο βαθμό, η ωριμότητα είναι θέμα αυτογνωσίας. Δεν είμαστε ο περιούσιος λαός. Κανείς δεν συνωμοτεί εναντίον μας. (Οι περισσότεροι δεν ασχολούνται καν.) Είμαστε μια μικρή χώρα με μεγάλα προβλήματα, που όμως δεν είναι όλα άλυτα. Σύμφωνοι: δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα για να πάψει να μας απειλεί ο Ερντογάν – εκτός ίσως από το να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, και να παίξουμε καλά το (δυνατό) χαρτί των διεθνών συμμαχιών που μας μοίρασε η Ιστορία (και κάποιοι φωτισμένοι ηγέτες του παρελθόντος). Τα υπόλοιπα περνάνε από το χέρι μας.

Ίσως είναι επαγγελματική διαστροφή, αλλά θεωρώ την εκπαιδευτική υστέρηση ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για τη γενιά των σημερινών πιτσιρικάδων. «Ποια υστέρηση;» θα ρωτήσετε. Πριν είκοσι χρόνια, μόνο το 23% των Ελλήνων ηλικίας 25-34 είχε πτυχίο πανεπιστημίου ή ΤΕΙ. Σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 42%. Ναι, αλλά 1 στους 5 πρόσφατους πτυχιούχους είναι λειτουργικά αναλφάβητος: αδυνατεί να κατανοήσει κείμενο, κάνει λάθη σε αριθμητικές πράξεις, δυσκολεύεται να λύσει προβλήματα, τεχνολογικά ή όχι. (Το ακριβές ποσοστό είναι 18,7% των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών το 2015. Είναι το χειρότερο στην Ευρώπη. Η χώρα με τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, η Λιθουανία, τα πάει πολύ καλύτερα από εμάς: 9,3%.)

Η χαμηλή ποιότητα των πτυχιούχων είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Συχνά το πρόβλημα δεν είναι καν τα τυπικά προσόντα, αλλά τα άτυπα: η διάθεση συνεργασίας, η ανάπτυξη πρωτοβουλιών. Κατά τα άλλα, η τεχνική εκπαίδευση είναι απαξιωμένη, και οι περισσότερες επιχειρήσεις υπερβολικά μικρές (ή οι επιχειρηματίες υπερβολικά αδαείς οι ίδιοι) για να προσφέρουν ουσιαστικά προγράμματα μαθητείας.

Εν τω μεταξύ, ο ορίζοντας σκοτεινιάζει. Ο μαζικός τουρισμός, που εν μέρει κάλυπτε τα ελλείμματα των άλλων κλάδων, ενδέχεται να μην επανέλθει ποτέ με αυτή τη μορφή (πράγμα όχι αναγκαστικά κακό, αρκεί να προετοιμαστούμε καλά). Η κλιματική αλλαγή κινδυνεύει να κάνει το πατροπαράδοτο περιουσιακό μας στοιχείο –το «ελληνικό καλοκαίρι»– αφόρητα καυτό. Η τεχνολογική μεταβολή καθιστά περιττά πολλά επαγγέλματα, ενώ ταυτόχρονα φέρνει στο προσκήνιο άλλα (πόσο αξιοπρεπή και καλοπληρωμένα θα δούμε). Η παγκόσμια τράπουλα ξαναμοιράζεται. Για τα προβλήματα του πλανήτη δεν μπορούμε παρά να κάνουμε αυτό που πρέπει, ελπίζοντας ότι θα κάνουν το ίδιο και οι υπόλοιποι. Για τα δικά μας προβλήματα μπορούμε να κάνουμε περισσότερα.

Το πρόβλημα των χαμηλών δεξιοτήτων δεν λύνεται χωρίς την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης – σε όλο το φάσμα, από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς έως την επαγγελματική κατάρτιση. Οι πιο δυναμικές οικονομίες της Ευρώπης «πατάνε» σε καλά σχολεία που δίνουν ευκαιρίες και προοπτικές σε όλα τα ξύπνια παιδιά, ιδίως σε όσα μεγαλώνουν σε ταπεινές οικογένειες και σπίτια χωρίς βιβλία. Αυτό είναι το διακύβευμα για τους σημερινούς πιτσιρικάδες: εάν στο σχολείο τους –που μπορεί να είναι στις δυτικές συνοικίες, ή σε κάποια μικρότερη πόλη– θα πάρουν τις γνώσεις, τα εργαλεία και τον τρόπο σκέψης που θα τους βοηθήσουν να προκόψουν σε έναν απαιτητικό κόσμο.

Είναι ικανοί να το απαιτήσουν, από τους καθηγητές τους και τα συνδικάτα τους, από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, πετυχαίνοντας εκεί που απέτυχαν οι προηγούμενες γενιές;


* Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου.