Πολιτικη & Οικονομια

Παναγής Παναγιωτόπουλος: Ευημερία στην εποχή της αλληλέγγυας καχυποψίας;

Ένας μελετητής ειδικός στη διαχείριση κρίσεων αναλύει την εποχή Covid-19

Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 739
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μιλήσαμε με τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, λίγο πριν την άρση των περιοριστικών μέτρων, για τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς στα χρόνια της πανδημίας του κορωνοΐού.

Κάθε φορά που προκύπτει μια πολύ σοβαρή κρίση την οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε συλλογικά, η σκέψη μου για απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν πηγαίνει στον επίκουρο καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγή Παναγιωτόπουλο. Ως μελετητής έχει διευρευνήσει τους όρους διαχείρισης των καταστροφών αλλά και ευρύτερα των κινδύνων στην Ελλάδα στο βιβλίο του «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου - Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000» (εκδ. Πόλις, 2013). Αλλά και με το βιβλίο του το «Το Γεγονός - Βαναυσότητα, Πόλεμος και Πολτική μετά την 11 Σεπτεμβρίου» (εκδ. Βιβλιόγραμα, 2002) ερμήνευσε –προέβλεψε, θα μπορούσαμε να πούμε– την 11η Σεπτεμβρίου σαν ένα Γεγονός που βγαίνει έξω από την Ιστορία, που δεν παραπέμπει παρά μόνο στον εαυτό του και δεν εκλογικεύεται με βάση όσα γνωρίζουμε, «βυθίζοντάς μας στο άγνωστο και την ανασφάλεια για την ασφάλειά μας, μας επιτρέπει μόνο να σκεφτούμε ότι αποτελεί μια κορυφαία στιγμή αλλαγής του πολιτικού σε πλανητικό επίπεδο». Τώρα έχουμε έρθει πάλι αντιμέτωποι με ένα τέτοιο Γεγονός που μας βυθίζει στον φόβο και την ανασφάλεια, ανατρέποντας ό,τι ξέραμε σε επίπεδο κοινωνίας, οικονομίας και διαπροσωπικών σχέσεων. Αντιμέτωποι με την απειλή της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού παγκοσμίως και λίγο πριν δοκιμάσουμε να επιστρέψουμε σε μια νέα κοινωνία «περιορισμένης οικειότητας» και «αλληλέγγυας καχυποψίας», παρακολουθούμε σε εξέλιξη κάτι που θα μείνει στην ιστορία ως μία από τις πιο καθοριστικές στιγμές του αιώνα μας και θα προκαλέσει ενδεχομένως άνευ προηγουμένου αλλαγές στον κόσμο μας όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τώρα.


Συμφωνείτε ότι η πανδημία του κορωνοϊού είναι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, το πιο σημαντικό μετά τον Β΄ ΠΠ; Τότε είχαμε 60 εκ. νεκρούς, δικαιούμαστε τώρα να μιλάμε για πόλεμο; Πώς θα περιγράφατε στον ιστορικό του μέλλοντος αυτό που ζούμε;

Οποιαδήποτε οριστική απόφανση για το τι είναι αυτό που ζούμε είναι επισφαλής. Μου κάνει δε εντύπωση η ευκολία με την οποία οι διανοούμενοι διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα περιγράφουν επιπτώσεις πριν τις δουν, ονοματίζουν τη φύση ενός φαινομένου που δεν έχει παγιωθεί. Νομίζω, με άλλα λόγια, ότι βιαζόμαστε πολύ. Βέβαια η ιστορία της σκέψης έχει πολλά παραδείγματα του στοχασμού του επείγοντος, όμως εγώ βλέπω εδώ περισσότερο αδράνειες των παλαιών βεβαιοτήτων και υπεραναπληρώσεις για έναν φόβο που πολλοί δεν ομολογούν.

Οι τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν με κάποιον τρόπο εκείνες που κατασκεύασαν ισχυρές πολιτισμικές εντυπώσεις αθανασίας και μια εφηβεία διαρκείας, που κάνει τους ανθρώπους συγκεκριμένων γενεών να νιώθουν ταυτόχρονα παντοδύναμοι και μαζί πολύ εύθραυστοι. Και δεν αναφέρομαι στους μιλένιαλς, παραδόξως, μα σε υπερνάρκισσους διανοουμένους σχετικά προχωρημένης ηλικίας που έσπευσαν να μας πουν διάφορα, την ώρα που δίπλα τους δεκάδες άνθρωποι βίωναν τον συλλογικό θάνατο στα γηροκομεία, εγκαταλελειμμένοι διότι γέροι. Για το γεγονός αυτό δεν μιλούν και πολύ οι νέοι προφήτες.

Ας κρατήσουμε λοιπόν μια πιο σεμνή στάση απέναντι σε κάτι που δεν γνωρίζουμε και που η κινηματογραφική του προ-οικονόμηση δεν μας βοηθάει και πολύ για να το αντιμετωπίσουμε. Είναι νομίζω εντούτοις προφανές ότι πρόκειται για κάτι εφιαλτικό, για κάτι τεράστιο και εξαιρετικά τρομακτικό. Δεν είναι κακό να λέμε τα πράγματα όπως είναι ακόμα και αν, κατόπιν, αφού τα πούμε, πρέπει να επιβιώσουμε, να αντιμετωπίσουμε την απειλή και να προσπαθήσουμε να νικήσουμε τον παραλυτικό μας φόβο. Άρα, ναι, η απειλή του αόρατου εισβολέα που καταστρέφει την παγκοσμιοποιημένη οικονομία και υπονομεύει όλα τα μοντέλα κατανόησης, δράσης, επένδυσης, κοινωνικής εξισορρόπησης, είναι κάτι μείζον και ιστορικά ανεπανάληπτο μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Σχετικά με αυτή την «κινηματογραφική προ-οικονόμηση» στην οποία αναφέρεστε, είναι η δεύτερη φορά που η πραγματικότητα μιμείται πιστά τη μεγάλη οθόνη. Βρεθήκαμε ο καθένας από μας πρωταγωνιστές μιας ταινίας φαντασίας με θέμα έναν ιό που ερημώνει τις πόλεις και απειλεί την ανθρώπινη ζωή. Την πρώτη φορά, όπως το επισημάνατε στο βιβλίο σας για την 11η Σεπτεμβρίου, παρακολουθήσαμε στην τηλεόραση ένα «κινηματογραφικό» Γεγονός που σφράγισε την είσοδό μας στον 21ο αι. Θα κάνατε μια αντίστοιχη ανάλυση και τώρα, στο κλείσιμο της 20ετίας;

Ναι, όπως σας είπα και νωρίτερα, ζούμε και αυτή τη φορά κάτι που είχαμε «δει» και που επειδή το είχαμε δει θεωρούσαμε αδιανόητο ότι μπορεί και να το ζήσουμε. Μια τραγική ρωγμή στην πολιτισμική σύμβαση της νεωτερικότητας – βλέπω μια φρίκη για να μη χρειαστώ να τη ζήσω. Τώρα τα πράγματα είναι χειρότερα, όμως, γιατί δεν υπάρχει στον μοντέρνο άνθρωπο πεπατημένο μονοπάτι για να εκλογικεύσει αυτό που συμβαίνει και δεν υπάρχει τρόπος να το πολιτικοποιήσει επίσης. Δηλαδή δεν υπάρχει τρόπος να μεσολαβήσει τον κίνδυνο. Ακόμα και αν είχε μεγάλη δόση βαναυσότητας το να θεωρείς τον άλλον απειλή, αυτός ο άλλος τότε, με τον ισλαμιστικό ολοκληρωτισμό, είχε κάποια πολιτικά χαρακτηριστικά. Τώρα είναι η αγκαλιά του οικείου σου και το φτάρνισμα του συνεργάτη σου και τα άπλυτα χέρια κάποιου τρίτου. Αυτό δεν μπορεί να αποκτήσει τις πολιτικές μεσολαβήσεις που γνωρίζαμε. Αν παλιότερες απειλές μπορούσαν να οργανωθούν νοηματικά, ψυχικά και κοινωνικά μέσα από κάποια μορφή ομαδοποίησης των «κακών», τώρα αυτό δεν υπάρχει. Τώρα δεν υπάρχουν κακοί – και δεν υπάρχουν και καλοί.

Αυτή η καινούργια απειλή μάς έδειξε με μοναδικό τρόπο, ανελέητο και αποκαλυπτικό, τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση, τι σημαίνει να ζούμε όλοι το ίδιο πράγμα. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε αντιμετωπίσει σε τέτοιο βαθμό τους ίδιους κινδύνους, τους ίδιους φόβους, τους ίδιους περιορισμούς και αγωνίες τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη.

Και ποτέ άλλοτε δεν είχαμε καταλάβει πόσο συνδεθήκαμε όλοι με όλους σε μια κοινωνία παγκόσμιων ανταλλαγών και παγκόσμιας εμπιστοσύνης από τη μία, και υπερ-οικειότητας σε τοπικό επίπεδο από την άλλη. Και μιλάω για παγκόσμια εμπιστοσύνη διότι ο διεθνής καταμερισμός εργασίας, όπως διαρθώθηκε με την εκτόξευση της παγκοσμιοποίησης, σήμαινε ότι ουδείς φοβάται ότι δεν θα έχει υλικά για να φτιάχνει αντισηπτικό τζελ ή μάσκες ή φάρμακα, παρότι αυτά ή οι πρώτες ύλες τους κατασκευάζονται στην Ινδία και την Κίνα. Και είδαμε τώρα ότι αυτή η παγκόσμια εμπορική εμπιστοσύνη δοκιμάζεται αγρίως. Είδαμε επίσης ότι σε αντίθεση με την ηθικολογική φιλολογία περί αποξένωσης και αλλοτρίωσης, η κοινωνία της οικειότητας ήταν η δική μας κοινωνία, η κοινωνία του ύστερου καπιταλισμού. Κοινωνία της συναισθηματικής εγγύτητας, της τρυφερότητας και της αγκαλιάς – με όλα τα αρνητικά που κρύβονται σε αυτή τη διαπροσωπική εγγύτητα. Ήταν όμως. Τώρα καλείται αυτό το συναισθηματικό κοινωνικό μοντέλο να ανασταλεί ή και να τελειώσει οριστικά. Και για να έρθω στην ερώτησή σας πιο συγκεκριμένα, πράγματι η ανθρώπινη ζωή και η βίαιη διακοπή της αποδείχθηκε γενικώς ότι είναι ένας νέος μεγάλος ανθρωπολογικός κανόνας.

Ας κρατήσουμε όμως και λίγο χώρο για μελλοντικές αναλύσεις σχετικά με την ίση κατανομή αυτής της αξίας. Είδαμε παράξενα ποσοστά ανοχής στον θάνατο σε διάφορες χώρες. Και εν γένει λέγαμε ότι δεν είναι και η ευτυχέστερη στιγμή της παγκοσμιοποίησης αυτό που ζούμε, ούτε η ευτυχέστερη στιγμή υπερεθνικών οργανισμών, είτε είναι ο ΠΟΥ, ο ΟΗΕ ή και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το εθνοκρατικό μόρφωμα, το εθνικό κράτος, μοιάζει μάλλον πιο προστατευτικό από τη συνεργασία των πολιτικών ηγεσιών. Με εξαίρεση τη μεγάλη επικοινωνία των επιστημόνων που οφείλεται στην παγκοσμιοποιημένη επιστήμη και στην παράδοση ενός άτυπου έθνους των γιατρών, όπως θα το ονόμαζα, το κλείσιμο των συνόρων σε εθνικό επίπεδο δείχνει ότι αυτό που πολλοί θεωρούσαν νεκρό, ψευδές, κάκιστο και αντιδημοκρατικό, ήταν σε μια πρώτη φάση αντιμετώπισης της επιδημίας η πιο προστατευτική δομή και το πιο ασφαλές πεδίο για την άσκηση μιας πολιτικής αναχώματος μπροστά στον θάνατο. Στο στάδιο που μπαίνουμε τώρα, σε εκείνο της αναζήτησης μια νέας ευημερίας, οι εθνοκρατικοί περιορισμοί δεν θα είναι το κατάλληλο όχημα. Ο πλούτος των εθνών θα παραχθεί αναγκαστικά διεθνώς και πάλι. Το ζήτημα είναι πότε μπορεί να ξαναγίνει αυτό με τόσο μεγάλους κινδύνους να ελλοχεύουν σε κάθε μεταφορά και μετακίνηση.

Σε ένα βαθμό δεν είχαμε τα δεδομένα βλέποντας τι συμβαίνει στην Κίνα; Γιατί δεν αξιολογήσαμε εγκαίρως τον κίνδυνο;

Δεν ξέρω αν είχαμε τα δεδομένα, να σας πω την αλήθεια. Ξέρω ότι οι κοινωνίες μας είχαν μάθει τις τελευταίες δεκαετίες να διαχειρίζονται το ρίσκο, να το υπολογίζουν και να το μετριάζουν. Ξαφνικά βρέθηκαν μέσα σε ένα σύμπαν που το είχαν απωθήσει. Συναντήθηκαν πάλι με την απειλή, την επιδημική ασθένεια – σε συνθήκες δε όπου ο μεγάλος και καθολικός κοινωνικός κανόνας του παγκοσμιοποιημένου ατομικισμού ήταν η ιδέα της απρόσκοπτης επιδίωξης του εαυτού και το δικαίωμα στην εκπλήρωση ενός προσωπικού σχεδίου ζωής. Με αυτούς τους όρους ήταν, όπως καταλαβαίνετε, λίγο δύσκολο η πληροφορία του κινδύνου να γίνει πολιτική πράξη υγειονομικής προστασίας. Όσο για την ιδιαιτερότητα της σχέσης υπαίθρου και πόλης, παράδοσης και νεωτερικότητας, πείνας και βαναυσότητας απέναντι στα ζώα στη σύγχρονη Κίνα, νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε μεγάλους και σταθερούς συσχετισμούς.

Είπατε πριν ότι τα εθνικά κράτη αναδιπλώθηκαν στην πρώτη φάση της επιδημίας για να λειτουργήσουν σαν προστετυτικό ανάχωμα απέναντι στον θάνατο. Από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν οι εθνικές κυβερνήσεις εξαρτήθηκαν οι μέχρι τώρα επιπτώσεις της πανδημίας στους πολίτες της κάθε χώρας. Νιώσαμε ανακουφισμένοι, για παράδειγμα, που είμαστε Ελληνες και όχι Βρετανοί ή Ιταλοί. Ζούμε μία εποχή ενίσχυσης των εθνικών ταυτοτήτων;

Ναι, όπως είπαμε και νωρίτερα, το εθνικό κράτος με τις δομές του και τη συνοριακή του σύσταση είναι που μετριέται σήμερα και συγκρίνεται, κάθε τέτοιο κράτος, τουλάχιστον στην Ευρώπη, γιατί στις ΗΠΑ τα πράγματα θα μετρηθούν διαφορετικά. Η αυθόρμητη επιθυμία επαναπατρισμού χιλιάδων Ελλήνων από χώρες πιο αναπτυγμένες από τη δική μας είναι ένας ιστορικός σταθμός στην κρίση αντιμετώπισης της μεγάλης επιδημίας. Δεν ξέρω βέβαια τι θα πει ανακουφισμένοι, πάντως πέρα από την ανάγκη να είσαι κοντά στους δικούς σου την ώρα του κινδύνου, πολλοί, πάρα πολλοί Έλληνες του εξωτερικού επέστρεψαν και για τη δική τους ασφάλεια βλέποντας ότι το ελληνικό κράτος προστατεύει τον πολίτες του.

Για ένα διάστημα, στην Ελλάδα, την ώρα της κινηματικής επιτυχίας του συνθήματος «Μένουμε σπίτι», το έθνος έγινε το σπίτι μας και το σπίτι μας έγινε το έθνος μας,

Αυτό που ζούμε συνιστά και μια επιστροφή των συνόρων; Πώς να το σκεφτούμε αυτό;

Ναι, αλλά τα πράγματα δεν είναι απλά. Ζούμε μια επιστροφή του συνόρου, του ορίου, της τοιχοδομής, που θα έλεγαν και οι αρχιτέκτονες. Δεν είναι απλά και μόνο μια επιστροφή των εθνοκρατικών συνόρων των δύο προηγούμενων αιώνων. Αυτή τη στιγμή συμβαίνει αυτό και λειτουργεί, όπως αναμενόταν, ανακουφιστικά εν πολλοίς. Επιτρέπει δε την άσκηση πολιτικής επί των πληθυσμών, κοντολογίς την άσκηση πολιτικής στις πιο θεμελιώδεις και πυρηνικές της διαστάσεις, όπως αυτή διαμοφώνεται από τον μεσαίωνα σταδιακά για να αποθεωθεί στη βιομηχανική νεωτερικότητα και στα βίαια μεταναστευτικά κύματα του 20ού αιώνα ή τις τεράστιες εμβολιαστικές καμπάνιες του μεταπολέμου.

Επιμένω όμως ότι δεν ζούμε μια επιστροφή των συνόρων βγαλμένη από το «εγχειρίδιο της απο-παγκοσμιοποίησης». Για ένα διάστημα, για παράδειγμα, στην Ελλάδα, την ώρα της κινηματικής επιτυχίας του συνθήματος «Μένουμε σπίτι», το έθνος έγινε το σπίτι μας και το σπίτι μας έγινε το έθνος μας, αλλά μαζί με αυτά τα πολλαπλά και κάπως γνώριμα σύνορα μπορεί αύριο να έχουμε νέες υγειονομικές ζώνες και συνοριακούς φραγμούς εντός της εθνικής επικράτειας. Ένα νησί covid free π.χ. που δεν θέλει επικοινωνία με την ηπειρωτική χώρα και επιλέγει με ιικούς όρους την τουριστική του πελατεία πολυτελείας. Ή ένας συνοικισμός που υποχρεούται σε απομόνωση. Ή αλλιώς χώρες ελεύθερες ιών που επικοινωνούν μεταξύ τους φτιάχνοντας νέες ενώσεις. Γειτονιές πλουσίων που τεστάρονται καθημερινά και ζουν ανέμελη υπερσωματική ζωή μεταξύ τους μέσα στο όμορφο και υγιεινό κάστρο τους, για παράδειγμα. Η βασική εθνική οριοθέτηση στο μέτρο που διασφαλίζει την υγεία, αλλά και τη δημοκρατική ισότητα των πολιτών έναντι του κράτους, θα πρέπει να καταπολεμήσει αυτούς τους νέους υποχρεωτικούς ή αλαζονικούς απομονωτισμούς.

Οι ευρωπαϊκές χώρες λειτούργησαν με γνώμωνα ότι η δημόσια υγεία αφορά αποκλειστικά το κάθε κράτος μέλος. Τώρα, στην επόμενη φάση, στην προσπάθεια επιστροφής στην κανονικότητα, δεν είναι αναγκαίο ένα άλλο είδος αλληλεγγύης; Μπορεί ο καθένας μόνος του;

Η Ευρώπη για λίγο καιρό ακόμα θα είναι το μεγάλο ερωτηματικό. Θεωρώ πάντως απίθανη μια συστηματική και αποφασιστική νέα πολιτική οικονομία της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της μεγάλης ύφεσης στην οποία έχουμε μπει. Ένας από τους λόγους είναι η πολύ διαφορετική αντιμετώπιση της ανθρώπινης ζωής σε κάθε κράτος και σε κάθε κοινωνία. Δεν θα είναι εύκολο να συνεργαστούμε όταν έχουμε τόσο διαφορετικούς προσανατολισμούς στο τι είναι τελικά άξιο προστασίας και τόσο μεγάλες αποκλίσεις στη διαχείριση του πρώτου κύματος της επιδημίας.

Με ανησυχεί, να σας ομολογήσω, η μεγάλη παράκαμψη της φρίκης σε εμβληματικές ευρωπαϊκές δυνάμεις και στη δημόσια σφαίρα τους. Για παράδειγμα, οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στη Γαλλία δεν συζητούνται συστηματικά. Παράγεται ένα απωθημένο και ένα μελλοντικό τραύμα, φτιάχνεται, τώρα που μιλάμε, μια νέα μεγάλη ενοχή για το μέλλον. Χωρίς καθαρή εικόνα του τι πήγε τόσο στραβά ή χωρίς μια ωμή ομολογία ότι ο θάνατος των γέρων δεν μας νοιάζει, δεν θα μπορεί να υπάρξει κοινή αλληλεγγύη. Μην εκπλαγείτε αν στις εκκλήσεις της Ελλάδας για ενίσχυση λόγω μεγάλης ύφεσης ακουστούν αρνήσεις με χολερικά σχόλια του τύπου: δεν θα πληρώσουμε εμείς την ελληνική γεροντοκρατία.

Η Ελλάδα κατάφερε κάτι που πολλοί προσπάθησαν. Η διαφορά της ήταν ότι το έκανε εγκαίρως, ότι το εφάρμοσε με εξαιρετικό τρόπο και ότι είχε τις προϋποθέσεις να το αποδεχτεί λογικά, να το αντέξει συναισθηματικά και να το υπηρετήσει οργανωτικά και οικονομικά.

Να έρθουμε σε εμάς. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας, που σήμαινε προσωρινή παύση της οικονομίας, ήταν υποχρεωτική για να μη φτάσουμε στο σημείο να πεθαίνουν άνθρωποι επειδή δεν θα υπήρχαν μάσκες και κρεβάτια εντατικής θεραπείας;

Όχι δεν ήταν υποχρεωτική επειδή δεν υπήρχαν μάσκες και κρεβάτια εντατικής θεραπείας. Δεν μπορώ να δεχτώ αυτή τη διατύπωση σαν αφετηρία ενός ορθολογικού συλλογισμού. Διαψεύδεται εξάλλου από την εκατόμβη νεκρών σε χώρες όπου υπήρχαν όλα αυτά. Η απαγόρευση ήταν υποχρεωτική εφόσον θέλαμε να μη νοσήσουν και πεθάνουν πάρα πολλοί άνθρωποι. Η Ελλάδα κατάφερε κάτι που πολλοί προσπάθησαν. Η διαφορά της ήταν ότι το έκανε εγκαίρως, ότι το εφάρμοσε με εξαιρετικό τρόπο και ότι είχε τις προϋποθέσεις να το αποδεχτεί λογικά, να το αντέξει συναισθηματικά και να το υπηρετήσει οργανωτικά και οικονομικά. Τώρα στην έξοδο από τη συλλογικο-ατομική καραντίνα, από τον ολικό και εξατομικευμένο περιορισμό, τα δεδομένα αυτά, όλα, θα δοκιμαστούν ξανά βεβαίως.

Αν είχαμε καθυστερήσει έστω και μια εβδομάδα ή κάποιες μέρες, θα ζούσαμε σκηνές Ιταλίας;

Ιταλίας, Βελγίου, Ισπανίας, Νέας Υόρκης... Φυσικά και θα είχαμε ζήσει ανεξέλεκτες καταστάσεις θανάτου. Επιμένω ότι δεν ήταν μόνο μια απόφαση και η συμμόρφωση των πολιτών, αλλά το άπλωμα ενός πλέγματος που έκανε εξαιρετικές ιχνηλατήσεις από την πρώτη ώρα και που οργάνωσε μια πολύ κρίσιμη εποπτεία της σχέσης χώρου και επιδημίας. Δηλαδή γεωγραφίας και χρόνου μετάδοσης. Επειδή όμως μιλήσατε για την Ιταλία, μπορεί κανείς να κάνει πολλές υποθέσεις για τον ρόλο της ιταλικής τραγωδίας στην αντιμετώπιση της επιδημίας. Ίσως αξίζει να παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν δύο ομάδες χωρών ως προς την τοποθέτησή τους σχετικά με την Ιταλία. Εκείνες που ένιωσαν την Ιταλία ως παρόμοια ή ισχυρότερη χώρα και εκείνες που την έβλεπαν υποτιμητικά. Οι πρώτοι, που παρεμπιπτόντως βρίσκονται κατά κανόνα ανατολικά της Ιταλίας, τα κατάφεραν πολύ καλύτερα από τους άλλους.

Η κυβέρνηση, χωρίς την ιδιοτελή εξουσιαστικότητα που χαρακτηρίζει παραδοσιακά τις ελληνικές κυβερνήσεις, κατάφερε να κάνει την εμπιστοσύνη προς την κρατική εξουσία να εξαπλώνεται πιο γρήγορα από τον ιό.

Για τη χώρα μας, μέχρι στιγμής, αυτή η εξαιρετικά πρωτόγνωρη κατάσταση εξελίχθηκε σε ένα ανέλπιστο, διεθνών διαστάσεων, success story. Από μαύρο πρόβατο γίναμε παράδειγμα προς μίμηση. Ο ελληνικός εξαιρετισμός από την ανάποδη;

Ίσως να περιμένετε να διαψεύσω αυτή την εντύπωση. Θα το κάνω, εν μέρει όμως. Νομίζω ότι οι αιτίες της απίστευτης πράγματι επιτυχίας αντιμετώπισης του πρώτου επιδημικού κύματος είναι πολλές, κάποιες αφορούν την πρόσφατη ιστορία μας, κάποιες το πόσο σύγχρονοι είμαστε, και κάποιες ότι δεν είμαστε και τόσο σύγχρονοι. Θα αναφερθώ σε ορισμένα κοινωνιολογικά δεδομένα που θεωρώ ότι έπαιξαν ρόλο καθοριστικό σε αυτή την ξεχωριστή στιγμή της ελληνικής ιστορίας – που πολύ εύκολα από σεμνό χαμόγελο επιτυχίας και υπερηφάνειας μπορεί να μετατραπεί σε διασπορά θανάτου και μαυρισμένων ψυχών.

Το πρώτο και μακροσκοπικό στοιχείο της πολύ οργανωμένης, συνειδητής, έλλογης και ψυχικά ισχυρής εφαρμογής της καραντίνας είναι η πρωτόγνωρη εμπιστοσύνη των Eλλήνων στους ειδικούς και στην πολιτική τους ηγεσία. Η εμπιστοσύνη αυτή έχει να κάνει με τη λήξη της δεκαετούς παραμυθίας του αντιμνημονίου και της συνωμοσιολογίας. Η φαντασίωση του αντισυστημισμού τελείωσε. Η κοινωνία ήταν αυτή τη φορά έτοιμη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα έτσι όπως την παρουσίαζαν οι ειδικοί και να πιστέψει τα μάτια της. Oι εικόνες από τον υπόλοιπο πλανήτη μεσολαβήθηκαν ορθολογικά από τους επιστήμονες και το κράτος, που ουσιαστικά ενώθηκαν σε μια ιδιότυπη επιστημονικο-πολιτική δομή εξουσίας.

Η ισχυρή ιατρικοποίηση της ελληνικής οικογένειας και η μεγάλη εμπιστοσύνη στον ιατρό, η συνεχής επαφή μαζί του, λειτούργησαν στην ίδια κατεύθυνση. Οι ιδιώτες γιατροί των Ελλήνων είχαν αντιληφθεί το μέγεθος της απειλής και έδιναν συστάσεις στους ασθενείς και πελάτες τους, όλες εναρμονισμένες με τις κεντρικές οδηγίες. Τις οποίες έδινε στο όνομα ενός πολύ σοβαρού επιτελείου επιστημόνων ένας χαρισματικός άνθρωπος, ο Σωτήρης Τσιόδρας.

Εδώ όμως καταλυτική είναι η πρωτόγνωρη πρακτική του ίδιου του πρωθυπουργού που εκχωρεί σε έκτακτες συνθήκες ένα σημαντικό μέρος της εξουσίας του στους ειδικούς και θέτει όλο το κράτος στην υπηρεσία στόχων που αυτοί έχουν θέσει. Αυτό δείχνει μεγάλη ηγετική εμβέλεια και παράγει εμπιστοσύνη. Μια εμπιστοσύνη σε ένα ανιδιοτελές πλέγμα υπηρέτησης του ελάχιστου καλού που είναι η επιβίωση και η υγεία σε συνθήκες πολεμικής σχεδόν απειλής. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση, χωρίς την ιδιοτελή εξουσιαστικότητα που χαρακτηρίζει παραδοσιακά τις ελληνικές κυβερνήσεις, κατάφερε να κάνει την εμπιστοσύνη προς την κρατική εξουσία να εξαπλώνεται πιο γρήγορα από τον ιό. Από εκεί και πέρα ο μικροκαπιταλισμός, ο πλούσιος τεχνολογικός εξοπλισμός των ελληνικών νοικοκυριών, η οικογενειακή συσπείρωση και άλλα στοιχεία της οικονομίας που δεν θεωρούνται μοντέρνα, βοήθησαν πολύ ώστε να είναι ανεκτή μία υπό άλλες συνθήκες ανυπόφορη κατάσταση.

Έχουμε μια παρακαταθήκη υψηλού ανθρωπισμού της αντιμετώπισης του θανατικού που ήρθε να μας βρει. Τώρα όμως πρέπει να αρχίσουμε πάλι να παράγουμε, να ερωτευόμαστε, να διαφωνούμε, και να μείνουμε και ασφαλείς μαζί.

Σε αυτό τον «πόλεμο» οι Έλληνες στη συντριπτική πλειοψηφία δείξαμε εμπιστοσύνη και συλλογική υπευθυνότητα. Είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο για μια κοινωνία που είχε μάθει τα τελευταία χρόνια να λειτουργεί με όρους πολεμικής, με χαμηλή αυτοπεποίθηση και μικρά ποσοστά εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

Ναι είναι, αυτό προσπάθησα να περιγράψω και πριν. Τώρα όμως καλούμαστε να κινηθούμε πάλι στο σκοτάδι για ένα διάστημα. Δεν θα είναι απλό για την πολιτική εξουσία να φτιάξει ένα συνεκτικό και νοηματοδοτημένο σχέδιο επιστροφής στην έστω σχετική ευημερία μαζί με την ταυτόχρονη αντιμετώπιση μιας απειλής που δεν έχει παρέλθει. Είμαστε πιο σκληροί και πιο ευέλικτοι από άλλους και έχουμε μια παρακαταθήκη υψηλού ανθρωπισμού της αντιμετώπισης του θανατικού που ήρθε να μας βρει. Τώρα όμως πρέπει να αρχίσουμε πάλι να παράγουμε, να ερωτευόμαστε, να διαφωνούμε, και να μείνουμε και ασφαλείς μαζί. Δηλαδή να λειτουργήσουμε αποδοτικά με όρους μεγάλης ανασφάλειας και να μην παράγουμε μεγαλύτερο κίνδυνο.

Η άσκηση είναι ιστορικά πρωτόγνωρη. Και όλο αυτό σε μια νέα κοινωνία μετριασμένης οικειότητας, που θα την περιέγραφα, παίζοντας λίγο με τα θεμέλια της κοινωνιολογίας, ως κοινωνία της αλληλέγγυας καχυποψίας. Σχήμα οξύμωρο που πρέπει να δούμε αν έχει εφαρμογή: η καχυποψία έναντι του άλλου είναι τρόπος οργάνωσης της οργανικής μας αλληλεγγύης, της αλληλεξάρτησής μας. Είμαστε εξαρτημένοι ο ένας από τη δουλειά του άλλου και ταυτόχρονα είμαστε εξαρτημένοι και από την υγειονομική του συμπεριφορά.

Δεν είναι κοινωνικό πείραμα, όπως λένε ορισμένοι ανόητοι, γιατί κανένας πειραματικός ερευνητής δεν θα διατύπωνε ποτέ μια τόσο τρελή υπόθεση εργασίας. Και όμως συμβαίνει.