Πολιτικη & Οικονομια

Κορωνοϊός, πατριωτισμός και άλλες ιστορίες

Ο τρόπος με τον οποίο θα διατυπωθεί το πρόβλημα προδικάζει σε μεγάλο βαθμό και την στάση μας

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παντελής Καψής γράφει για την σημασία της επικοινωνίας στην πολιτική και πώς γίνεται κάτι ηθικά σωστό αλλά και το αντίθετό του να είναι εξ ίσου αποδεκτό ηθικά.

Πόσες ανθρώπινες ζωές μπορούμε να θυσιάσουμε για να προστατέψουμε την οικονομία; Η απάντηση είναι εξαρτάται. Αν κάνατε την ερώτηση δύο μήνες πριν οι πιθανότητες είναι ότι θα σας έλεγαν κάτι στο ότι «η ζωή δεν αποτιμάται σε χρήμα», πρώτη μας προτεραιότητα είναι η προστασία της. Σήμερα η απάντηση θα ήταν λίγο διαφορετική, διότι «δεν μπορούμε να είμαστε συνεχώς σε καραντίνα». Προφανώς και οι δύο απαντήσεις είναι σωστές έστω και αν οι διατυπώσεις μπορεί να είναι αντιφατικές. Πριν δύο μήνες πήραμε τα μέτρα επειδή δεν θέλαμε να πάθουμε ότι έπαθε η Ιταλία, να έχουμε ασθενείς που θα πέθαιναν χωρίς βοήθεια. Σήμερα είμαστε πιο βέβαιοι ότι ναι, θα υπάρξουν περισσότερα κρούσματα άρα και περισσότεροι θάνατοι, αλλά θα είναι, ας μη μας σοκάρει η λέξη, διαχειρίσιμοι. 

Το βάρος στη λέξη σήμερα. Χθες η προσέγγισή μας ήταν εντελώς διαφορετική. Υπήρξαν μάλιστα και θεωρητικές αναλύσεις. Όσοι έθεταν το δίλημμα ήταν «ωφελιμιστές», οπαδοί του Bentham, σε αντίθεση με τους οπαδούς του Kant που πιστεύουν στην απόλυτη αξία της ζωής. Ωραία και ενδιαφέρουσα, διανοητικά, συζήτηση μόνο που δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Ασφαλώς την επηρεάζει. Ο τρόπος που σκεφτόμαστε, μας βοηθά να παίρνουμε αποφάσεις και πριν δύο μήνες η επίκληση της απόλυτης αξίας της ζωής ήταν ένας τρόπος να αποδεχθούμε μια επώδυνη καραντίνα. Η απόφαση ωστόσο ήταν πολιτική που σημαίνει ότι λαμβάνεται μέσα από μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία, σημαντικό κομμάτι της οποίας είναι η επικοινωνία. H ηθική συνήθως ακολουθεί. Μας αρέσει για παράδειγμα να λέμε, και σωστά, ότι δώσαμε τον πρώτο λόγο στους ειδικούς. Οι επιδημιολόγοι ωστόσο μας έδωσαν τις ακριβείς εκτιμήσεις. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τις είχαμε ακολουθήσει, τουλάχιστον με την σοβαρότητα που το κάναμε, αν δεν παρακολουθούσαμε τις εικόνες της Ιταλίας.

Από την στιγμή που θα δεχθούμε αυτή την σχετικότητα στις αποφάσεις όμως το πράγμα μπλέκεται. Γιατί βέβαια δεν μπορεί να είναι κάτι ηθικά σωστό την μια στιγμή και την επομένη το αντίθετό του να είναι εξ ίσου αποδεκτό ηθικά. Για να το πούμε διαφορετικά, όταν στην πολιτική σκεφτόμαστε με όρους ηθικής, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε συνθήκες όπου απλώς κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα επιτρέπονται, ότι δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές. Έχει μεγάλη σημασία ωστόσο να μπορούμε να δούμε τις εναλλακτικές επιλογές όπως πραγματικά είναι, όχι όπως τις επιτάσσουν οι προκαταλήψεις μας και οι συνθήκες της συγκυρίας, υπό τον μανδύα της ηθικής.

Αυτή την οιονεί υποκρισία είχαμε την ευκαιρία να την δούμε πολύ καθαρά και με την συμφωνία για την ΑΟΖ με την Ιταλία. Έγινε δεκτή, πολύ σωστά, ως μια σημαντική επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής από όλα σχεδόν τα κόμματα. Κι αυτό παρά το ότι στην περίπτωση των νησίδων Οθωνιών, όπως μάθαμε, αναγνώριζε μειωμένη επήρεια στην υφαλοκρηπίδα. Έκανε δεκτή δηλαδή μια αρχή για την οποία όποιος τολμούσε να την αναφέρει στο Καστελόριζο ήταν, για μια μεγάλη μερίδα πολιτών και πολιτικών, μειοδότης αν όχι προδότης. Πώς γίνεται το ίδιο πράγμα στην Δυτική Ελλάδα να είναι επιτυχία και στην Ανατολική προδοσία; Η επικοινωνία είναι και πάλι καθοριστική. Η συμφωνία παρουσιάστηκε ως επιτυχία, και ως τέτοια έγινε αποδεκτή.  Όταν 24 ώρες μετά μάθαμε για την μειωμένη επήρεια των νησιών ήταν αργά. Οι πρώτες εντυπώσεις μετράνε, το ποιος θα προλάβει πρώτος να δημιουργήσει το σχετικό «αφήγημα». Άλλωστε οι Ιταλοί είναι φίλοι, πολύτιμοι σύμμαχοι που τους έχουμε ανάγκη απέναντι στην Τουρκία. Αξίζουν μια μικρή υποχώρηση. Σε μια τέτοια σχέση λοιπόν δεν χωρά η λέξη προδοσία.

Ένα εξ ίσου εντυπωσιακό παράδειγμα για την δύναμη της επικοινωνίας και πώς αυτή, πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε, καθορίζει τη στάση μας, ήταν η αλλαγή των όρων δόμησης γύρω από την Ακρόπολη. Όταν αποφασίστηκε δεν υπήρξε η παραμικρή διαμαρτυρία. Το ίδιο και όταν το αμαρτωλό ξενοδοχείο προχώρησε στην κατασκευή των δύο επιπλέον ορόφων. Ώσπου ένα πρωί, ένας πολίτης, τράβηξε μια φωτογραφία με τηλεφακό από το μπαλκόνι του επειδή το ξενοδοχείο του έκοβε την θέα προς την Ακρόπολη. Μια φωτογραφία που στην πραγματικότητα δεν έδειχνε κάτι σημαντικό, γιατί πόσοι βλέπουμε την Ακρόπολη από την βεράντα μας; Προκάλεσε όμως τέτοιο σάλο που οδήγησε στην αλλαγή των όρων δόμησης. Κι αυτό μας γυρνά ίσως στο αρχικό μας παράδειγμα, σε μια κρίσιμη διάσταση της πολιτικής επικοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο θα διατυπωθεί το πρόβλημα, η αξία της ζωής στην πρώτη περίπτωση, ο πατριωτισμός στην περίπτωση του Αιγαίου, η αρχαία μας κληρονομιά στη γειτονιά της Ακρόπολης, προδικάζει σε μεγάλο βαθμό και την στάση μας.  Προσωπικά, όπως, φαντάζομαι, και το 99% των Ελλήνων, δεν ξέρουμε αν το σωστό ύψος είναι 6 ή 10 όροφοι. Αυτό δεν μας εμπόδισε να επιδοθούμε σε παθιασμένες συζητήσεις στα σόσιαλ μίντια για το «έγκλημα» που πήγε να συντελεστεί. Μέχρι κάτι καινούργιο να τραβήξει την προσοχή μας.