Πολιτικη & Οικονομια

Πώς αλλάζει ο χάρτης της Εκπαίδευσης;

Οι προτάσεις της «επιτροπής Πισσαρίδη» και η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία

Λεωνίδας Καστανάς
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ποιες αλλαγές ζητά η «επιτροπή Πισσαρίδη» στην Παιδεία; Ο Λεωνίδας Καστανάς γράφει για τις απαιτούμενες δραστικές μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση.

Όλα όσα προτείνει, έστω και περιληπτικά, η «έκθεση Πισσαρίδη» για την Παιδεία είναι γνωστά και πολυσυζητημένα εδώ και σχεδόν δώδεκα χρόνια. Κάποια νομοθετήθηκαν την περίοδο 2009-2012 επί υπουργού Άννας Διαμαντοπούλου και κυβέρνηση Γιώργου Α. Παπανδρέου και όσα δεν πρόλαβαν έμειναν στα επάνω συρτάρια του υπουργείου μέχρι το 2015. Μετά ήρθε το μαύρο, πηχτό σκοτάδι. Όταν ξημέρωσε, πριν ένα χρόνο, όλα αυτά ήρθαν και πάλι στην επιφάνεια. Αν και όχι ακριβώς. Η πολιτική εξέλιξη της Άννας μετά την απόπειρα της δικής της γενναίας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι λογικό να κάνει επιφυλακτικό κάθε διάδοχό της. Και ιδιαίτερα προσεκτικό.

Τι ζητάει χοντρικά η έκθεση της επιτροπής των σοφών από την «Παιδεία»; Να πλησιάσει τα αμερικάνικα και ευρωπαϊκά δεδομένα. Να εκσυγχρονιστεί, να απαλλαγεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους, να συνδεθεί με τον ιδιωτικό τομέα και τα ιδρύματα του κόσμου, να αποκτήσει σύγχρονες προδιαγραφές και να λογοδοτεί για την εφαρμογή τους. Ζητάει όλα αυτά που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και 50 χρόνια και χωρίς αυτά η πολυπόθητη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη θα στέκει πάντοτε μετέωρη. Ζητάει όλα αυτά που μια κυβέρνηση κομμουνιστικής αριστεράς ή λαϊκής ακροδεξιάς θα καταργούσε με ένα νόμο κι ένα άρθρο.

Η ελληνική κοινωνία είχε μέχρι χτες το εκπαιδευτικό σύστημα που την εξυπηρετούσε και το φυλούσε ως κόρη οφθαλμού. Οι φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις είτε έμεναν στα χαρτιά είτε γίνονταν στο περίπου για να ακυρωθούν από έναν επόμενο υπουργό της ίδιας ή μιας άλλης κυβέρνησης. Πάντοτε υπό τις ιαχές των κινημάτων. Μόνο που ο κόσμος προχώρησε και αυτό το σύστημα δεν μπορεί πλέον να υποστηρίξει την ανάπτυξη και την ευημερία στη νέα εποχή που ανατέλλει. Μπορεί η κοινωνία να μην το έχει ακόμα συνειδητοποιήσει στο σύνολό της αλλά οι ταγοί έχουν υποχρέωση να της αποκαλύψουν την αλήθεια, να της προτείνουν νέα μοντέλα, να την προετοιμάσουν. Να ηγηθούν. 

Τι ζητάει η «επιτροπή Πισσαρίδη» από τη βασική εκπαίδευση; Αξιοκρατική επιλογή εκπαιδευτικών, πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας, συνεχή επιμόρφωση, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση που να λαμβάνει υπόψη και τις επιδόσεις των μαθητών, μεταφορά της διαχείρισης των εκπαιδευτικών στους δήμους, αξιοκρατική επιλογή των στελεχών διοίκησης και εκπαίδευσης, αναβάθμιση του εξοπλισμού και των προγραμμάτων σπουδών, περισσότερα πρότυπα σχολεία, στροφή  στην επαγγελματική εκπαίδευση (ΕΠΑΛ-ΙΕΚ). Όλα αυτονόητα, όλα δοκιμασμένα στο σύγχρονο κόσμο, όλα ζητούμενα στην καθ’ ημάς ανατολή.

Φυσικά για όλα θα υπάρχουν αντιδράσεις από τις δυνάμεις της αβελτηρίας και γι’ αυτό όποιος αποπειραθεί να τα πραγματοποιήσει θα πρέπει να αποδείξει στους ενδιαφερόμενους, εκπαιδευτικούς, γονείς και σπουδαστές, τα οφέλη που θα αποκομίσουν από τέτοιες αλλαγές, αλλά και τις νέες υποχρεώσεις που θα αναλάβουν. Για παράδειγμα, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών πρέπει να συνδυαστεί με αλλαγή βαθμού και μισθολογικού κλιμακίου για να δίνει και κάποιο σοβαρό κίνητρο. Και να γίνεται από ανεξάρτητη αρχή που θα είναι επιφορτισμένη με το συγκεκριμένο έργο ώστε να είναι έγκυρη. Από την άλλη, η σύνδεση της αξιολόγησης με τις επιδόσεις των μαθητών θα ήταν χρήσιμη αν δεν υπήρχε το φροντιστήριο που σήμερα καθορίζει το μεγαλύτερο ποσοστό της επίδοσης στα βασικά μαθήματα. Και εδώ δεν αξιολογούμε τον φροντιστή. Αυτόν τον αξιολογεί η «αγορά». Βλέπετε, ότι η ελληνική παθολογία μπορεί ακόμα να θέτει δύσκολες ερωτήσεις σε ιδιαίτερες πτυχές των μεταρρυθμίσεων.  

Η διαχείριση του προσωπικού από τους ΟΤΑ ακούγεται ωραία στα πλαίσια της αποκέντρωσης και της αυτονομίας της σχολικής μονάδας. Μέχρι πότε θα θεωρούμε, κάθε Σεπτέμβρη, το αυτονόητο άνοιγμα των σχολείων με όλους τους εκπαιδευτικούς στη θέση τους ως κατόρθωμα; Αλλά πόσο έτοιμοι είναι οι δήμοι να διαχειριστούν κάτι τέτοιο, με πόση διαφάνεια και πόση αξιοπιστία; Μήπως στις περιπτώσεις μικρών δήμων το έργο αυτό να ανατεθεί στις περιφέρειες; Ανήκουμε στην Ευρώπη αλλά μένουμε στην Ελλάδα και αυτό συνιστά σημαντική διαφορά. Λόγω του συγκεντρωτικού σοσιαλιστικού συστήματος τα διοικητικά στελέχη της εκπαίδευσης  αποτελούν παραδοσιακά το μακρύ χέρι της εκάστοτε κυβέρνησης και η επιλογή τους μόνο αξιοκρατική δεν μπορεί να είναι. Οι πρόσφατες επιλογές των διευθυντών των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης το απέδειξαν. Πώς αλλάζει αυτό αν όχι με ισχυρή πολιτική βούληση και κεντρική παρέμβαση;

Ο σύγχρονος εξοπλισμός και τα νέα προγράμματα σπουδών απαιτούν χρήμα που φαίνεται ότι έχει εξασφαλιστεί αλλά και πρόθυμους, επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς για να τα λειτουργήσουν. Οι μέχρι σήμερα επιμορφώσεις δεν βοήθησαν ούτε το δάσκαλο ούτε το σχολείο αφού ήταν προσχηματικές. Μακάρι η επόμενη να είναι διαφορετική αν και η εποχή του Covid-19 δεν προσφέρεται για τέτοιες δράσεις. Το γερασμένο εκπαιδευτικό προσωπικό θα δυσκολευτεί να υποστηρίξει ένα σύγχρονο ψηφιακό σχολείο, παρ’ όλες τις καλές προθέσεις και γι αυτό η ανανέωσή του είναι μονόδρομος. Ευτυχώς και επιτέλους έχουμε πάλι πρότυπα σχολεία και αυτό είναι υπέροχο. Το αν θα δουλέψουν και ως τέτοια είναι πάντοτε ζητούμενο.

Τέλος, η στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση είναι κουβέντα του αέρα αφού όλοι σχεδόν οι απόφοιτοι λυκείου μπαίνουν σήμερα στα πανεπιστήμια και όσοι ελάχιστοι μένουν απέξω οικειοθελώς, δεν έχουν καμιά διάθεση να μάθουν τίποτα. Να μην ξεχνάμε ότι η καλή γνώση της μηχανής του αυτοκινήτου ή ενός συστήματος κλιματισμού είναι σαφώς πιο δύσκολη και πιο απαιτητική από πάμπολλες πανεπιστημιακές ειδικότητες που κυκλοφορούν. Όσο όμως δεν έχεις ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό δεν θα έχεις και προσφορά ανάλογων ξένων επενδύσεων. Χωρίς όμως τη ζήτηση δεν υπάρχει και το ανάλογο κίνητρο. Φαύλος κύκλος. Μόνο η δραστική μείωση των πανεπιστημιακών τμημάτων με καθιέρωση της βάσης του 10, ταυτόχρονη αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και αύξηση της ζήτησης στην αγορά εργασίας θα μπορούσαν να προκαλέσουν την πολυπόθητη στροφή. Προς το παρόν κάτι τέτοιο φαίνεται χλωμό.

Ο ανασχεδιασμός του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που προτείνει η επιτροπή  απαιτεί στην ουσία το κλείσιμο δεκάδων πανεπιστημιακών τμημάτων και την αναδιάταξη των υπολοίπων. Ποιος υπουργός θα τολμήσει να το κάνει; Τα νέα γνωστικά αντικείμενα που θα  είναι περιζήτητα στο μέλλον απαιτούν και το ανάλογο εκπαιδευτικό προσωπικό που όμως δεν επαρκεί. Άρα πρέπει να δοθούν σοβαρά κίνητρα σε ξένους και έλληνες του εξωτερικού να έρθουν να διδάξουν και να ερευνήσουν στην Ελλάδα. Είμαστε έτοιμοι να τους υποδεχθούμε και να τους πληρώσουμε; Διαθέτουμε το κατάλληλο φιλικό γι’ αυτούς περιβάλλον; Υπάρχει διάθεση για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα; Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στη μοναδική χώρα του κόσμου που το σύνταγμα απαγορεύει την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.

Η προτεινόμενη αλλαγή του πανεπιστημιακού υποδείγματος προς την φοιτητοκεντρική μάθηση είναι πολύ σημαντική αλλά απαιτεί λιγότερους φοιτητές ανά εκπαιδευτικό πράγμα που θα γίνει εφικτό με την κατάργηση των πλεοναζόντων τμημάτων. Απαιτεί όμως και περισσότερη καθημερινή δουλειά από καθηγητές και φοιτητές και φυσικά το τέλος του «θεσμού των αιωνίων». Δύσκολα πράγματα για το υπάρχον πανεπιστημιακό καθεστώς. Η αναμόρφωση των κτιριακών και εργαστηριακών υποδομών πέρα από τους αναγκαίους δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους απαιτεί και μόνιμη φύλαξη της δημόσιας περιουσίας. Ποιος θα τολμήσει να φέρει ειδικό σώμα ασφαλείας μέσα στο πανεπιστήμιο;

Και φτάσαμε στα πολυθρύλητα Συμβούλια Διοίκησης. Αυτά που θα εκλέγουν τον πρύτανη και τον κοσμήτορα. Αυτά που διαλύθηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ως νεοφιλελεύθερες επιλογές. Αυτά που θα φτιάξουν νέους κανονισμούς λειτουργίας, θα διαμορφώσουν στρατηγική για το ίδρυμα στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο και θα εγγυηθούν την εφαρμογή και τη βιωσιμότητα των μεταρρυθμίσεων. Μετά όμως το προηγούμενο φιάσκο πρέπει να βρουν νέους τρόπους να προσελκύσουν άξια στελέχη από το εξωτερικό. Και φυσικά να τύχουν της ενεργού στήριξης μεγάλου μέρους της πανεπιστημιακής κοινότητας. Να μην ξεχνάμε ότι πολλοί εντός των ιδρυμάτων θα χάσουν τη βολή τους και δεν θα τους αρέσει.

Η δραστική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης στην κατεύθυνση της 4ης βιομηχανικής επανάστασης απαιτεί αλλαγές που στη χώρα αυτή φαντάζουν ως ακραίες καινοτομίες. Γι’ αυτό προϋποθέτουν ευρύτερες συμμαχίες τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στην κοινωνία ώστε να εγκατασταθούν και να προχωρήσουν. Να γίνουν πράξη και να μην αποψιλωθούν στην πρώτη διαμαρτυρία, στο όνομα του πολιτικού κόστους. Αυτές οι κρίσιμες συμμαχίες προς το παρόν δεν υπάρχουν. Διότι, η μεν αριστερή αντιπολίτευση θα υπερασπιστεί το παλιό διάτρητο σύστημα για το οποίο εργάστηκε σκληρά καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, η δε κοινωνία βολεύεται ακόμα με το υπάρχον και φοβάται τις αλλαγές. Ειδικά εκείνες που την ξεβολεύουν.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θέλει να αλλάξει τον χάρτη της Εκπαίδευσης. Δείχνει διατεθειμένη να προσπαθήσει κάποια ή και όλα από όσα προτείνει η «επιτροπή Πισσαρίδη». Αλλά για να το πετύχει χρειάζεται επιμονή, ευελιξία και πειθώ. Πρέπει να πείσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, περισσότερα από εκείνα που την έφεραν στην εξουσία. Τα συνδικάτα δεν θα πειστούν ποτέ. Διότι μπορούν οι περισσότεροι να συμφωνούν με τις γενικές εκσυγχρονιστικές διακηρύξεις, αλλά όταν τα πράγματα γίνονται συγκεκριμένα υπερισχύει το προσωπικό όφελος. Πόσο συμφωνούν οι γονείς και οι μαθητές με ένα απαιτητικό, ουσιαστικό σχολείο που θα προάγει την εντατικοποίηση των σπουδών; Με την αντικειμενική βαθμολογία; Με την πειθαρχία;  Με τη βάση του 10 για την εισαγωγή στα ΑΕΙ; Με την κατάργηση των αιώνιων φοιτητών; Με τη στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση;

Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει ένα συνολικό σχέδιο από την ηγεσία του υπουργείου για τις μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε έχουμε ανιχνεύσει την κεντρική του ιδέα. Και γι’ αυτό η έξωθεν μαρτυρία δεν είναι ιδιαίτερα καλή. Υπάρχουν πολλοί φίλοι της κυβέρνησης και της υπουργού που αδημονούν και δυσανασχετούν περιμένοντας μεγάλες, δομικές και εντυπωσιακές αλλαγές, εδώ και τώρα. Βέβαια η κρίση του Covid-19 είναι σίγουρα μια αιτία καθυστέρησης αλλά δεν αρκεί ως δικαιολογία. Στα θετικά σημειώνω την κατάργηση του «ασύλου» και την εισαγωγή ξενόγλωσσων προγραμμάτων στην τριτοβάθμια. Ακόμα, την νομοθέτηση της αξιολόγησης δομών και προσωπικού, την επανίδρυση των Προτύπων, την τράπεζα θεμάτων στο Λύκειο, τις νέες θεματικές στο δημοτικό και βέβαια τα νέα προγράμματα σπουδών στη δευτεροβάθμια που ήδη μπήκαν σε μια σειρά. Σημαντικότατη η ιδιαίτερα φιλελεύθερη μεταρρύθμιση της ιδιωτικής εκπαίδευσης που πραγματικά αλλάζει το  οικείο τοπίο.

Αν περάσει και η επόμενη χρονιά χωρίς βαθιές τομές και χαθεί το ευνοϊκό πολιτικό momentum δεν πρέπει να περιμένουμε μεγάλες αλλαγές στα εκπαιδευτικά στη θητεία αυτής της κυβέρνησης και μάλιστα σε συνθήκες πανδημίας. Δεν το λέω μόνο εγώ, αυτή είναι η εντύπωση όλου του εκπαιδευτικού κόσμου. Και μακάρι να είναι μια λάθος εντύπωση. Κάποια πράγματα θα γίνουν αλλά γενικώς η μεταρρύθμιση δεν φαίνεται να είναι μεγάλη. Δεν θα αλλάξει τον εκπαιδευτικό χάρτη. Και έχουμε ανάγκη αυτήν την αλλαγή. Εδώ και χτες.