Πολιτικη & Οικονομια

Δύο όψεις του μαραθώνιου Ελλάδας - Τουρκίας

Έχουμε να λύσουμε μια δύσκολη εξίσωση με πολλές μεταβλητές

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παντελής Καψής σχολιάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Την προηγούμενη εβδομάδα η τουρκική λίρα έσπασε το φράγμα των 8 δολαρίων. Στις διεθνείς αγορές το επιτόκιο για τα τουρκικά ομόλογα είναι πάνω από 6%, πολλαπλάσιο δηλαδή της Ελλάδας που δανείζεται με επιτόκιο κάτω από 1.5%. Με δεδομένο το τεράστιο χρέος σε συνάλλαγμα που έχουν οι τουρκικές επιχειρήσεις καθώς και το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ακόμα και σενάρια χρεοκοπίας. Κάτι τέτοιο δεν θεωρείται πιθανό από τους περισσότερους αναλυτές. Αν μη τι άλλο, θα είχε τεράστιο κόστος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Κάνει, ωστόσο, την Τουρκία ευάλωτη σε οικονομικές πιέσεις και βάζει σε πιο ρεαλιστικές βάσεις τον «ιερό πόλεμο» του Ερντογάν. Είναι χαρακτηριστικό πόσο γρήγορα υποχώρησε πριν από δύο χρόνια στην απαίτηση του Τραμπ να ελευθερώσει τον αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον. Μέσα σε λίγες εβδομάδες η τουρκική λίρα είχε χάσει σχεδόν 40% της αξίας της, εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό, όταν ο αμερικανός πρόεδρος επέβαλε οικονομικά αντίποινα.

Αν η ελληνοτουρκική κρίση είναι μαραθώνιος, όπως επιμένουν όλοι οι αναλυτές, τότε η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη σημαίνει ότι στο ενδεχόμενο ανοιχτής ρήξης δεν κινδυνεύει να βρεθεί ξεκρέμαστη, ανίκανη να βρει το συνάλλαγμα για βασικές εισαγωγές. Χωρίς την Ευρώπη και με δεδομένα τα άσχημα οικονομικά μας, η αντοχή της χώρας θα ήταν περιορισμένη.

Φυσικά, αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί η κοινοτική αλληλεγγύη, ότι δηλαδή δεν θα θεωρηθεί ότι η Ελλάδα είναι αυτή που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Να ένα στοιχείο που συνήθως παραβλέπουν όσοι με ευκολία υιοθετούν κορώνες που μπορεί να οδηγήσουν σε τραγωδίες. Ο ποιητής το είπε καλύτερα: «οι λαοί την μοίρα τους ορίζουν μοναχοί τους/ και ότι κάνει η τρέλα τους δεν κάνουν οι εχθροί τους».

Παραδόξως η οικονομική κρίση εξαιτίας του Covid-19 είχε και μια θετική παρενέργεια. Την εγκατάλειψη των λογικών της λιτότητας και την υιοθέτηση μιας πρωτοφανούς νομισματικής και δημοσιονομικής χαλάρωσης από την Ευρώπη. Δεν είναι σαφές πόσο θα κρατήσει ούτε αν με το εμβόλιο θα επιστρέψουμε σε λογικές μνημονίων. Σίγουρα υπάρχει μια γενικότερη μετατόπιση στις αντιλήψεις για το χρέος και τα ελλείμματα σε σχέση με την κρίση. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα μπορεί και δανείζεται με πρωτοφανώς χαμηλά επιτόκια και θα συνεχίσει να το κάνει όσο θα θεωρείται ότι οι αιτίες της κρίσης είναι εξωγενείς, πανδημία δηλαδή ή τουρκική επιθετικότητα.

Αυτή είναι η αισιόδοξη εικόνα που αποκομίσαμε τους τελευταίους μήνες. Όσο και αν δεν είμαστε πάντα «στην ίδια σελίδα» με όλους τους εταίρους, δεν είμαστε μόνοι. Υπάρχει και η απαισιόδοξη όμως. Η συνειδητοποίηση της μεγάλης ανισορροπίας ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια ανισορροπία που υποχρεώνει την χώρα, όσο δυσάρεστο και αν είναι, να πάρει τα μέτρα της. Το παράδειγμα της Κύπρου όπου παραβιάζεται ατιμωρητί η εθνική της κυριαρχία, δείχνει τι μπορεί να συμβεί. Και δεν είναι μόνο η παραμέληση των εξοπλισμών στην δεκαετία της κρίσης. Είναι κυρίως η εντυπωσιακή ανάπτυξη της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας. Από τα drone υψηλής τεχνολογίας που έχουν χρησιμοποιηθεί με φονική αποτελεσματικότητα εναντίον των Κούρδων στη Συρία, στη Λιβύη και στην Αρμενία, ως τα τεθωρακισμένα που εξάγει σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο. Μια πολεμική βιομηχανία που είναι ταυτόχρονα τόσο εξαγωγική μηχανή όσο και γεωπολιτικό όπλο. Απέναντι σε αυτή την υπεροπλία η Ελλάδα είχε να αντιτάξει την ετοιμότητα του στόλου και της αεροπορίας καθώς και τα 4 υποβρύχια, τα μόνα που κατά τους αναλυτές, μας έδιναν ένα πλεονέκτημα στο πεδίο. Όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν φτάνουν και ότι έχουμε ήδη καθυστερήσει στη λήψη σοβαρών αποφάσεων.

Έχουμε να λύσουμε μια δύσκολη εξίσωση με πολλές μεταβλητές όπως είναι η τεχνολογία, το κόστος, οι πραγματικές αμυντικές ανάγκες αλλά και η διασύνδεση με την ανάπτυξη και τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Το να περιμένουμε ότι θα ανταγωνιστούμε την Τουρκία σε ποσότητα δεν είναι ρεαλιστικό. Τα οικονομικά της χώρας δεν είναι σε θέση να καλύψουν ανεξέλεγκτες δαπάνες. Δεν υπάρχει το ανεξάντλητο πορτοφόλι και οι μεσάζοντες δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση. Υπάρχουν απλούστερες, πιο οικονομικές και ενδεχομένως πιο αποτελεσματικές επιλογές. Και βέβαια οι εξοπλισμοί μπορούν και πρέπει να συνδεθούν με την οικονομική ανάπτυξη. Ξοδεύουμε δισεκατομμύρια, ακόμα και ένα μικρό μέρος από αυτά θα έφτανε για να δημιουργηθούν εξειδικευμένες θέσεις εργασίας και να στηριχθούν ελληνικές παραγωγικές μονάδες που θα έχουν πολύτιμες διασυνδέσεις με το σύνολο της οικονομίας. Απαιτείται κατά συνέπεια μια ενεργητική αναπτυξιακή πολιτική που θα αξιοποιεί και με τη σειρά της θα ενισχύει τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα έχουμε σαν χώρα σε ανθρώπινο και επιστημονικό δυναμικό. Είτε αυτό βρίσκεται στα πανεπιστήμια, είτε στα ναυπηγεία είτε σε σταρτ απ, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να σκεφτούμε «έξω από το κουτί». Λύσεις στις οποίες το κράτος θα κινητοποιεί και θα συνεργάζεται με τον ιδιωτικό τομέα. Απαραίτητες, φυσικά, και οι διεθνείς συνεργασίες οι οποίες διευκολύνονται από τη διπλωματική απομόνωση του Ερντογάν. Το βέβαιο είναι ότι η λογική «μειώνω τους φόρους και περιμένω επενδύσεις» δεν σε πάει μακριά, τουλάχιστον σε αυτό τον χώρο.

Μια τέτοια πολιτική εφάρμοσε συστηματικά και με μεγάλη επιτυχία η Τουρκία, ήδη από τη δεκαετία του ‘80. Αποτελεί σήμερα τη βάση των νέο-οθωμανικών βλέψεων του Ερντογάν. Για την Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει όρο επιβίωσης.