Πολιτικη & Οικονομια

Σταμάτα, μωρέ!

Ας χειροκροτήσουμε στα μπαλκόνια μας τη σωτήρια κοινωνική απόσταση που ήρθε να μας σώσει από τη γαϊδουριά

Αθηναΐς Νέγκα
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Αθηναΐς Νέγκα μάς λέει ένα σύντομο ανέκδοτο με ήρωα τον άξεστο χασάπη...

Όπως ακριβώς εσείς, που με διαβάζετε τώρα, σηκώνεστε από το κρεβάτι σας κάθε πρωί, πλένετε τα δόντια σας, βουρτσίζετε τα μαλλιά σας και προσπαθείτε να είστε ευπαρουσίαστοι ώστε να αποσπάτε κομπλιμέντα και θαυμασμό, κάποιοι άλλοι διαλέγουν έναν δρόμο διαφορετικό από τον δικό σας. Σαφώς πιο τεμπέλικο. Αυτός ο δρόμος δεν προϋποθέτει κανέναν καλλωπισμό, κανένα ενδιαφέρον για τον εαυτό ή για τον συνάνθρωπο, καμιά καλλιέργεια ή διάθεση βελτίωσης διότι όσοι διαλέγουν αυτόν τον δεύτερο δρόμο σκορπάνε τη γρουσουζιά...

Μη νομίζετε πως όταν λέω «γρουσουζιά» περιγράφω ένα δυνατό όπλο μαγείας που μπορεί να φέρει συμφορά... Η γρουσουζιά για την οποία μιλάω είναι πολύ χειρότερη, διότι αν και στερείται μεταφυσικής ικανότητας και είναι μια ανόητη χρόνια δυσαρέσκεια για τη ζωή, μπορεί να σε τρελάνει.

Η γρουσουζιά αυτής της μορφής είναι η αποκορύφωση της κακής κοινωνικής εγγύτητας, εισβάλλει στον χώρο σου, δεν λογαριάζει τη διάθεσή σου, την ψυχολογική σου κατάσταση ή τις ταλαιπωρίες σου και είναι το βασικό χαρακτηριστικό της γαϊδουρινής συμπεριφοράς... διότι τι είναι ο ευγενικός; Τίποτα παραπάνω από κάποιον που θέλει να αναδεικνύει την καλύτερη πλευρά της ζωής και να κάνει την καθημερινότητα λίγο πιο υποφερτή για τον ίδιο και τους γύρω του.

Ξέρω πως έχετε καταλάβει τι εννοώ και θα σας πω ένα σύντομο ανέκδοτο με ήρωα τον άξεστο χασάπη... Πρόκειται για έναν τύπο που αποφεύγω συστηματικά εδώ και χρόνια, έναν χασάπη με κρεοπωλείο περιωπής που πουλάει ταλιάτες και όχι παϊδάκια! Κι όμως! Αν και έχει καταφέρει να είναι καλλιτέχνης στο είδος του, είναι από τους πιο αφόρητους τύπους που έχω συναντήσει - ίσως άρχισα να αποφεύγω το κρέας και εξαιτίας του. Είχε πάντα ένα ανόητο σχόλιο για κάθε θέμα, στο μαγαζί του τον θυμάμαι να φωνάζει ανοησίες και προσβλητικές κουβέντες κάνοντας δήθεν χιούμορ, όπως: «Τον σύζυγό σου τον είδα χλωμό κυρία Τασία, τον έχεις πεθάνει τον άνθρωπο!».

Το πιο περίεργο ήταν πως όλοι γέλαγαν με τον αγενέστατο, κατάπιναν τις χοντράδες του γιατί έπλαθε νόστιμα μπιφτέκια με ωραία δικιά του συνταγή και όπως διαφήμιζε είχε πάντα φρέσκα κουνέλια βιολογικά. Ήταν ίσως και η ζωή πιο ξέγνοιαστη «τότε»: μερικά μνημόνια είχαμε και χρέη μεχρι τον λαιμό, ανεργία και χρεοκοπημένη χώρα – πώς να μη χασκογέλαγε ο κόσμος, θα μου πείτε;

Σταμάτησα όμως να τρώω κρέας και οι υπόλοιποι στο σπίτι δεν μου έχουν εκφράσει τελευταία την επιθυμία να καταβροχθίσουν τον Μπάγκς Μπάννυ οπότε, με σχετική ευκολία, του έκοψα την καλημέρα αυτού του φρικαλέου τύπου, όμως προχθές τον συνάντησα εκεί που είχα ξεχάσει πως υπήρχε, στο μαγαζί του αγαπημένου μανάβη: Είναι πολύ του τύπου μου ο συνοικιακός οπωροπώλης, μετά βίας μού λέει καλησπέρα ο άνθρωπος, έχει πάντα μια «απόσταση» που προτιμώ καθώς μου επιτρέπει να πηγαίνω να ψωνίζω χωρίς να πολυσκέφτομαι, χωρίς πολλά σου ξου μού ξου, χωρίς να με ρωτήσει αν πήγαμε διακοπές ή αν θα φύγουμε το Πάσχα. Είναι όαση αυτό το μανάβικο, δεν είπα ποτέ πως είμαι κοινωνική, δεν είμαι όμως και μισάνθρωπος, πριν με μισήσετε περιμένετε, παρακαλώ, να σας τελειώσω το ανέκδοτο. Μέσα στο μικρό μαγαζί του αμίλητου μανάβη λοιπόν, εκείνο το βράδυ, ήμασταν 3 άτομα όλοι κι όλοι. Προσπαθούσαμε να διαλέξουμε μεγάλα κρεμμύδια ώστε να μη χρειαστεί να ξαναβγούμε σύντομα από το σπίτι και τα πορτοκάλια με την περισσότερη βιταμίνη C που κάνουν άτρωτους τους οργανισμούς... Να σου όμως και ο άξεστος χασάπης... Τι δουλειά είχε τέτοιος κρεατοφάγος ανάμεσα στα μαρούλια μας, ένας θεός ξέρει. Φαντάστηκα πως είχε κλείσει μόλις το μαγαζί του και ίσως είχε μοναξιά, ποιος να ακούσει τις χοντράδες του μέσα στην πανδημία;

Κι όμως ο άτιμος είχε όρεξη να αναστατώσει το ήσυχο μελαγχολικό μανάβικο, που δεν του είχε φταίξει σε τίποτα, και πάλι βεβαίως γκάριζε σαν γάιδαρος για να τον προσέξουμε: «Τους έλεγα σήμερα στο μαγαζί, πάρτε και κοκορέτσι, πάρτε να φάτε, τώρα με τον κορωνοϊό, γιατί αυτό το κοκορέτσι θα είναι το τελευταίο σας! Το τελευταίο!»

Για καλή μου τύχη, μια κυρία τον έβαλε στην θέση του με τρόπο που ζήλεψα: «Σταμάτα, μωρέ! Δεν μπορούμε να σ’ ακούμε». Επειδή και οι υπόλοιποι δεν τον κοιτάξαμε, ίσως και γιατί δεν έλαβε απάντηση και ένιωσε περιφρονημένος, έφυγε. Εξαφανίστηκε. Υποθέτω πως δεν πρέπει να πλήρωσε ούτε τα ζαρζαβατικά του. Τον είχαμε νικήσει, αυτόν και τη γρουσουζιά του, έτσι κατάλαβα. Ας κρατήσουμε μια θέση στην καρδιά μας, λοιπόν, για «την κοινωνική απόσταση» που κακώς παρεξηγούμε και πληγώνουμε με τα λόγια μας. Είναι προστασία απολύτως χρειαζούμενη, μια καλή νεράιδα που ήρθε να μας σώσει από όποιον ηλίθιο τολμά να κάνει πλάκα με το τελευτείο κοκορέτσι μας και να μας κρατήσει ασφαλείς διότι δεν μπορείς στις μέρες μας, ούτε να αναλώνεσαι ούτε να απλώνεσαι. Δεν ξέρω αν θα βγω σύντομα στα μπαλκόνια να χειροκροτήσω τους γιατρούς, κρατάω για αργότερα αυτό το συναισθηματικό κρεσέντο. Προς το παρόν θα χειροκροτούσα ευχαρίστως όποιον κάνει προσπάθεια για μια καλή κουβέντα, μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, ένα καλό αστείο...