Πολιτικη & Οικονομια

Η δαιμονοποίηση των ηλικιωμένων

Η μακροβιότητα του πληθυσμού μας είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να γιορτάζουμε

A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αφιέρωμα από το Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη: Ο θησαυρός των 60+

Γράφει ο Dr. George Leeson, διευθυντής στο Oxford Institute of Population Ageing του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης


Τη στιγμή που πιστεύεις πως ζεις σε μια ανοιχτόμυαλη κοινωνία του 21ου αιώνα, διαβάζεις το άρθρο του Phillip Inman στον «Observer» υπό τον τίτλο: «Οι ηλικιωμένοι αποτελούν ένα συνεχώς αυξανόμενο βάρος αλλά είναι οι νέοι αυτοί που τελικά πρέπει να σηκώσουν αυτό το βάρος;». Για να είμαστε δίκαιοι, ο Inman στο άρθρο του παραθέτει κάποιες σημαντικές απόψεις στη συζήτηση για το τι πραγματικά χρειάζεται να γίνει σε μια χώρα που γερνά αλλά ο τρόπος που διατυπώνει πολλά από τα επιχειρήματά του, όπως «Τι πραγματικά σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι όταν κρατιούνται ακόμη στη σκηνή και σπρώχνουν τους νέους που προσπαθούν να ανέβουν;», απογοητεύει βαθιά και αποσπά αρνητικά την προσοχή μας από την ουσία του κειμένου.

Μπορείτε να φανταστείτε τη χρήση παρόμοιας γλώσσας και επιχειρημάτων για θέματα όπως η φυλή, η θρησκεία, το φύλο, η σεξουαλικότητα; Προσωπικά, δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τον εαυτό μου να αναπαράγει τα ερωτήματα του Inman υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω θεμάτων.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η μακροβιότητα του πληθυσμού μας είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να γιορτάζουμε καθώς όλο και περισσότεροι από εμάς ζούμε για μεγαλύτερο διάστημα και πολλοί με σχετικά καλή υγεία. Το πρόβλημα όμως δεν είναι η μακροβιότητα ούτε και οι άνθρωποι που έχουν την τύχη να ζουν περισσότερα χρόνια (σε λίγο θα ανήκουμε όλοι σε αυτήν την κατηγορία…και εγώ και εσείς που τώρα διαβάζετε αυτό το άρθρο). Το πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη γήρανση και τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας τον 21ο αιώνα έχει τις ρίζες του στον 19ο αιώνα. Αιτία αυτού του φαινομένου είναι πολλά και άκαμπτα ως σήμερα δομικά εμπόδια. Σε κάθε περίπτωση, μοιάζει να έχουμε χάσει το νόημα της γήρανσης και της μακροβιότητας.

Η διάχυτη αίσθηση για τους ηλικιωμένους και ευρύτερα για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας είναι ότι συνδέονται με την συνταξιοδότηση. Το πρώτο συνταξιοδοτικό σχήμα που επέτρεπε την «απόσυρση» από την παραγωγική οικονομία εισήχθη με το χρονικό όριο των 65-70 ετών και παράλληλα με πολλούς περιορισμούς. Εκείνη την περίοδο, τέλος του 19ου/αρχές του 20ού  αιώνα το προσδόκιμο επιβίωσης άγγιζε περίπου τα 50 έτη. Σήμερα, το προσδόκιμο επιβίωσης είναι 80 έτη στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη αλλά τα συνταξιοδοτικά σχήματα εξακολουθούν να λειτουργούν με ηλικιακά όρια που ελάχιστα έχουν μεταβληθεί από τότε που σχεδιάστηκε και ξεκίνησε να εφαρμόζεται το καινοτόμο σύστημα συνταξιοδότησης. Πέρα από κάθε αμφιβολία δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ ηλικιακών ορίων και προσδόκιμου επιβίωσης καθώς εξακολουθούμε να διατηρούμε λύσεις που δόθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα για να απαντήσουμε σε ζητήματα του 21ου και 22ου αιώνα.

Ίσως θα ήταν προτιμότερο από το να κάνουμε στερεότυπες διατυπώσεις, που θεωρούν βάρος το μεγαλύτερο σχεδόν μέρος του πληθυσμού, να δώσουμε έναν σύγχρονο ορισμό στον όρο «ηλικιωμένος/η» που θα οριοθετείτε στην περίοδο πριν τον θάνατο καθώς οι άνθρωποι πριν από αυτό το διάστημα συνεισφέρουν με κάθε τρόπο στις οικογένειές τους, στην κοινότητά τους, στην οικονομία και στην κοινωνία.

Πότε όμως το θέμα της γήρανσης απέκτησε ενδιαφέρον;

Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον διαρθρωτικές δομές που μέσα στο πέρασμα των χρόνων όρισαν τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας ως ξεχωριστή ομάδα του πληθυσμού. Αυτές οι τρεις δομές είναι οι οίκοι φιλοξενίας απόρων, τα συνταξιοδοτικά συστήματα που αναπτύχθηκαν ραγδαία στη Δυτική Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα και η ανάπτυξη της γηριατρικής ως ξεχωριστή ιατρική ειδικότητα.

Από τον 18ο αιώνα οι οίκοι φιλοξενίας εξελίχθηκαν από δομές για φτωχούς όλων των ηλικιών (με τους ηλικιωμένους να αποτελούν ουσιαστικά ένα ελάχιστο μερίδιο) σε δομές σχεδόν αποκλειστικά για ηλικιωμένους (αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης της φτώχιας στο υπόλοιπο κομμάτι του πληθυσμού). Αυτό δυστυχώς σήμανε και την ομογενοποίηση των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας σε μια ομάδα, αυτή των ηλικιωμένων. Η υπάρχουσα και περίπλοκη ανομοιογένεια αυτού του πληθυσμού είχε πια χαθεί. Ως αποτέλεσμα, οι οίκοι φιλοξενίας εξελίχθηκαν σε έναν οριοθετημένο κοινωνικά χώρο για τους ηλικιωμένους.

Τα συνταξιοδοτικά σχήματα έθεσαν ηλικιακά όρια χρησιμοποιώντας έναν κοινωνικό ορισμό για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας. Πράγματι, όρισαν ως ηλικιακό όριο για τη συνταξιοδότηση την ηλικία που οι πολίτες γίνονται εξαρτώμενοι και διαχωρίζονται από το νεότερο παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού.

Έτσι ένα νέο τμήμα του πληθυσμού, υπό τον όρο «ηλικιωμένοι» εδραιώθηκε στις δικαστικές και διοικητές δομές της κοινωνίας. Η συλλογική αντίληψη του όρου «ηλικιωμένοι» ως μια χρονολογικά προσδιορισμένη περίοδο της ζωής εμφανίζεται συνεπώς για πρώτη φορά στα μισά του 19ου αιώνα. Οι στατιστικές προϋποθέσεις που ήταν αναγκαίες για να ορισθούν νομικά οι ηλικιωμένοι, ως ξεχωριστό τμήμα του πληθυσμού, βρίσκονται σε μια φράση ενός Βέλγου στατιστικολόγου το 1835 στο επιστημονικό περιοδικό «Quetelet»: «Ο άνθρωπος γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους, που δεν έχουν διερευνηθεί εις βάθος…» (Quetelet 1835). Αυτή η τοποθέτηση αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για τον ακριβή ορισμό των ηλικιωμένων ως μια ξεχωριστή μερίδα του πληθυσμού βάση στατιστικών πιθανοτήτων. Αυτό με τη σειρά του έδωσε την ευκαιρία στην πολιτεία να αντιμετωπίζει και να κατανοεί τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας συλλογικά, ως μια ομάδα δηλαδή με συγκεκριμένα και προκαθορισμένα ηλικιακά όρια. Η στατιστικοποίηση των ηλικιωμένων παρείχε μια επιστημονική πλατφόρμα για τον σχεδιασμό και την εισαγωγή πολιτικών κοινωνικής στήριξης.

Αυτή η εξέλιξη με τη σειρά της συνδέεται στενά με την τελευταία διαθρωτική δομή-την «ιατρικοποίηση» των ηλικιωμένων και του σώματός τους. Η Γηριατρική γεννιέται ως ξεχωριστή ιατρική ειδικότητα περίπου το 1840 και έχει ως κύριο πλαίσιο αναφοράς το επιστημονικό περιοδικό «Quetelet».

Η ιατρική βέβαια ήρθε για να κατακτήσει σχεδόν αποκλειστικά τη γήρανση-πρόκειται ουσιαστικά για μια προσπάθεια ορισμού της γήρανσης αλλά ακόμη και του θανάτου. Η «ιατρικοποίηση» της γήρανσης-βοηθούμενη και από την δομική οριοθέτηση που προηγήθηκε και η οποία περιγράφεται παραπάνω-οδήγησε στην επικρατούσα εικόνα για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας ως κουρασμένους, με ένα σώμα που χάνει συνεχώς τις δυνάμεις του. Αυτή η αντίληψη παρέμεινε δεσπόζουσα στην κοινωνία αλλά κυρίως στην επιστημονική έρευνα για τους ηλικιωμένους μέχρι τα μισά του 20ού αιώνα. Τι συνέβη όμως μετά;

Αυτό που συνέβη ήταν η δημιουργία της γεροντολογίας.

Η γεροντολογία είναι ξεχωριστό κομμάτι από την γηριατρική, η οποία αποτελεί τμήμα της ιατρικής που ειδικεύεται στη θεραπεία των νοσημάτων των ηλικιωμένων και επίσης είναι διαφορετική και από την γερατολογία, που αποτελεί τμήμα της βιολογικής επιστήμης και μελετά τη γήρανση ως εξέλιξη της ζωής. Οι γεροντολόγοι αποτελούν μια ομάδα επιστημόνων που ερευνά τη γήρανση πολύπλευρα και περιλαμβάνει αλλά δεν περιορίζεται στα παρακάτω πεδία: δημογραφία, βιολογία, νοσηλευτική, ιατρική, εγκληματολογία, οδοντιατρική, κοινωνικές υπηρεσίες, οικονομικά, πολιτικές επιστήμες, αρχιτεκτονική, φαρμακευτική, δημόσια υγεία, ανθρωπολογία. Το 1940 ο πρωτοπόρος επιστήμονας James Birren ξεκίνησε να διαχωρίζει τη γεροντολογία από την γηριατρική με αποτέλεσμα το 1945 να δημιουργηθεί η Αμερικάνικη Γεροντολογική Εταιρεία. Ακολούθησε η δημιουργία της Βρετανικής Γεροντολογικής Εταιρείας το 1971.

Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις στην ιατρική και την επιστήμη, η κοινωνία κατέγραφε τα δικά της βήματα προόδου. Το σύγχρονο κράτος κοινωνικής πρόνοιας απλωνόταν σταδιακά σχεδόν σε κάθε άκρη της γης. Ο ρόλος του κοινωνικού κράτους πρόνοιας βέβαια δεν περιορίζεται μονάχα στην παροχή στήριξης στους αδύναμους. Είναι κυρίως ένας μοχλός βελτίωσης της ποιότητας ζωής όλων των ανθρώπων. Οι άνθρωποι πλέον ζουν κατά πολύ περισσότερο και συνταξιοδοτούνται πολύ νωρίτερα. Τα πρώτα συνταξιοδοτικά σχήματα στις δεκαετίες του 1970 και 1980 στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική αναπτύχθηκαν με κύριο στόχο τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας για τους νεότερους και βασίστηκαν στον επαναπροσδιορισμό της γήρανσης (που είχε προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια) και στις εδραιωμένες τότε αντίληψης για τη γήρανση. Εδώ τέθηκαν και τα επίσημα θεμέλια και στον επαναπροσδιορισμό του χρόνου και του χώρου των ηλικιωμένων στις κοινωνίες.

Το πρόβλημα είναι βέβαια πως ένας άνθρωπος σήμερα στα 60 του έτη κατατάσσεται στην ομάδα των ηλικιωμένων και «φορτώνεται» όλα τα στερεότυπα που δημιουργήθηκαν για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας 150 χρόνια πριν.

Η δυναμική της μακροβιότητας

Δεδομένης της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης και της μακροβιότητας οι άνθρωποι έχουν εν δυνάμει τη δυνατότητα να συνεισφέρουν για μεγαλύτερο διάστημα στις οικογένειές τους, στην κοινωνία μέσα στην οποία ζούνε και στην οικονομία. Βασική προϋπόθεση όμως για όλα τα παραπάνω είναι να σπάσουμε και να ξεπεράσουμε τα διοικητικά και νομικά όρια που σήμερα τίθενται από τη νομοθεσία και να ορίσουμε εκ νέου τι σημαίνει γήρανση.

Η συνειδητοποίηση και η απελευθέρωση της δυναμικής των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας δεν σημαίνει μονάχα να βρεθούν ρόλοι ικανοποιητικοί για τους ηλικιωμένους, ενώ την ίδια στιγμή θα συνεχίζουμε να θέτουμε στο περιθώριο μαζικά τους 60+. Συνειδητοποίηση και απελευθέρωση της δυναμικής των ηλικιωμένων σημαίνει κυρίως επαναπροσδιορισμός και επανορισμός της «γήρανσης». Σημαίνει επέκταση της ενεργού ζωής μας, όπως ο καθένας ορίζει τη ζωή του ως ενεργή, στα 70, 80 ακόμη και στα 90 έτη, όπου δηλαδή πραγματικά αρχίζει να μειώνεται η δυναμική των ανθρώπων.

Η συνειδητοποίηση και απελευθέρωση της δυναμικής των ηλικιωμένων απαιτεί επίσης επίγνωση της αξίας της ζωής που ζούμε καθώς και της μακροβιότητα αυτής.

Παρόλο που τα χρόνια σε μεγαλύτερη ηλικία των γονιών μας και των παππούδων μας δεν είχαν δομικές διαφορές μεταξύ τους, η ραγδαία εξέλιξη της ζωής σε όλα τα επίπεδα τα τελευταία 50 χρόνια σημαίνει πως η δική μας γήρανση θα είναι πολύ διαφορετική. Η αναγνώριση και αποδοχή αυτής της νέας πραγματικότητας οδηγεί αναπόφευκτα στην αυγή μιας νέας εποχής, για την οποία θα πρέπει να προσαρμοστούμε όσο το δυνατόν ταχύτερα αναφορικά με το εργασιακό περιβάλλον, την οικονομία, την κοινωνία.

Θα ήθελα πραγματικά-διαβάζοντας ξανά το άρθρο του Inman-να πιστέψω ότι κατά βάθος πιστεύει και αυτός ότι η γήρανση και η μακροβιότητα είναι όλα τα παραπάνω αλλά οι φράσεις του («Οι ηλικιωμένοι αποτελούν ένα συνεχώς αυξανόμενο βάρος…») και τα «δηλητηριώδη» βέλη που εξαπολύει («Τι πραγματικά σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι, όταν κρατιούνται ακόμη στη σκηνή και σπρώχνουν τους νέους που προσπαθούν να ανέβουν;») δεν αφήνουν κανένα περιθώριο ότι κάτι έχει καταλάβει λάθος.