Πολιτικη & Οικονομια

Η δημοκρατική αρετή του γήρατος

Πανδημία & Κοινωνία 1: Όταν η Αμερική έπαψε να ηγείται της Διεθνούς του θανάτου και... ο γερο-Τζο

Παναγής Παναγιωτόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νέα Στήλη: Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος γράφει για τη μέγιστη σημασία που αποκτά η νίκη του Τζο Μπάιντεν σε σχέση με την πανδημία.

Η Αμερική υπήρξε αναμφισβήτητα η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης στον 20ό αιώνα, για κάθε καλό και για κάθε κακό. Με το τέλος του αιώνα όμως η τρωτότητά της φάνηκε αμέσως. Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 έθιξε ανεπανόρθωτα την πολιτισμική της υπεροχή. Η παραμόρφωση της κατ’ εξοχήν μητρόπολης του κόσμου διέλυσε την ουτοπία ενός δημιουργικού και απολαυστικού καπιταλισμού που δεν απειλείται.

Η σφοδρότητα των τρομοκρατικών χτυπημάτων συνέπεσε με την κορύφωση της επίπλαστης χλιδής, την ολοκλήρωση της διόγκωσης των μεσαίων στρωμάτων και τον εποικισμό της κοινωνίας από ένα οξύ καταναλωτικό ναρκισσισμό των δανείων, της χρηματοπιστωτικής ελευθεριότητας και της μεγάλης οικονομικής απορρύθμισης. Συνέπεσε με το ανώτατο στάδιο μιας πορείας εκδημοκρατισμού των επιθυμιών, της χαράς και του δικαιώματος να επιδιώκεις την ευτυχία σου όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στο Αμερικανικό Σύνταγμα.

Από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά η Αμερική –όπως και η Ευρώπη με τους δικούς της όρους– έμελλε να διολισθαίνει συνεχώς. Χωρίς τη λάμψη του άτρωτου και με τη μεσαία τάξη της να διαιρείται ολοένα και περισσότερο, με την κοινωνική της κινητικότητα να αφορά όλο και λιγότερους και την οικονομική κρίση του 2008 να βυθίζει, εν τέλει, μεγάλες μάζες στην ανασφάλεια, την αγωνία και τη φτώχεια.

Η παρόξυνση της παγκοσμιοποίησης που παρατηρείται σε αυτή την έναρξη του 21ου αιώνα, η μεταφορά δηλαδή βιομηχανικής και τεχνολογικής ισχύος από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό και τον Ινδικό ωκεανό, μίκραινε την αστερόεσσα. Και ο αμερικανικός τρόπος ζωής, όπως μεταπολεμικά είχε καθιερωθεί ως πλούσια και απολαυστική συνθήκη που χωράει εκτός από τα μεσοστρώματα και τις μεγάλες λαϊκές τάξεις, γινόταν μια κούφια αναφορά, μια πικρή ανάμνηση. Οι διαφορετικές ταυτότητες των ανθρώπων γίνονταν σκληρές κοινότητες διαχωρισμού και επιθετικότητας και η συνύπαρξη των ανθρώπων κάτω από τον ίδιο ουρανό ένα ευτυχές παρελθόν.

Η εκλογή του Τραμπ –και ο τεράστιος αριθμός ψήφων που έλαβε και φέτος– εδράζεται πάνω σε αυτή την πραγματικότητα ιστορικής υποχώρησης των ΗΠΑ. Η ορμή του και η αντισυστημική του επιθετικότητα μορφοποίησε την πολιτισμική αντεπίθεση εκείνης της Αμερικής που ένιωθε ότι χάνει το έδαφος από τα πόδια της και που καλούσε σε εθνικό προστατευτισμό έναντι της παγκόσμιας οικονομίας. Ταυτόχρονα οργάνωνε, σε μια σπάνια πολιτική στιγμή, τον θυμό για τις ελίτ κάθε είδους και κυρίως για τη νέα πολιτισμική τους ορθοδοξία: αυτόν τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό των ταυτοτήτων και του ξαναγραψίματος της ιστορίας στο όνομα των καταπιεσμένων μειονοτήτων που από τα πανεπιστημιακό campus επεκτάθηκε και κυριάρχησε στα μορφωμένα στρώματα του κοινωνικού ιστού.

Ο Τραμπ μαζί με όλα αυτά, ως προσωποποιημένη ούλτρα-δεξιά ουτοπία που υπόσχεται τα πάντα, δεν θα δίσταζε να υποσχεθεί την υπέρβαση κάθε αντίφασης και πραγματικότητας. Εκτός της προστασίας από την απειλή της παγκοσμιοποίησης –και τη διαφύλαξη των αξιών μιας αναγεννημένης μακαρθικής Αμερικής– θα διασφάλιζε και κάτι ακόμα: μια φυσιοκρατικού τύπου απρόσκοπτη και αέναη οικονομική ελευθερία. Μια ουσιώδη και «ενεργητική αδιαφορία» για την κοινωνική αναδιανομή των πόρων, μια αυτονόητη δικαιολόγηση των ανισοτήτων και μια σταθερή εξύψωση εκείνης της οικονομικής βούλησης που δεν υπόκειται σε κρατικούς περιορισμού. Ήταν τα «βαρέα μέταλλα» ενός νεο-φιλελευθερισμού που δεν θα ενδιαφερόταν ποτέ για τη δημιουργία ενός δημόσιου συστήματος υγείας. Μια ολόκληρη νοοτροπία –πολύ παλιά και ριζωμένη– που κατέληξε τώρα, με τον Τραμπ και την πανδημία, να βδελύσσεται με την ίδια την έννοια της δημόσιας υγείας!

Τραμπ, ο ηγέτης των αρνητών του ιού

Αυτό ήταν το υποσχετικό τρίπτυχο του τραμπισμού: ασφάλεια από την οικονομική παγκοσμιοποίηση, πρωτόγονη εναντίωση στην πολιτική των ταυτοτήτων και κυνικός ατομικισμός. Και πάνω σε αυτό κινήθηκε η προεδρική του θητεία. Με μια άνιση αλλά αισθητή σε όλους αύξηση των εισοδημάτων στη μια περίπτωση να δίνει ένα πρώτο σημάδι λειτουργίας των πολιτικών απο-παγκοσμιοπόιησης, την πολιτισμική διαχείριση των ταυτοτήτων να εκτρέπεται σε άγρια και μεσαιωνικού τύπου αντεπίθεση των πιο αντιδραστικών και αντιδημοκρατικών τμημάτων της λευκής και ευαγγελικής αμερικανικής ακροδεξιάς και τον φυσιοκρατικό κυνισμό να καταλύει κάθε πολιτική προστασίας της δημόσιας υγείας από τον Covid.

To τελευταίο στοιχείο ήρθε ως αυθεντικό Γεγονός, ως ανατρεπτική δύναμη που έκαμψε τη δυναμική της βέβαιης κατά τα άλλα επανεκλογής. Και αυτό διότι η πολιτική της οικονομικής αποπαγκοσμιοποίησης δεν ήταν άλλη από την εφαρμογή μιας προστατευτικής προσδοκίας. Το σημείο όπου η έννοια του προστατευτισμού μετεξελισσόταν σε κοινωνική αίσθηση μιας νέας ασφάλειας. Η όποια αίσθηση ασφάλειας παρήχθη από τις τραμπικές πολιτικές, στην πραγματικότητα ακυρώθηκε από τη λυσσαλέα προσφυγή στο ιδεολόγημα της οικονομικής ελευθερίας και στην ακραία πολιτική δαιμονοποίηση της μάσκας ως εργαλείο υποταγής.

Ο αμερικανικός νεο-προστατευτισμός και το κοινωνικό του περιεχόμενο συνεθλίβησαν στην αγοραία ιδεολογία περί κορωνοϊού και στον στρεβλωμένο οικονομισμό ενός δήθεν αντικρατισμού. Όλες οι ψηφίδες αμερικανικού ιδεολογικού και πολιτισμικού αρχαϊσμού, από τους μανιακούς κρεατοφάγους ψήστες με μούσια και ημί-σκληρα rifs της ηλεκτρικής κιθάρας μέχρι τους οπλοφόρους της λευκής υπεροχής περνώντας από τον νέο χιλιασμό των τηλε-ευαγγελιστών, μαζί με τη μάζα της καινοφανούς λαϊκής δυσπιστίας προς τους ειδικούς, ενώθηκαν στο σύμπαν της απροστάτευτης ζωής, στην άρνηση της ίδιας της έννοιας της δημοσίας υγείας, του κοινού αγαθού, της εθνικής συνοχής και της κρατικής πρόνοιας έναντι των απειλών.

Η τραμπική γραμμή αντιμετώπισης του σύγχρονου κόσμου ως απειλή και της Αμερικής ως απειλούμενους χώρας –από την οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση– ξεχάστηκε, όλα τα σενάρια τρόμου και η προσδοκία προστασίας από τη δημόσια δύναμη κατέρρευσαν όταν ο Τραμπ ουσιαστικά αποφάσισε να ηγηθεί των αρνητών του ιού. Όταν πολιτικά, διοικητικά και πολιτισμικά μετέτρεψε ένα θέμα δημόσιας υγείας σε θέμα μετεωρολογίας και τον covid σε συννεφιασμένο ουρανό με κατά τόπους βροχοπτώσεις. Όταν μετασχημάτισε τους φόβους των απειλούμενων από την παγκοσμιοποίηση σε τρόμο για τον κρατικό έλεγχο και οδήγησε τον λαό του (τον τραμπικό λαό) να αντιλαμβάνεται τα μέτρα προστασίας από τον ιό σε άλλη μια σοσιαλιστική συνωμοσία των ελίτ και του κατεστημένου.

Σε αυτό το περιβάλλον μέγιστης τοξικότητας και αντιφάσεων, τις οποίες ο Τραμπ είχε πρόσκαιρα υπερβεί με τον βίαιο λόγο του και τον εγκλεισμό του δημόσιου βίου σε νοσηρούς ψυχικούς κόσμους –σαν και εκείνον της «προεδρικής πνευματίστριας» που τις προάλλες προσευχόταν και καλούσε τους αγγέλους να έρθουν από την Αφρική να συνδράμουν τον εκλεκτό της– η νίκη του Τζο Μπάιντεν αποκτά μέγιστη σημασία σε σχέση με την πανδημία. Και αυτό διότι η Αμερική του Τραμπ είχε στην πραγματικότητα αποστατήσει από την παγκόσμια μάχη κατά της ασθένειας. Θα λέγαμε μάλιστα πως είχε αναδειχτεί σε σκοτεινή πρωτοπορία των απανταχού αρνητών της νόσου.

Η νίκη του Μπάιντεν, με τη βαρύνουσα κοινωνιολογική σημασία που έχει η πλειοψηφία που απέσπασε στη λεγόμενη ζώνη της σκουριάς, τις βορειοανατολικές πολιτείες της μακράς αποβιομηχάνισης και της παγκοσμιοποιημένης δυστυχίας των λευκών εργατικών στρωμάτων, εξισορροπεί την αίσθηση της απειλής. Απειλή για την ακεραιότητα της αμερικανικής κοινωνίας δεν είναι πλέον (μόνον) η φτώχεια και η πολιτισμική αγωνία που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση ή οι υπερβολές του ριζοσπαστικού προοδευτισμού, μα και η ίδια η ασθένεια. Η επιτυχία των Δημοκρατικών σημαίνει ακόμα και την επιστροφή του Κράτους, όχι ως κυριαρχικού μηχανισμού, ως κατασταλτική μηχανή επιβολής του νόμου και της τάξης, αλλά ως προστατευτικού θεσμού για τους πολίτες. Ενός θεσμού που φροντίζει και μεριμνά για την ασφάλεια των πολιτών πέραν και πάνω από τις δικές τους επιλογές, που υποχρεώνει το κοινωνικό σύνολο αν χρειαστεί αν συμμορφωθεί –για τη δική του προστασία– με έναν νόμο που καταναγκάζει την βούληση αλλά προστατεύει, που θυσιάζει το έλασσον για να διασφαλίσει το μείζον, που στερεί ατομικές ελευθερίες για να διασώσει την προϋπόθεσή τους, την ίδια τη ζωή.

Επιστροφή στον στοιχειώδη ανθρωπισμό

Αυτή η επιστροφή της επίσημης Αμερικής στον στοιχειώδη ανθρωπισμό που προτάσσει τη ζωή και τη φροντίδα του ανθρώπου έναντι της δήθεν απροϋπόθετης οικονομικής ελευθερίας μπορεί να συντελείται σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, εν μέσω μιας πραγματικής, παρότι συγκεκαλυμένης ανθρωπιστικής κρίσης. Ακουμπάει όμως σε βαθύτερα στρώματα της κοινωνικής εμπειρίας και αγγίζει τις λεπτές χορδές του αιτήματος της δίκαιης συνύπαρξης. 

Πράγματι, η έστω και υπερβολικά καθυστερημένη μεταστροφή της επίσημης Αμερικής από κρυφή ηγεσία της Διεθνούς του θανάτου σε κοινωνία που μάχεται κατά της πανδημίας αντανακλά σε παγκόσμιο επίπεδο μια αρχή δικαιοσύνης. Μια ιδεολογία ανακατανομής των υγειονομικών πόρων από τους υγιέστερους στους ευπαθείς, μια κοινωνική μεταβίβαση που διορθώνει τη βιολογική ανισότητα που προκαλείται από το γήρας και άλλους παράγοντες και οδηγεί σε μια λιγότερο άνιση κατανομή των κινδύνων από τη νόσο. Οι πολιτικές περιορισμού της ατομικής ελευθερίας, η μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας προς όφελος της υγείας, είναι μια μορφή μοριακής, στοιχειώδους και ελάχιστης σοσιαλδημοκρατίας. Ή, αλλιώς, μια ακριβοδίκαιη πολιτεία που τη βιώνουμε μέσα στο πετσί μας.

Η μετακίνηση όμως της επίσημης Αμερικής από την πλευρά των αρνητών του κορωνοϊού σε εκείνη των μαχητών του είναι και ένα σήμα επιστροφής στην ορθολογική προσέγγιση του κόσμου. Επαναφέρει την εμπιστοσύνη της δημοκρατικής εξουσίας στην επιστήμη. Δηλώνοντας τις πρώτες μέρες μετά την εκλογή του: «Σας παρακαλώ, σας εκλιπαρώ, φορέστε μάσκα. Κάντε το για τον εαυτό σας. Κάντε το για τον γείτονά σας. Η χρήση της μάσκας δεν είναι πολιτική στάση, όμως είναι ένας καλός τρόπος να αρχίσει να ενώνεται η χώρα» ο Μπάιντεν πηγαίνει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα.

Απονευρώνει την πολιτικότητα της προστατευτικής πολιτικής στη συνθήκη της πανδημίας, χτυπάει την ιδεολογική ανάγνωση των μέτρων περιορισμού και μειώνει την καλπάζουσα, σε λαό και ελίτ, βεβαιότητα ότι τα πάντα έχουν ένα προφανές πολιτικό νόημα, ότι τα πάντα σημαίνουν κάτι εξουσιαστικό ή αντιεξουσιαστικό. Επιστρέφει έτσι σε μια πρωταρχική αρχή που τοποθετεί την ασθένεια στη σφαίρα της πραγματικότητας και την επιστήμη στη θέση της δραστηριότητας εκείνης που έχει τις μεγαλύτερες από κάθε άλλη δυνατότητες να την γνωρίσει και να την αντιμετωπίσει.

Όλα αυτά θα τα έκανε κατά πάσα πιθανότητα οποιασδήποτε δημοκρατικός υποψήφιος αντιμετώπιζε και νικούσε τον γκουρού του ανορθολογικού απωθημένου της Δύσης, δηλαδή τον Τραμπ. Κάπως έτσι θα λειτουργούσε η νίκη του. Θα ήταν, στη συγκυρία αυτού του μεγάλου θανατικού, μια νίκη της ζωής, μια φωτεινή επικράτηση της ανοιχτής χριστιανοσύνης, μια μοριακή αναφορά στη δίκαιη κοινωνία, μια νίκη της επιστήμης απέναντι στον σχετικισμό, μια φανέρωση της σκληρής πραγματικότητα απέναντι στο νέο πλέγμα της «δυσ-ουτοπίας» (το σημείο που ο τρόμος για το μέλλον και η ελπίδα για έναν καινούργιο uber κόσμο συναντιούνται σε μια αρνητική επιθυμία καταστροφής) που αντιπροσώπευε ο Τραμπ.

Αυτήν την, εκλογικά οριακά αλλά συμβολικά τεράστια, αλλαγή θα ενσαρκώσει ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας, ο Τζο Μπάιντεν. Ένας ηλικιωμένος που δεν φημίζεται για την κρυφή του ρώμη και νεανικότητα και που λοιδορήθηκε από τον υπερφυσικό του αντίπαλο, τον Τραμπ ο οποίος μεταμόρφωσε την εγγενή του επιθετικότητα σε μετωνυμία μιας βιταλιστικής –σχεδόν φασιστικής– νεότητας.

Τη νίκη την κατήγαγε ένας γέρος άνθρωπος, γεμάτος προσωπικές πληγές και συναντήσεις με τον θάνατο των αγαπημένων του. Και αυτό δεν είναι δευτερεύον.

Η κυριαρχία ενός μεγάλου ανθρώπου και σωματικά φθαρμένου, στη συνθήκη όπου η πανδημία επιλεκτικά σχεδόν αποδεκατίζει τις παλιότερες γενιές, γεφυρώνει τους πληθυσμούς και δίνει μια στοιχειώδη συνοχή στην αμετροεπή εξύψωση της νεότητας, στην επικράτηση ενός τεχνητού πολέμου μεταξύ γενεών, σε μια αγιοποίηση της εφηβικής φιγούρας και της νεανικής ορμής.

Έναν πολιτισμικό ορίζοντα της νεανικής ταυτότητας που ο νέος Πρόεδρος και γέρος άνθρωπος Μπάιντεν θα κληθεί να συμφιλιώσει με τον κόσμο των μεγάλων, τις υποχρεώσεις των ενηλίκων και την κοινοτοπία των μεσηλίκων. Έργο δύσκολο από τη στιγμή που η νεανική κουλτούρα της ανεμελιάς και της κατοχής ενός νεανικού ηθικού πλεονεκτήματος, αυτού του παγκοσμιοποιημένου και οξύθυμου κυνισμού μιας μεγάλης αλήθειας που κρύβεται στους νέους, ενδημεί κατ’ εξοχήν στο δικό του στρατόπεδο, κατοικεί στις προοδευτικές ελίτ και σε κάθε έναν που, το τραμπικό του ασυνείδητο, τον κάνει να πιστεύει ότι είναι εσαεί άτρωτος και καταστατικά αδικημένος.