Πολιτικη & Οικονομια

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και τα περιθώρια αισιοδοξίας

Πόσο αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε για το μέλλον;

Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων ΑΠΘ, Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος, αναλύει γιατί το ζήτημα της Χρυσής Αυγής δεν είναι μόνο δικαστικό.

Θα το γράψω, πρέπει, και όσο πιο «ευγενικά» μπορώ. Το ζήτημα της Χρυσής Αυγής δεν είναι μόνο δικαστικό. 

Σήμερα αρκετοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πολίτες θα μιλήσουν για «νίκη» της δημοκρατίας. Και καλά θα κάνουν. Χρήσιμο, όμως, θα είναι να παραδεχτούν και να προβληματιστούν με τα εξής:

Πρώτον, η παρουσία του μορφώματος της Χρυσής Αυγής είναι και αποτέλεσμα των συντηρητικών και εσωστρεφών αξιών που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας. Μιας κοινωνίας:

  • που διατυμπανίζει τον ιστορικό εξαιρετισμό της χώρας
  • μιας κοινωνίας που όταν αγοράζει κρέας ή αυγά ρωτάει αν είναι ελληνικής παραγωγής
  • μιας κοινωνίας που την ενοχλεί η κατσίκα του γείτονα
  • μιας κοινωνίας που αρνείται να πληρώσει φόρους αλλά πληρώνει «φακελάκια»

Mε λίγα λόγια μιας κοινωνίας που αρνείται το μερίδιο της ευθύνης της στη δημιουργία πολλών προβλημάτων. Και τι κάνει η κοινωνία μας όταν έρχονται τα δύσκολα, όπως έγινε το 2010: τιμωρεί εκλογικά αυτούς που την «κακόμαθαν» και εκσπερματώνει ψηφίζοντας Χρυσή Αυγή. 

Δεύτερον, οφείλουμε να τονίσουμε, όπως κάνει στο εξαιρετικό του βιβλίο ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, ότι το πολιτικό μας σύστημα κατά τη δεκαετία 2010-20 διευκόλυνε τον διχαστικό και αντιδημοκρατικό λόγο και ρόλο της Χρυσής Αυγής. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας σε θέματα μετανάστευσης, απόδοσης ιθαγένειας και ασύλου, η οποία σε συνδυασμό με την αρχική της αντιμνημονιακή στάση, ριζοσπαστικοποίησε και διευκόλυνε μια σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων να μετακινηθεί προς τη Χρυσή Αυγή. 

Ο Πάνος Καμμένος ενθάρρυνε τον ξυλοδαρμό πολιτικών προσώπων (βλ. περίπτωση Πάχτα), και ως κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς, λειτούργησε ως συγκοινωνών δοχείο με τον εξτρεμισμό και τη βία, με έντονα εθνικολαϊκιστικά στοιχεία που υπερέβησαν την παραδοσιακή διαίρεση Δεξιάς/Αριστεράς. 

Και τα ΜΜΕ, που ενώ τα περισσότερα μπορεί να θεωρηθούν «συστημικά», υποδόρια ενθάρρυναν την «κοινοτοπία του κακού» αλλά και τη σύγκλιση των χαρακτηριστικών του μιντιακού λαϊκισμού (υπεραπλούστευση, αναζήτηση εχθρών, κατασκευή ενόχων, οι καλοί και οι κακοί, επίκληση του θυμικού, αποσιώπηση της λογικής) με τον πολιτικό λαϊκισμό. 

Όλα αυτά, μπορεί σήμερα να φαντάζουν μακρινά ή και ξεχασμένα. Και σίγουρα το πολιτικό μας σύστημα, όπως σωστά υπογραμμίζει ο Καθηγητής Δ. Ψυχογιός στον πρόλογο του βιβλίου του κ. Παπασαραντόπουλου, θα ήθελε να μην υπάρχει τίποτα που να μας θυμίζει την πραγματικότητα αυτή. 

Όπως έχω γράψει παλαιότερα, η Χρυσή Αυγή δεν ήταν ένα περιστασιακό ατύχημα. Όπως επισημαίνει στο βιβλίο της η Βασιλική Γεωργιάδου, υποβαθμίσαμε και συνεχίζουμε να υποβαθμίζουμε τη σημασία της Ακροδεξιάς. Ερμηνεύσαμε την είσοδό της στο Κοινοβούλιο ως σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης. Έχουμε, ωστόσο, να κάνουμε με ιδεολογικά χαρακτηριστικά που είναι ευρέως διαδεδομένα σε πιο μετριοπαθείς αλλά κυρίαρχες τάσεις και στάσεις, που είναι αποδεκτές σε επίπεδο ελίτ και επίπεδο πολιτών/μαζών και διευκολύνουν τον λόγο μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή. 

Η δημοκρατία, όμως, όπως θα έλεγαν οι αγγλόφωνοι φίλοι μου, είναι A WORK IN PROGRESS και απαιτεί επαγρύπνηση και ενίσχυση. Μόνο όταν επενδύσουμε στην αλήθεια, που είναι σύνθετη και επώδυνη, θα αποφύγουμε παρόμοια μορφώματα και ειδικότερα σε μια περίοδο όπου τα ζητήματα, εσωτερικά και εξωτερικά, ενισχύουν όχι μόνο την αβεβαιότητα, αλλά και την εσωστρέφεια.