Πολιτικη & Οικονομια

Ο καιρός των βανδάλων

«Αναισθησία, απάθεια, συμπεριφορά αγέλης: στην Ελλάδα ο βανδαλισμός είναι, εκτός από μια καθημερινή πρακτική, μια μεταφορά για τα ήθη μας»

Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σώτη Τριανταφύλλου σχολιάζει τους βανδαλισμούς που έγιναν στις ζαρντινιέρες του «Μεγάλου Περιπάτου της Αθήνας»

Oι βάνδαλοι που επιτέθηκαν τις τελευταίες μέρες στον «Περίπατο της Αθήνας» πιστεύουν ότι η συμπεριφορά τους είναι πάρα πολύ cool. Στην πραγματικότητα, αυτή η χαριτωμένη συμπεριφορά χρονολογείται από την εποχή των βαρβαρικών γερμανικών φυλών − από τότε που οι καημένοι οι Γότθοι και οι Βάνδαλοι δεν αντιλαμβάνονταν την αισθητική χρησιμότητα των ρωμαϊκών γλυπτών και που παρ’ όλ’ αυτά φθονούσαν τους Ρωμαίους για την καλλιτεχνική τους δημιουργία, την αρχιτεκτονική και την οδοποιία τους. Ο βανδαλισμός δεν είχε ποτέ το φιλοσοφικό βάθος που του προσέδιδε η αριστερά στην πορεία της ιστορίας: ο Κουρμπέ δικαιολογούσε την καταστροφή μνημείων κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, τα οποία ήταν αφιερωμένα στον πόλεμο και στην κατάκτηση, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα γινόταν έξω φρενών στην περίπτωση που ο όχλος της εποχής του έσκιζε και ποδοπατούσε τους δικούς του πίνακες. Ο γνωστός ζωγράφος, και φίλος του Προυντόν, είχε την ψευδαίσθηση ότι οι καταστροφές του 1789-1794 είχαν συγκεκριμένο στόχο, όριο και πλαίσιο. Αλλά, όπως φάνηκε από τις παράπλευρες ενέργειες της Κομμούνας, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, οι βάνδαλοι δεν είχαν ούτε στόχο, ούτε όριο, ούτε πλαίσιο: έκαψαν το παλάτι του Κεραμεικού∙ επιτέθηκαν βιαίως στον πολιτισμό − ο Νίτσε περιέγραφε με πικρία αυτή την τρομερή εκτροπή.

Στον πολιτισμό επιτίθενται και οι ήσσονες βάνδαλοι του σημερινού αριστεροαναρχικού χώρου που επαναλαμβάνουν, ανεπίγνωστα, τόσο τις αρχαίες εμπειρίες, όσο και τις πιο πρόσφατες − τουτέστιν, την υποβάθμιση των εσώτερων πόλεων εκ μέρους των συμμοριών και τις καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς εκ μέρους των ισλαμιστών. Μουτζαχεντίν, Ταλιμπάν, φονταμενταλιστές ενός ευρέος φάσματος ισλαμιστικών ομάδων, καθώς και αναρχοφασίστες και μέλη νεανικών συμμοριών μοιράζονται το ίδιο όραμα: την καταστροφή του δημοσίου χώρου, της καλλιτεχνικής παράδοσης και της κρατικής, «κοινής», περιουσίας. «Κράτος» και «περιουσία» είναι βρόμικες λέξεις όχι μόνο για τις προαναφερθείσες κοινωνικές κατηγορίες, αλλά για μέρος της κοινωνίας που έχει πεισθεί από την αριστερή μεταφυσική.

Η αντικοινωνική συμπεριφορά δεν αντιστοιχεί υποχρεωτικά σε κάποια πολιτική εργαλειοποίηση ή σε μια λιγότερο ή περισσότερο έναρθρη δήλωση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η πρόκληση βλάβης σε αντικείμενα ή κτίρια σηματοδοτεί οριοθέτηση εδάφους: κάτι που κάνουν τα σκυλιά με την ούρηση. Πρόκειται εξάλλου για πράξεις μίσους και εκφοβισμού που δεν πετυχαίνουν τον στόχο τους: οι εμπρησμοί, οι λεηλασίες, η αφισοκόλληση, η καταστροφή των μνημείων και της αστικής επίπλωσης (παγκάκια, κάδοι, σήματα της τροχαίας, υπόστεγα στάσης λεωφορείων κτλ) δεν μπορούν να μας τρομοκρατήσουν (Μπου!)∙ προκαλούν μονάχα αγανάκτηση και αηδία.

Γενικά, η περιρρέουσα πλήξη, η διάχυτη οργή, ο φθόνος και ο οπορτουνισμός προκαλούν αγανάκτηση και αηδία, δεν έχουν όμως ευρύτερη ισχύ. Ο βανδαλισμός απόκτησης (το πλιάτσικο) προκαλεί οικονομική ζημία, η συμπεριφορά πλήθους με peer pressure προς την ανυπακοή (που θεωρείται, όπως προανέφερα, "cool") προκαλεί, το πολύ, ένα σήκωμα των ώμων∙ κι όσο για τον ιδεολογικό βανδαλισμό (τα «μηνύματα» που συνοδεύουν τις καταστροφές) αφήνουν τους περισσότερους ανθρώπους παγερά αδιάφορους ή έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι σημερινοί εικονομάχοι είναι πιο δειλοί από ποτέ: νομίζω ότι συνιστά σημείο των καιρών το ότι η εκδίκηση και το σαμποτάζ εκτυλίσσονται όλο και συχνότερα στο κυβερνοδιάστημα όπου η ελευθερία του λόγου έχει εκφυλιστεί σε ελευθερία της συκοφαντίας. Ο βανδαλισμός με σπρέι γίνεται virtual: ανόητοι, φθονεροί, αγράμματοι και αποτυχημένοι παραμορφώνουν πρόσωπα και πασχίζουν να δολοφονήσουν χαρακτήρες, διαισθανόμενοι, όπως κάποτε οι βάρβαροι Γερμανοί, ότι υπάρχουν άτομα και ομάδες με μεγαλύτερη ηθική αξία.

Σε μερικές χώρες, για παράδειγμα στη Βρετανία και στη Σιγκαπούρη, ο βανδαλισμός τιμωρείται αυστηρά: στη Σιγκαπούρη η ποινή περιλαμβάνει τριετή κάθειρξη και ράπισμα με βέργα («το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο»), ενώ στη Βρετανία θεωρείται ταυτοχρόνως περιβαλλοντικό έγκλημα και έγκλημα αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Από το 1990, ο βανδαλισμός άρχισε να τιμωρείται συστηματικά με πολυετή φυλάκιση και στις ΗΠΑ, ως έγκλημα «κατά της ποιότητας ζωής»: η επιβολή του νόμου συνέβαλε στην αναγέννηση των αμερικανικών πόλεων, στη δραματική μείωση της εγκληματικότητας και, αναπόφευκτα, στην επίσης δραματική αύξηση της τιμής των ακινήτων. Όποιος έχει δει τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις στις δεκαετίες του 1970 και 1980, έχει γίνει μάρτυρας μιας ολικής μεταμόρφωσης: η ρυπαρότητα του tagging και των πυρπολημένων κτιρίων είναι μια μακρινή ανάμνηση. 

Ίσως το ότι στην Ελλάδα δεν διαμαρτυρόμαστε αρκετά για την καταστροφή του δημόσιου χώρου αποτελεί ένα ακόμα σημάδι καθυστέρησης: πριν από μισό αιώνα, ο Νόρμαν Μέιλερ εγκωμίαζε τα γκραφίτι − αλλά από το 1974 το Zeitgeist έχει αλλάξει σε όλες τις δυτικές χώρες. Όχι στην Ελλάδα: είτε έχουμε συνηθίσει στην ασχήμια, είτε δεν την αντιλαμβανόμαστε καν, είτε αδιαφορούμε επειδή δεν θεωρούμε την πόλη δική μας − ίσως μάλιστα να νιώθουμε άνετα όχι μόνο στον βδελυρό δημόσιο χώρο αλλά και στον ιδιωτικό. Αναισθησία, απάθεια, συμπεριφορά αγέλης: στην Ελλάδα ο βανδαλισμός είναι, εκτός από μια καθημερινή πρακτική, μια μεταφορά για τα ήθη μας − καταστρέφουμε ό,τι βρίσκουμε μπροστά μας∙ κάνουμε ζημιές∙ σπάμε πράγματα∙ κηλιδώνουμε ανθρώπους∙ παίζουμε με τη λάσπη. Κι όμως, ο ποινικός κώδικας περιγράφει τις παραλλαγές του και προβλέπει κυρώσεις. Αλλά, κάτω από την πολυετή ηγεμονία της αριστεράς και από την εξίσου πολυετή σιωπή και ολιγοψυχία των υπολοίπων παρατάξεων, όπως πολλοί νόμοι, ο νόμος περί φθοράς ξένης περιουσίας δεν εφαρμόζεται: όταν ένα έγκλημα συμβαίνει καθημερινά γίνεται αποδεκτό − ιδιαίτερα εφόσον η προπαγάνδα, που έχει καθηλωθεί στη ρητορική του 1974, το παρουσιάζει ως πολιτική ή καλλιτεχνική εκδήλωση. Από τη σημερινή κυβέρνηση περιμένουμε την εφαρμογή των νόμων: ακούγεται στοιχειώδες, αλλά ένα ποσοστό συμπατριωτών μας διαφωνεί − δεν είναι ακριβώς βάνδαλοι∙ αλλά ακόμα κι αν δεν είναι βάνδαλοι δια πληρεξουσίου τουλάχιστον, είναι σίγουρα κακοί πολίτες.