Πολιτικη & Οικονομια

Επιστροφή στη φύση;

Ας θυμηθούμε πώς και πότε αφήσαμε τα χωριά μας και ήρθαμε στην πόλη

Νίκος Νυφούδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι θα μπορούσε να σημαίνει για την ελληνική οικονομία η δημιουργία συνθηκών ισόρροπης ανάπτυξης υπαίθρου και μεγάλων πόλεων.

Και τώρα που έκλεισαν τα σχολεία τι θα κάνουμε με τα παιδιά; Και αν θα κλείσουν οι κινηματογράφοι, τα θέατρα, τα εστιατόρια και τα γυμναστήρια τι θα κάνουμε ακόμα και όσοι δεν έχουμε παιδιά; Ο προγραμματισμός της πασχαλινής εκδρομής στο χωριό μοιάζει να έρχεται πιο κοντά. Αφήνουμε τα παιδιά στους παππούδες –μήπως και ξεκολλήσουν από το τάμπλετ για λίγες ώρες– και εμείς κανονίζουμε να περπατήσουμε στις εξοχές –μήπως και ξεκολλήσουμε από το κινητό για λίγες ώρες– και να τους δούμε όλους μαζί τα Σαββατοκύριακά. Να ποια είναι τα καλά της ιστορίας του κορωνοϊού. Γιατί όμως δε γυρίζουμε στα ηπειρωτικά και νησιωτικά χωριά μας υπό κανονικές συνθήκες;

Ας θυμηθούμε πρώτα πώς και πότε αφήσαμε τα χωριά μας και ήρθαμε στην πόλη. Σύμφωνα με τα δημογραφικά δεδομένα, ένας στους τέσσερις Έλληνες ζούνε σήμερα σε διαφορετικό νομό από αυτόν στον οποίο γεννηθηκαν, ενώ για τους νομούς της Δυτικής Ελλάδας, των Νησιών Ιονίου και Βορείου Αιγαίου και τις Κυκλάδες το ποσοστό αυτό φτάνει στο 40%. Η κατανομή του πληθυσμού της χώρας σε αστικό και αγροτικό αντιστράφηκε πλήρως τα τελευταία εκατό χρόνια από 75% για τον αγροτικό πληθυσμό και 25% για τον αστικό πληθυσμό το 1920 σε 25% για τον αγροτικό και 75% για τον αστικό το 2010. Οι δυο μεγάλες πόλεις της χώρας, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, αύξησαν το μέγεθός τους κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια κατά 90% και 100% αντίστοιχα. Στην Αττική κατοικεί σήμερα άνω του 40% του πληθυσμού της χώρας. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη, και είναι πολύ λίγες οι χώρες σε όλο τον κόσμο που έχουν τόσο υψηλά ποσοστά πληθυσμού συγκεντρωμένα στην πρωτεύουσα τους.

Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Πώς κατάφεραν η Γερμανία ή η Ολλανδία να κρατήσουν το 40% του πληθυσμού τους σε μικρές πόλεις και ένα ακόμα 20% του πληθυσμού τους σε χωριά; Η απάντηση σχετίζεται ευθέως με τις αιτίες της μεταπολεμικής αστικοποίησης στην Ελλάδα: η Γερμανία και η Ολλανδία πέτυχαν να δημιουργήσουν τις ευκαιρίες ικανοποίησης του αναγκών των νέων προτύπων ζωής μακριά από τα δικά τους μεγάλα αστικά κέντρα και παράλληλα να διατηρήσουν επαρκείς θέσεις εργασίας. Δημιούργησαν δίκτυο μεταφορών ώστε να μην κινδυνεύει κανείς στο τιμόνι οδηγώντας για ατελείωτες ώρες κάθε ημέρα. Ανέπτυξαν την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ώστε να μην απαιτείται να τρέξεις στα επείγοντα ενός μεγάλου αστικού νοσοκομείου για την κάθε ίωσή σου. Φρόντισαν να επανδρώσουν όλα τα δημόσια σχολεία τους με άξιους δασκάλους και να τα εξοπλίσουν με άρτιο εξοπλισμό ώστε να μην υστερεί η μόρφωση κανενός παιδιού που μεγαλώνει με τα λίγα στο πάλαι ποτέ γεμάτο σχολείο των παππούδων του. Μερίμνησαν για όσα απασχολούν κάθε νέα οικογένεια: καλές συνθήκες εργασίας, περίθαλψης, παιδείας. Και έκαναν τη διαδρομή από την πόλη στην ύπαιθρο δύο κατευθύνσεων. Και τότε η διαδρομή από την πόλη στην ύπαιθρο απέκτησε «κίνηση». Γιατί ο ανοιχτός ορίζοντας και η φθηνότερη διαβίωση είναι μια πρόταση που δύσκολα μπορείς να αρνηθείς.

Στην Ελλάδα μοιάζει σαν να μην έχει σκεφτεί κανείς τα αυτονόητα. Η δημιουργία συνθηκών ισόρροπης ανάπτυξης υπαίθρου και μεγάλων πόλεων θα έπρεπε να είναι στην κορυφή της δημόσιας συζήτησης για την οικονομία. Αντί της διαβόητης συζήτησης για την επένδυση στο Ελληνικό, στόχος μιας νέας κυβέρνησης που αντιμετωπίζει θετικά την ελεύθερη αγορά θα έπρεπε να ήταν η παροχή κινήτρων για τη δημιουργία ενός τμήματος μιας εταιρείας νέας τεχνολογίας, όπως η Google για παράδειγμα, σε ένα κυκλαδίτικο νησί με τα μοναδικά χαρίσματα της Τήνου. Πεντακόσιοι άνθρωποι θα εργάζονταν ξαφνικά σε ένα νησί. Κτηματομεσιτικό, εστίαση, λιανική, υπηρεσίες για την καθημερινότητα και την απόλαυση, κατανάλωση ενέργειας θα αποκτούσαν νέα δυναμική. Μια ένεση αδρεναλίνης στις μικροοικονομίες του κάθε τόπου. Δεν είναι αργά για έναν πρωθυπουργό που θέλει να αλλάξει τη δομή της οικονομίας της χώρας. Δεν είναι βέβαια ούτε νωρίς, καθώς η κλεψύδρα της θητείας του τρέχει γρήγορα στα μάτια μιας κοινωνίας που κουράστηκε με τη διαχρονική αποτελεσματικότητα των πολιτικών της.