Πολιτικη & Οικονομια

«Φτάνει πια» στη βία εναντίον των γυναικών

Ήταν η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι; Που θα κάνει την κοινωνία μας να πει «όχι άλλο»;

14241-108382.jpg
Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 741
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΤΟΠΑΛΟΥΔΗ
© EUROKINISSI/ΜΠΟΛΑΡΗ ΤΑΤΙΑΝΑ

Ο Φώτης Γεωργελές γράφει για την ανάγκη απόλυτης καταδίκης της βίας εναντίον των γυναικών μετά τη δίκη για τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη.

Ένα πράγμα που μου είχε φανεί οδυνηρά τρυφερό, όταν πριν 2 χρόνια ήρθε στο φως αυτή η φριχτή δολοφονία, ήταν οι χαμηλοί τόνοι, η διακριτικότητα, η σχεδόν συστολή των γονιών της άτυχης φοιτήτριας. Δεν φώναζαν, δεν καταριόντουσαν, δεν ζητούσαν εκδίκηση, ήθελαν μόνο δικαιοσύνη. Αυτές τις μέρες στη δίκη, ήταν πολύ πιο θυμωμένοι. Ενώ πέρασε ο χρόνος, τώρα ήταν πιο αγανακτισμένοι από τότε. Ίσως γιατί, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είδαν στις δικαστικές αίθουσες και στις οθόνες των media, τον δεύτερο βιασμό και θάνατο του παιδιού τους. 

Ασχοληθήκαμε πολύ αυτές τις μέρες με την αγόρευση της εισαγγελέως. Και δικαίως ίσως. Το δικαστικό μας μοντέλο επιβάλλει την αποστασιοποίηση και την ψυχρότητα στους δικαστικούς λειτουργούς ώστε να εξασφαλίζει, όσο το δυνατόν, τη βάσει γεγονότων και νόμων μόνο απονομή της δικαιοσύνης. Αποφεύγοντας την οποιαδήποτε ταύτιση, πολιτική, φυλετική, ταξική, με κάποιον από τους διαδίκους. Είναι όμως κρίμα που ασχοληθήκαμε τόσο πολύ με αυτό και όχι με τα υπόλοιπα. Γιατί, ίσως και χωρίς να το καταλάβουμε, αυτή η δίκη που τελείωσε μόλις, έγινε μια ιστορική, μια εμβληματική δίκη. Όπως η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και έκανε την οργανωμένη κοινωνία να πάρει την απόφαση ότι η φασιστική βία δεν μπορεί πια να σκοτώνει στους δρόμους της πόλης μας, έτσι και η «θυσία» της Ελένης Τοπαλούδη ίσως να είναι η σταγόνα που θα οδηγήσει την κοινωνία μας στην απόλυτη καταδίκη της βίας εναντίον των γυναικών. 

Και επειδή είχε αυτή την εμβληματική σημασία, ήταν μεν αναγκαίες οι επισημάνσεις των δικηγόρων στην αγόρευση της εισαγγελέως, αλλά αχρείαστη η κριτική του υπουργού. Γιατί, αν και σωστή, η πολιτεία οφείλει να έχει την ενσυναίσθηση να διακρίνει το μείζον της υπόθεσης. Το οποίο ήταν το «φτάνει πια» στη βία εναντίον των γυναικών και όχι η παραβίαση των δικονομικών πρακτικών. Η συναισθηματική φόρτιση της εισαγγελέως, η ταύτιση με το θύμα, δεν συνάδουν με την εικόνα της «τυφλής» δικαιοσύνης. Από την άλλη όμως, ακόμα κι αν υπολογίσουμε τα νομικά προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει, μπορούμε να την καταλάβουμε. Όταν μια υπόθεση βγαίνει από τις κλειστές δικαστικές αίθουσες και γίνεται σταθμός στην πορεία μιας ολόκληρης κοινωνίας, χάνονται καμιά φορά τα όρια. Οι δικηγόροι ως συντελεστές της δίκης έχουν δίκιο στις διαμαρτυρίες τους. Η υπεράσπιση είναι δικαίωμα του πολίτη και κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει τον τρόπο που θα κάνουν τη δουλειά τους. Ο τρόπος που κάνουμε όμως τη δουλειά μας αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου και στην εξέλιξη της κοινωνίας μας. Μπαίνουμε στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα και αυτές οι δίκες γίνονται όπως το 1950. Τα θύματα βιασμού είναι «εύκολες που προκαλούσαν» και οι δολοφονημένες γυναίκες «πήγαιναν γυρεύοντας» να φάνε το κεφάλι τους. Ίσως έφτασε ο καιρός να αντιληφθούν οι βιαστές, οι δολοφόνοι και οι υπερασπιστές τους, ότι αυτού του είδους η «υπεράσπιση» όχι μόνο καλό δεν θα τους κάνει πια, αλλά θα οδηγεί και άλλους στο εδώλιο του κατηγορουμένου. 

Φυσικά, οι γνωστοί κύκλοι, έσπευσαν να κατηγορήσουν τον Σκέρτσο ότι επενέβη γιατί, ανάλογα με την κάθε εκδοχή, ο πατέρας του κατηγορούμενου Ροδίτη, ή ο θείος ή ο νονός, είναι παράγοντας της ΝΔ, ή πολιτευτής ή χρηματοδότης. Ενώ στην ανάρτησή του ο υπουργός έκανε ακριβώς το αντίθετο, ζητούσε την αυστηρή τιμωρία των ενόχων όπως τους αξίζει και τη δικαίωση της οικογένειας Τοπαλούδη όπως της οφείλει η δικαιοσύνη και η κοινωνία. Όπως πάντα, η φτηνή, μικροκομματική προσπάθεια να κάνουν ταμείο σε κάθε ζήτημα, συσκοτίζει κάθε ζήτημα. Δεν αφήνει την κοινωνία να συζητήσει ψύχραιμα, να ερμηνεύσει την πραγματικότητα και να βγάλει τα συμπεράσματά της αντί να στοιχηθεί σε κομματικές γραμμές. Δεν ενδιαφέρονται ούτε για τους βιασμούς, ούτε για τη σεξουαλική βία, ούτε για σεξισμό, ούτε για τίποτα, μόνο για την κομματική επικράτηση.
 
Όμως έτσι είναι η ζωή μας, καθόλου απλή, καθόλου μαυρόασπρη. Συμφωνούμε με τη κριτική του υπουργού, αλλά πιστεύουμε ότι δεν έπρεπε να την κάνει, αλλά τον υπερασπιζόμαστε από τις χυδαίες επιθέσεις, έχουν δίκιο οι δικηγόροι που επισημαίνουν τα προβλήματα στην αγόρευση της εισαγγελέως, όμως την καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί οδηγήθηκε σ’ αυτό το ανθρώπινο ξέσπασμα, αλλά θα προτιμούσαμε να μην το ξανακάνει. Ούτε αυτή, ούτε κανένας άλλος συνάδελφός της. Δεν θέλουμε να είναι με το «μέρος μας» η δικαιοσύνη, θέλουμε να είναι με κανενός το μέρος. Είναι αντιφατικό αυτό όλο; Είναι απλώς η ζωή. Και η ζωή προχωράει με ζιγκ ζαγκ και «λάθη». Κι αν θέλουμε πραγματικά να συζητήσουμε κάτι, ας συζητήσουμε το μείζον. Είναι πράγματι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι; 

Γιατί αυτά που μαθαίνουμε είναι τρομακτικά για να είναι σύμπτωση. Σε όλες τις περιπτώσεις βιασμών και δολοφονιών γυναικών που έρχονται στο φως τον τελευταίο καιρό, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι, δυστυχώς, ότι ήταν γνωστά όλα. Σπορ το είχαν κάνει στη Ρόδο και η ίδια η φοιτήτρια είχε κάνει καταγγελία παλιότερα, η οποία έπεσε στο κενό. Πολλές τουρίστριες είχαν καταγγείλει απόπειρες βιασμού στην Κρήτη μέχρι να φτάσουμε στη δολοφονία της Αγγλίδας βιολόγου, αλλά ποιος να δώσει σημασία σε καταγγελίες από τουρίστριες; Ακόμα και στην Κύπρο, εξαφανίζονταν οι δύστυχες κοπέλες στο βυθό της λίμνης, αλλά οι αρχές αδιαφορούσαν, Φιλιππινέζες, βοηθητικό προσωπικό, ποιος νοιάζεται, θα έφυγαν από το νησί κρυφά. Τρεις περιπτώσεις, ίδιο τρομακτικό μοτίβο. Αδιαφορία στις καταγγελίες για περιστατικά βίας εναντίον γυναικών. Αυτό δυστυχώς είναι το σημαντικό, όχι η αγόρευση της εισαγγελέως. Ήταν η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι; Που θα κάνει την κοινωνία μας να πει, όχι άλλο; 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ