Πολιτικη & Οικονομια

Κυριακή Κοντ(ον)ή γιορτή...

Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό κόμμα δεν ξεκίνησε με αφορμή τη δημόσια διαφοροποίηση του Σταύρου Κοντονή

Γιάννης Μεϊμάρογλου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου σχολιάζει με αφορμή την διαγραφή του Σταύρου Κοντονή τον πρωταρχικό στόχο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ

Η εσωκομματική περιπέτεια του Σταύρου Κοντονή έβαλε τέλος και στην τελευταία αυταπάτη της Συριζαϊκής Αριστεράς. Ότι πρόκειται δηλαδή, δήθεν για ένα συλλογικό-μη αρχηγικό κόμμα στο οποίο οι αποφάσεις παίρνονται από εκλεγμένα όργανα και ότι η λειτουργία των τάσεων καθώς και η έκφραση διαφορετικών απόψεων είναι απολύτως σεβαστές και κατοχυρωμένες, μακριά από τις καταδικασμένες εσωκομματικές πρακτικές του παρελθόντος. Είχε προηγηθεί στην αρχή, στα χρόνια της «Πρώτη φορά Αριστερά», η διάψευση της αντιμνημονιακής διακυβέρνησης και στη συνέχεια της αυταπάτης του ηθικού πλεονεκτήματος.

Το θέμα δεν είναι βέβαια η υπεράσπιση της «γενναίας» στάσης του πρώην υπουργού. Άλλωστε, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να μιμηθεί πρώην συναδέλφους του από όλο το πολιτικό φάσμα. Να θυμηθεί δηλαδή τις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες του με την κυβερνητική πολιτική αφού πρώτα στερήθηκε το υπουργικό και το βουλευτικό του αξίωμα. Ο Σταύρος Κοντονής είχε και επιπλέον λόγους να διαχωρίσει, έστω και κατόπιν εορτής, τη θέση του. Η στιγμή ήρθε όταν οι χρυσαυγίτες νεοναζί θα επωφελούνταν από τις διατάξεις του νέου ποινικού κώδικα που ψήφισε άρον άρον ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο ίδιος. Θέλησε έτσι να αποτινάξει από πάνω του κάθε υπόνοια συνενοχής.

Η ουσία είναι ότι η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό κόμμα δεν ξεκίνησε με αφορμή τη δημόσια διαφοροποίηση Κοντονή. Ήταν μια πορεία σταδιακών αλλαγών στη συγκρότηση και τη λειτουργία του που χρονολογείται από την ανάδειξη του σημερινού προέδρου στην ηγεσία. Ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα της Γένοβας, με την ανοχή των στελεχών της πρώην ΑΚΟΕ, δημιούργησαν το οργανωτικό υπόβαθρο της πορείας προς μια λαϊκιστική εκδοχή της Αριστεράς που επισφραγίστηκε στη συνέχεια με την πολύχρονη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μια συγκυβέρνηση που κάθε άλλο παρά πολιτικά αφύσικη αποδείχτηκε.

Η κατάργηση των ιδεολογικών συνιστωσών, με πρόσχημα τον εκλογικό νόμο, ήταν το πρώτο βήμα. Τάσεις υπήρξαν και στη συνέχεια μόνο που αντί για ιδεολογικά χαρακτηριστικά, που κάποτε ήταν ο πλούτος της Αριστεράς, είχαν ως στόχο τους τον διαγκωνισμό μεταξύ των στελεχών για την ανέλιξη τους στην εσωκομματική εξουσία και, εννοείται, τη εν λευκώ στήριξή τους στον αρχηγό. Υπήρξαν τάσεις αποϊδεολογικοποιημένες, έτοιμες να υπηρετούν την κυβερνητική πολιτική τη μέρα και να την αντιπολιτεύονται τη νύχτα, όπως οι «53». Παράλληλα υπήρξαν τάσεις με ονομασία προέλευσης όπως οι πασοκογενείς που ανέβηκαν στο επόμενο τρένο εξουσίας και οι «αριστεροποιημένοι» ανελογενείς. Στις τάσεις αυτές προστέθηκε τελευταία και η τάση της «προοδευτικής συμμαχίας» που αρχίζει πλέον να βιώνει τη δική της αυταπάτη.

Μπορεί οι προσδοκίες από την πολυπόθητη διεύρυνση και το «άνοιγμα στην κοινωνία» να παραμένουν ανεκπλήρωτες, ο στόχος όμως της δημιουργίας ενός απολίτικου πολυσυλλεκτικού πόλου με καθαρά αρχηγικό προφίλ παραμένει ο πρωταρχικός στόχος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η απαλλαγή από αριστερές ιδεολογικές αντιστάσεις, αντιεθνικιστικά βαρίδια και μεταρρυθμιστικές ευαισθησίες αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα. Αυτή είναι άλλωστε και η λογική που προτρέπει σε αποχωρήσεις, πειθαρχικά συμβούλια και διαγραφές όπως εγκαινιάστηκαν ήδη στην περίπτωση Κοντονή, ως προειδοποίηση προς νέους επίδοξους αντικαθεστωτικούς, πρακτική που δεν φαίνεται ιδιαίτερα αποτελεσματική. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η τρέχουσα αρθρογραφία κατά της ύπαρξης τάσεων. Η ζωή, ιδιαίτερα της Αριστεράς, έχει αποδείξει ότι τέτοιες πρακτικές δύσκολα μακροημερεύουν.