Πολιτικη & Οικονομια

Συναθροίσεις και εισαγγελικοί λειτουργοί

Η «σύμφωνη γνώμη» ως διατύπωση δεν μετατρέπει τον εισαγγελικό λειτουργό σε διοικητικό όργανο, ούτε αναθέτει σε αυτόν έργο το οποίο συνιστά άσκηση διοικητικού καθήκοντος

A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η παρουσία εισαγγελέα σε δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις δεν είναι αντισυνταγματική - Γράφει ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης

Η πρόσφατη θέσπιση του ν. 4703/2020 «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» ευλόγως προκάλεσε συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, οπωσδήποτε αναγκαίες στον δημόσιο διάλογο. Οι νέες διατάξεις του ν. 4703/2020 σε ορισμένα σημεία καινοτομούν, σε ορισμένα απλώς επαναλαμβάνουν παλαιότερες ρυθμίσεις οι οποίες άντεξαν στη δοκιμασία, την κριτική βάσανο της θεωρίας και του νομικού δόγματος, ιδίως όμως του δικαστικού ελέγχου.

Συνήθως στη νομοθέτηση το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις νέες ρυθμίσεις τόσο στον καθορισμό του περιεχομένου όσο και στις επιπτώσεις, ιδίως στο μέγεθος των πάσης μορφής κυρώσεων. Εν προκειμένω, αντικείμενο κριτικής αποτελεί η συμβατότητα της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 3 ν. 4703/2020 προς το άρθρο 89 του Συντάγματος.

Αξίζει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ότι το άρθρο 89 του Συντάγματος απαγορεύει σε βάρος των δικαστικών λειτουργών να παρέχουν οιαδήποτε άλλη μισθωτή εργασία καθώς και να ασκούν οιοδήποτε επάγγελμα. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Περαιτέρω το άρθρο 89 παρ. 3 Συντ. ορίζει ότι ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται, κατάσταση η οποία πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του συνόλου των εξαιρέσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου.

Περαιτέρω οι διατάξεις του άρθρου 87 του ισχύοντος Συντάγματος διακρίνουν τους δικαστικούς λειτουργούς αφενός σε τακτικούς δικαστές, οι οποίοι συγκροτούν τα δικαστήρια και απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, και αφετέρου στους εισαγγελείς. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί (άρθρο 24 ν. 1756/1988 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), στελεχώνουν την εισαγγελία, η οποία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία και, συνδέονται με σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων των εισαγγελικών λειτουργών είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος μπορεί να απευθύνει παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της Ελληνικής Δημοκρατίας. Περαιτέρω, μεταξύ των αρμοδιοτήτων των εισαγγελικών λειτουργών, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 25 του ν. 1756/1988, περιλαμβάνεται η εποπτεία και ο έλεγχος των αστυνομικών αρχών αναφορικά με την πρόληψη και την δίωξη των εγκλημάτων καθώς και η γνωμοδότηση σε νομικά ζητήματα που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια, ιδίως σε σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των ποινικών νόμων που υποβάλλουν υπηρεσίες του δημοσίου.

Εν προκειμένω υποστηρίχθηκε ότι το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 4703/2020, αναθέτοντας στον εισαγγελέα πρωτοδικών την αρμοδιότητα να διατυπώσει «σύμφωνη γνώμη», αναθέτει σε αυτόν πράξη που συνιστά άσκηση διοικητικών καθηκόντων, η οποία δεν επιτρέπεται από το άρθρο 89 Συντ. Προς υπεράσπιση της θέσης αυτής γίνεται επίκληση σε πάγια αρχή του δημοσίου και διοικητικού δικαίου κατά την οποία η εφαρμογή του νόμου ανατίθεται στο γνωμοδοτικό όργανο το οποίο εφ’ όσον εκφράζει «σύμφωνη γνώμη» δεσμεύει το αιτούμενο τη γνώμη όργανο. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω πάγια αρχή του διοικητικού δικαίου ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αμφότερα τα όργανα είναι διοικητικά, δηλαδή οργανωτικά και οργανικά ανήκουν στην εκτελεστική λειτουργία, προϋπόθεση η οποία δεν ισχύει εν προκειμένω. Ερωτάται λοιπόν αν ο εισαγγελικός λειτουργός καλείται από το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 4703/2020 να εκφράσει «σύμφωνη γνώμη» σε έργο άσχετο ή διάφορο αυτών της δικαστικής λειτουργίας ή σε έργο το οποίο διαθέτει δικαιοδοτικό χαρακτήρα; Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 89 Συντ. απαγορεύει τη συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών σε επιτροπές που διαθέτουν όχι μόνο αποφασιστικές αλλά και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες, ωστόσο επιτρέπει τη συμμετοχή σε συλλογικά όργανα και επιτροπές αν αυτό προβλέπεται ειδικά στο νόμο και εφόσον τα όργανα αυτά ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Οι εξαιρέσεις αυτές από τη γενική απαγόρευση προσιδιάζουν στο δικαιοδοτικό έργο, που ούτως ή άλλως ασκούν οι δικαστικοί λειτουργοί. Εξάλλου η σύμπραξη του δικαστικού λειτουργού αποσκοπεί στην αξιοποίηση της επαγγελματικής εμπειρίας και της εξοικείωσής του με το νόμο.

Η «σύμφωνη γνώμη» ως διατύπωση δεν μετατρέπει τον εισαγγελικό λειτουργό σε διοικητικό όργανο, ούτε αναθέτει σε αυτόν έργο το οποίο συνιστά άσκηση διοικητικού καθήκοντος. Ως διατύπωση η «σύμφωνη γνώμη» πρέπει να εκληφθεί ως γνώμη «θετικού περιεχομένου» την οποία πρέπει να ακολουθήσει ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης, ως αποτέλεσμα της συνεργασίας δύο οργάνων, κάθε ένα των οποίων ανήκει σε διαφορετική πολιτειακή λειτουργία. Εξάλλου ο όρος «σύμφωνη γνώμη» μάλλον αποδίδει την επιθυμία του νομοθέτη να τονίσει την βαρύνουσα θέση του εισαγγελικού λειτουργού έναντι του επικεφαλής αστυνομικού ως προς την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και την υπαγωγή τους στον αντίστοιχο κανόνα δικαίου.

Η γραμματική, η τελολογική καθώς και η συστηματική ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 11 παρ. 2 Συντ. συνηγορούν στον δικαιοδοτικό χαρακτήρα της γνώμης που διατυπώνει ο εισαγγελικός λειτουργός. Η πορεία ή η υπαίθρια συνάθροιση, που αποβάλλει τον ειρηνικό χαρακτήρα της, διαμορφώνει συνθήκες, οι οποίες απαιτούν στάθμιση μεταξύ συγκρουόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πρόκειται για την ελευθερία της συνάθροισης που συρρέει με την ελευθερία έκφρασης γνώμης αφενός και, αφετέρου, για το σύνολο των δικαιωμάτων της οικονομικής ελευθερίας που συρρέουν με το δικαίωμα της ασφάλειας των προσώπων και την ελευθερία κίνησης και κυκλοφορίας. Η αρχή της πρακτικής εναρμόνισης, εάν έχει απολεσθεί ο ειρηνικός χαρακτήρας της συνάθροισης, δεν πρόκειται να χρησιμεύσει. Στην κατάσταση έντασης, ο εισαγγελικός λειτουργός τεκμαίρεται ότι είναι ο εγγυητής όχι μόνο της νομιμότητας αλλά και ο υπερασπιστής των δικαιωμάτων των πολιτών ένθεν κακείθεν. Είναι σαφές ότι η στάθμιση είναι δικαιοδοτικού χαρακτήρα και προέχουσα βαρύτητα έχει ο εισαγγελικός λειτουργός.


*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης