Πολιτικη & Οικονομια

Τα φτερωτά σανδάλια

Αντώνης Νικολής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το καλοκαίρι του 2004, μία εβδομάδα μετά τη λήξη των Ολυμπιακών της Αθήνας, βρέθηκα στη Λισαβόνα. Οι ελληνικές τηλεοράσεις επαίρονταν ότι πια η Αθήνα ήταν η ομορφότερη πόλη της Ευρώπης. Είχαν όντως αναβαθμιστεί αισθητικά ορισμένοι δρόμοι κυρίως γύρω από την Ακρόπολη, αλλά στη Λισαβόνα για το πολύ ταπεινότερο Πανευρωπαϊκό Ποδοσφαίρου είχε φρεσκαριστεί μία από τις πολλές διατηρητέες συνοικίες της πόλης, η Αλφάμα, σε κάθε πρόσοψη και σ’ όλα τα λιθόστρωτά της, σε έκταση όση περίπου η αθηναϊκή Κυψέλη.

Κουβαλούσα τη μελαγχολία από τις τελετές των αγώνων, ενοχλημένος από εκείνον τον υφέρποντα πλην γνώριμο στόμφο της Αθηναϊκής Σχολής. Τον ίδιο που ονόμαζε τον Κωστή Παλαμά νέο Όμηρο του ελληνισμού και που λίγο ρομαντικότερος έντυνε τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού με δωρικούς χιτώνες. Μελαγχολία ιδίως γιατί εκλείπει ένας κάποιος είρων και Αλεξανδρινός να κατεβάσει στο στάδιο και να προσαγορεύσει βασιλείς τα καημένα τα παιδιά της Κλεοπάτρας, να τρέξουν οι φιλοθεάμονες και φιλοπαίγμονες συντοπίτες του να κάνουν χάζι «τ’ ωραίο θέαμα», και οι οποίοι θα ήξεραν, βέβαια, «τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήτανε αυτές οι βασιλείες».

Ταξίδεψα πολλές φορές στη Λισαβόνα, ξανάβρισκα εκεί αυτό που ανεπιστρεπτί χάθηκε εδώ: την αυθεντικότητα των δεκαετιών του ’60 και του ’70, συγχρονισμένη ωστόσο με το παρόν, πώς είναι να ζεις το καινούριο αρμονικά συνδιαλεγόμενο με το παλιό. Λάτρης επίσης της πορτογαλόφωνης μουσικής, στα στέκια με τη βραζιλιάνικη σάμπα, τη μπόσα νόβα, το τροπικαλίσμο και άλλα, τα μόρνας και τα φουνανά από το Πράσινο Ακρωτήρι, τις μουσικές της Αγκόλα, και την κυρίως πορτογαλική στις λαϊκές γειτονιές της πόλης (στην Αλφάμα, στη Μοραρία και στο Μπάιρου Άλτου), το φάντο και στα πανηγύρια τους τα πολύ ζωντανά συγκροτήματα χορού και τραγουδιού φολκλόρ.

Ένα απόγευμα εκείνου του ταξιδιού του 2004, λοιπόν, μαζί με τον φίλο συνταξιδιώτη περπατώντας στα στενά της Αλφάμα, αίφνης σ’ ένα αδιέξοδο πέσαμε σε τυπική λαϊκή συντροφιά, περίοικοι που εκεί έξω στο δρόμο ψήνανε σαρδέλες σε μικρές μεταλλικές ή πήλινες φουφούδες δίπλα στα κατώφλια τους, κάθονταν σε άσπρες πλαστικές καρέκλες, κι ο ένας μετά τον άλλο σηκώνονταν, τραγουδούσαν fado corido, που είναι το πιο χαρούμενο, το φάντο της παρέας. Δε χάναμε τέτοιες ευκαιρίες, καθίσαμε χάμω στο κράσπεδο, τους ακούγαμε.

Οι Πορτογάλοι είναι συνεσταλμένοι, μπορεί να τους παρεξηγήσεις, να σου φανούν αφιλόξενοι. Κάθε άλλο. Σε λίγο μάς πρόσφεραν πάνω στο ψωμί πρεζούντο, το πορτογαλικό χαμόν, και πάλι πάνω σε φέτες ψωμί σαρδέλες, και φυσικά κρασί. Ήμαστε σε έξαρση και σε βαθιά συγκίνηση όταν από την άλλη πλευρά, της πλατειούλας μπροστά από το αδιέξοδο, αντιληφθήκαμε περπατήματα και κινήσεις σωμάτων, επιπλέον συλλαβές στην οικεία συχνότητα, ένα γκρουπ Ελλήνων. Μικροαστοί, κάποιας ηλικίας, μάλλον συνταξιούχοι. Τρεις γυναίκες κοντά στην ουρά του γκρουπ στράφηκαν προς το αδιέξοδο, προς τη συντροφιά μας, οι δύο κουνούσαν το κεφάλι, η τρίτη φώναζε: «Πω, πω, φτώχεια, βρε παιδάκι μου, πω, πω φτώχεια!»

Φτώχεια δεν έβλεπαν, την αποστροφή τούς την προξενούσε η εικόνα του αυθεντικού.

Οκτώ χρόνια αργότερα, καλοκαίρι του 2012, πάλι στη Λισαβόνα και με τον ίδιο φίλο και συνταξιδιώτη, αλλά και χρονιά τη χρονιά να συνειδητοποιούμε πως εδώ τα μικρά μαγαζιά ευημερούν, ότι δε βλέπουμε σχεδόν πουθενά το aluga-se, το ενοικιάζεται, αντίθετα, η πόλη μοιάζει να επουλώνει παλιότερες πληγές: οι ζητιάνοι λιγόστεψαν, τις νύχτες ειδικά βανάκια φροντίζουν άστεγους και τοξικομανείς. Πληροφορούμαστε μία εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην ανεργία, τη διοργάνωναν αριστεροί φοιτητές στο πάρκο Εδουάρδου Ζ’, καθοδόν κιόλας προς τα κει αναλογίστηκα τι χαρά θα κάνανε οι δικοί μας μπαχαλάκηδες με τους μικρούς κυβόλιθους που σχηματίζουν τα ψηφιδωτά δάπεδα στα πεζοδρόμια, για την πληθώρα θέλω να πω των πολεμοφοδίων στον αγώνα τους ενάντια σε μνημόνια, φιλελευθερισμό και λοιπά δαιμόνια της καπιταλιστικής αβύσσου.

Συναντήσαμε νεαρόκοσμο με αναρτημένα πανό καθισμένους στο γρασίδι. Είχα από καιρό δύο ερωτήσεις για ένα νεαρό αριστερό Πορτογάλο. Αυτός με τον οποίο τελικά θα έπιανα κουβέντα, ίσως ούτε είκοσι πέντε, ένας συμπαθής αλλά φαφούτης, νωδός –να χρησιμοποιήσω τη λέξη του Παπαδιαμάντη-, προφανώς όχι από μόδα, από στενότητα οικονομική. Το πρώτο που τον ρώτησα, ποια ήταν η άποψή του για τον δικτάτορα Σαλαζάρ. Απαρίθμησε όχι λίγα ως θετική προσφορά, και εμφατικά ότι επί των ημερών του η Πορτογαλία δε χρώσταγε ούτε ένα δολάριο, βέβαια, και ύστερα από ένα «αλλά, όμως», τα πολύ περισσότερα αρνητικά. Αναρωτήθηκα ποιος δικός μας νεαρός αριστερός θα είχε να πει ένα θετικό, όχι για τον Μεταξά που είναι ο αντίστοιχος του Σαλαζάρ, έστω για τον κοινοβουλευτικό Καραμανλή.

Το δεύτερο, αν και τι γίνεται με τους διορισμούς στο δημόσιο. Προσπαθούσα να του εξηγήσω την έννοια πελατειοκρατία. Με κοίταζε με απορία. Δεν καταλάβαινε, χρειάστηκε να του δώσω πολλές περαιτέρω επεξηγήσεις. «Μα είναι δημόσιο χρήμα, δεν ανήκει στους πολιτικούς, δεν είναι δικό τους! Για τις καριέρες τους, να μετατρέπουν το δημόσιο χρήμα σε… μαύρο πολιτικό;» συνέχιζε να απορεί.

Αφήσαμε την πολιτική εκδήλωση διαμαρτυρίας αυτής της αριστεράς, κατηφορίζαμε με τον συνταξιδιώτη προς την πλατεία Μαρκές ντε Πομπάλ. Είναι πολύ δύσκολο να θυμάσαι την πατρίδα σε χώρες όπου οι κοινωνίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θέσπισαν τον ορθό λόγο κύριο μπούσουλα στη ζωή τους. Συγχυσμένος, εκτονωνόμουν με σχήματα,– με το συμπάθιο κιόλας. «Οι δικοί μας θαρρούν πως άμα πάρεις φόρα και τα δώσεις από την ταράτσα του σπιτιού σου, στο τέλος θα πετάξεις. Ποιος νόμος της βαρύτητας, αν αφεθείς στο… όνειρο, λίγο πριν σκάσεις φαρδύς πλατύς στο οδόστρωμα, θα βρεθείς με φτερωτά σανδάλια στα πόδια.» Εκνευρισμένος, μονολογούσα και μυκτήριζα τα… φτερωτά σανδάλια.

Εντούτοις, –υπάρχει αντίλογος, τον ξέρω–, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι φτεροκοπάνε καθημερινά από τον έναν στον άλλο τόπο. Μόνο που το καταφέρνουν γιατί άλλοι δούλεψαν και δουλεύουν με πραγματισμό και άκρα λογική, όσοι έφτιαξαν, φτιάχνουν και συντηρούν αεροπλάνα, αεροδρόμια και τα συναφή.

Είμαι ως το μεδούλι φιλελεύθερος, καθόλου αριστερός, – έχω συστηθεί. Ωστόσο, μ’ αρέσει να πιάνω κουβέντες με αριστερούς, το χαίρομαι για πολλούς λόγους. Αρκεί να μην είναι πονηροί σαλτιμπάγκοι. Αυτοί –αν ο μη γένοιτο– θ’ αφήσουν τους πολλούς να πέσουν στο κενό, οι ίδιοι ένα βήμα πριν από το στηθαίο της ταράτσας θα πατήσουν φρένο. Και από τότε κι ύστερα, ίσως καλύτερα στο κενό, παρά στο τι θα επακολουθήσει αφότου παγιωθεί εκείνος ο παγερός κυνισμός στο μούτρο τους.


Στο προσεχές τεύχος 104 του Εντευκτηρίου προδημοσιεύεται (με τον αυτοτελή τίτλο "Το θάρρος των αισθημάτων") απόσπασμα από την υπό έκδοση νουβέλα μου «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα».