Πολιτικη & Οικονομια

Φύλο, στασιμότητα και οικονομία: Από τη Μαίρη Παναγιωταρά στις Lehman Sisters

Επετειακές σκέψεις με βάση το φύλο

Αντιγόνη Λυμπεράκη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

H Αντιγόνη Λυμπεράκη και ο Πλάτων Τήνιος γράφουν με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.

Οκτώ Μαρτίου, ημέρα της γυναίκας, πάντα κοντά στο Τριώδιο, κάποιες παραδοσιακές δηλώσεις δεν θα είναι θύματα του κορωνοϊού. Στην Ελλάδα θυμόμαστε την Μαίρη Παναγιωταρά, ηρωίδα. Τα τελευταία χρόνια ο υπόλοιπος κόσμος αναπολεί τη δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ ότι η εξέλιξη της οικονομίας θα ήταν διαφορετική αν οι Lehman Brothers ήταν στην πραγματικότητα Lehman Sisters. Ως γυναίκα μη-οικονομολόγος επικεφαλής του οργανισμού-κορωνίδας της παγκόσμιας οικονομικής πολιτικής η κ. Λαγκάρντ βρισκόταν σε προνομιακή θέση για να προβεί σε αυτή την διαπίστωση.

Πράγματι, οι οικονομικές σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου η επιλογή πεδίου σπουδών παρακάμπτει την σοφία των Πανελληνίων) είναι ακόμη και σήμερα το πιο ανδροκρατούμενο πεδίο στο διδακτορικό επίπεδο- κάτι που μεταδίδεται και στο διδακτικό προσωπικό και επηρεάζει τα οικονομικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Μετά από δύο δεκαετίες οι προσπάθειες να εξισορροπήσει το ισοζύγιο φύλων στα «σκληρά»  επιστημονικά πεδία, στα λεγόμενα STEM, αποδίδουν: όλο και περισσότερες γυναίκες εμφανίζονται στα παραδοσιακά προπύργια των μηχανικών, μαθηματικών, ειδικών στην πληροφορική. Αντιθέτως, τα οικονομικά – τόσο στην παραδοσιακή πολιτική οικονομία όσο και στα νεότερα χρηματοοικονομικά -παραμένουν επίμονα και εμμονικά στο παλιό ανδρικό μοτίβο.

Η επικράτηση του ενός φύλου στην οικονομική επιστήμη δεν επηρεάζει μόνο τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των λειτουργών της, αλλά ούτε και την επικράτησή του σε συλλογικά όργανα που εστιάζουν στην οικονομία (ένα εκ των οποίων πρέπει να είναι η παρούσα Ελληνική κυβέρνηση). Ούτε περιορίζεται στην επιδεικτική αξιοποίηση μαθηματικής μεθοδολογίας στην οικονομική θεωρία. Πολύ ουσιαστικότερη παρενέργεια – τουλάχιστον για τους μη-οικονομολόγους – είναι η αλλοίωση του περιεχομένου της πολιτικής: «Παραδοσιακά», οι brothers ασχολούνται με την οικονομική πολιτική. Οι sistersμε την κοινωνική. Τα στερεότυπα αναπαράγονται και επεκτείνονται πέραν της στελέχωσης, στον τρόπο σκέψης, στο είδος ανάλυσης και από εκεί στις προτάσεις. Εκείνες με την σειρά τους οδηγούν σε αποτελέσματα τα οποία ‘τα λούζεται’ ανυποψίαστη η κοινωνία. 

Μήπως όμως τα στερεότυπα και οι ιεραρχικές σχέσεις ανατρέπονται; Μήπως στο νέο περιβάλλον είναι οι sisters που έχουν (ή θα έπρεπε να έχουν) το πάνω χέρι; Και τι συμβαίνει  όταν η προσκόλληση σε παλιά πρότυπα αγνοεί τις αλλαγές; 

Κοινωνία/οικονομία: μια παραδοσιακή αντίστιξη

Η πολιτική στην Ελλάδα, αλλά όχι μόνο εδώ, διακατέχεται από διπολικό σύνδρομο – πότε ασχολείται με την ανάπτυξη, πότε με την κοινωνία, ποτέ και με τα δύο ταυτόχρονα. Η οικονομική και κοινωνική πολιτική είναι τοποθετημένες σε διαφορετικά ‘κουτιά’, τα κλειδιά των οποίων τα έχουμε αναθέσει σε διαφορετικούς ανθρώπους και τα οποία ανοίγουν σε διαφορετικές περιστάσεις.

Ο κόσμος της ανάπτυξης και της οικονομίας είναι ένας επιθετικός, τεχνολογικός κόσμος – «σκληρός», γεμάτος γωνίες και στιβαρές αποφάσεις. Ένας κόσμος «μάκρο» ασχολείται με την διακίνηση δισεκατομμυρίων με το πάτημα ενός κουμπιού σε πραγματικό χρόνο με στόχο να τιθασεύονται απρόσωπες «αγορές». Οι λειτουργοί του, απόφοιτοι θετικών επιστημών και business schools, διαχειρίζονται ροές χρημάτων – τον (αρρενωπό) κόσμο του χρήματος.

Ο κόσμος της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνίας είναι προστατευτικός, ήρεμος – «μαλακό»,  με καμπύλες και  ενσυναίσθηση.  Ένας κόσμος «μίκρο», ασχολείται με καθημερινές αποφάσεις και επιλογές ζωής ανθρώπων στο πλαίσιο δομών που εξελίσσονται με νωχελικότητα, σχεδόν ανεπαίσθητα. Οι λειτουργοί της, απόφοιτοι κοινωνικών επιστημών, ασχολούνται κυρίως με ανθρώπινες σχέσεις παραγωγής και κατανάλωσης – την πραγματική οικονομία. Διαχειρίζονται τον κόσμο των ανθρώπων.

«Ο ένας κατάγεται από τον Άρη και η άλλη από την Αφροδίτη». Αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους, αυτή είναι ιεραρχική: Η ενεργητική οικονομική πολιτική «κατακτά» μέρισμα για να το μοιράσει σε δεύτερο χρόνο η πονόψυχη κοινωνική πολιτική. Αυτή, με την σειρά της, ανταποδίδει -κερδίζοντας εκλογές, απαραίτητο πρώτο βήμα για την επόμενη γενιά μεταρρυθμίσεων. Όπως και στην παραδοσιακή οικογένεια, οι ρόλοι είναι διακριτοί (και χρονικά): εκείνος εξασφαλίζει και εκείνη προστατεύει.

Η ιεραρχία ανατρέπεται; Υπάρχει τιμωρία του συντηρητισμού;

Στην περίπτωση της οικογένειας η πραγματικότητα έχει προ πολλού μετακομίσει. Αφήνει πίσω της, όμως, δηλητηριώδη στερεότυπα, τον αναχρονισμό των οποίων αποκρύπτει μόνο η επίμονη επανάληψη. Ο αναχρονισμός αυτός ισχύει ακόμη περισσότερο και στο δίπολο ανάπτυξη - κοινωνική πολιτική.

Αν εξετάσουμε την πρόσφατη οικονομική πορεία,  η ιεραρχική σχέση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής φαίνεται να ανατρέπεται. Από το 2000 οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης – παντού στον κόσμο – είναι εξαιρετικά αναιμικοί. Όλοι συμφωνούν ότι το κλειδί της επιστροφής στην ανάπτυξη βρίσκεται στις διαρθρωτικές αλλαγές. Η πραγματοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών, με την σειρά της, συχνά προσκρούει σε θέματα κοινωνικής πολιτικής. Ο συλλογισμός αυτός ανατρέπει το σύνηθες συμπέρασμα: Η κοινωνική πολιτική έρχεται πρώτη – αφού εκείνη διαμορφώνει την «μεγάλη εικόνα» και έτσι εξασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Χωρίς κοινωνική πολιτική η οικονομική ανάπτυξη δύσκολα ξεκολλάει από τη στασιμότητα. Η εργώδης προσπάθεια των golden boysσηκώνει πολλή σκόνη αλλά προκαλεί ελάχιστη μετακίνηση.

Παραδοξολογία; Οι δύο ευρωπαϊκές χώρες που ανταποκρίθηκαν καλύτερα στην οικονομική κρίση το έκαναν χάρις σε μεταρρυθμίσεις κοινωνικής πολιτικής που προηγήθηκαν. Η Σουηδία βούλιαζε σε συστημική τραπεζική κρίση το 1995 από την οποία βγήκε χάρις σε βαθιές αλλαγές στο κοινωνικό κράτος – το οποίο παρέμεινε, βέβαια, γενναιόδωρο αλλά άνοιξε στη επιχειρηματικότητα. Στις αρχές του 2000 η Γερμανία θεωρείτο ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης. Οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας και του συστήματος συντάξεων το 2002/3 στοίχισαν την εξουσία στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά έθεσαν τις βάσεις για την σημερινή πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας.

Οι δύο χώρες, βεβαίως, δεν είναι ότι έριξαν περισσότερα λεφτά στην κοινωνική πολιτική. Αυτό το έκανε η παραδοσιακή κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα μεταξύ 2004 και 2008· με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα. Αντιθέτως, η Σουηδία και η Γερμανία προέβησαν σε ποιοτικές αλλαγές - μετέτρεψαν την κοινωνική πολιτική σε εργαλείο ανάπτυξης. Ο μετασχηματισμός της κοινωνικής  πολιτικής ήταν ο μοχλός της  μετέπειτα επιτυχίας τους. Πρώτα ήλθε η κοινωνική πολιτική και μετά η ανάπτυξη.

Ας κοιτάξουμε όμως και ένα παράδειγμα από την αντίθετη πλευρά: επιμονή σε οικονομική και απουσία κοινωνικής πολιτικής. Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σειρά ερευνών καταδεικνύουν ότι η απουσία κοινωνικής πολιτικής έχει καταδικάσει τη βιομηχανική μέση τάξη σε οικονομική στασιμότητα από την εποχή του Ρέηγκαν, την ίδια στιγμή που η ευμάρεια των πλουσίων και του ‘1%’ καλπάζει. Τα αποτελέσματα τα είδαμε στην εκλογή του Προέδρου Τραμπ, αλλά και σε μια πιο αναπάντεχη πλευρά. Στις ΗΠΑ –σε αντίθεση με τον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο– από το 2014 ως το 2017 το προσδόκιμο επιβίωσης μειώθηκε. Το ζεύγος οικονομολόγων Anne Case και Angus Deaton κατέληξε ότι αυτό οφείλεται σε σταθερή αύξηση αυτών που αποκαλούν «θανάτους απόγνωσης» (deaths of Despair) –δηλαδή αυτοκτονίες και θάνατοι λόγω κατάχρησης oπιούχων παυσίπονων– που συνδέονται άμεσα με την απουσία  οικονομικής προοπτικής. Ευτυχώς, η ενεργός κοινωνική πολιτική φαίνεται ότι έχει «εμβολιάσει» την Ευρώπη από αυτόν τουλάχιστον τον εφιάλτη.

Τρεις θέσεις εξηγούν την πρωτοκαθεδρία του κοινωνικού

Οι επιτυχίες σε Σουηδία και Γερμανία δεν οφείλονταν σε συγκυριακούς παράγοντες, ούτε σε ιδιοσυγκρασίες των δύο χωρών. Βασίζεται σε σκέψεις που έχουν αφετηρία το ότι ο κόσμος που μας αντικρίζει –ήδη από το 2000– είναι ριζικά διαφορετικός. Σε ένα τέτοιο κόσμο κερδισμένοι είναι όσοι προσαρμόζονται πρώτοι. Σε ότι ακολουθεί υποστηρίζονται τρείς ισχυρές θέσεις.

Πρώτη θέση: Ο κόσμος άλλαξε. Η οικονομική ανάπτυξη αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις – την ταυτόχρονη και αλληλοτροφοδοτούμενη έλευση μακροβιότητας, τεχνολογικού μετασχηματισμού και παγκοσμιοποίησης. Αυτά μεταλλάσσουν το ποιος δουλεύει, πώς δουλεύει και πού δουλεύει. Μαζί ο οι τρεις παράγοντες μετατρέπουν το πώς η οικονομική συνδιαλέγεται με την προσωπική ζωή. Ο «Πλανήτης Μακροβιότητα» θα είναι ριζικά διαφορετικός και μάλιστα με τρόπους που δεν μπορούμε να μαντέψουμε.

Είναι πολύ πιθανόν η αβεβαιότητα των νέων συνθηκών να κάνει να προσομοιάζουν οι συνθήκες εργασίας όλων στις συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες την βιομηχανική εποχή. Για να μπορέσει να αποδώσει ένας εργαζόμενος στο νέο περιβάλλον απαιτεί να το κάνει σε συνθήκες μεγαλύτερης ευελιξίας αλλά και με την αρωγή κοινωνικής στήριξης –στις αλλαγές εργασίας, στις προσωπικές επιλογές.

Δεύτερη θέση: Η άρνηση κοστίζει. Η ανεπαρκής προσαρμογή στην μακροβιότητα -η ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος δεν έχει αλλάξει- βρίσκεται πίσω από τα προβλήματα ανάπτυξης που αντιμετωπίζουν πολλές οικονομίες ήδη από το 2000. Η αδυναμία της παραγωγής να αντιδράσει παρά την πλημμυρίδα χρήματος και τα πολύ χαμηλά επιτόκια, είναι μόνο ένα από τα προβλήματα που δημιουργεί η μακροβιότητα. Εξ άλλου ο Κέυνς, γράφοντας κατά την δεκαετία του 1930 είχε προειδοποιήσει για αυτήν ακριβώς την παρενέργεια –την επίμονα υψηλή αποταμίευση και τον εγκλωβισμό σε χαμηλά επιτόκια. Η χαμηλή ζήτηση λόγω υψηλής αποταμίευση και τα αρνητικά επιτόκια πρωτοεμφανίστηκαν στην Ιαπωνία– παγκόσμια πρωταθλήτρια μακροβιότητας. Τα Abenomics δεν έχουν καταφέρει να διορθώσουν τα μακροοικονομικά προβλήματα.

Αλλά η αδυναμία κατανόησης της αλλαγής του κόσμου εκτείνεται πολύ πέρα από τα μακροοικονομικά: Τόσο η διάρθρωση όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κατανάλωσης επηρεάζονται καταλυτικά από τις προτιμήσεις του baby boom που σήμερα φτάνει τα 70: Tα τοπ μοντέλα –όπως η Λώρεν Χάττον– έχουν ρυτίδες. Η πτωτική τάση της παραγωγικότητας προκύπτει (και) από την αμηχανία εμπρός στις ιδιαιτερότητες της γηράσκουσας κοινωνίας. Η πραγματική οικονομία σήμερα δεν επωφελείται (όπως θα έπρεπε) από λύσεις συνεργασίας των πολυπληθών και έμπειρων μεγαλύτερων εργαζόμενων με τους λιγότερους νέους. Αντιθέτως περιθωριοποιεί τους μεγαλύτερους, εφαρμόζοντας κουρασμένες και ατελέσφορες «λύσεις» όπως την πρόωρη συνταξιοδότηση. Έτσι, αποκλείοντας τους μεγαλύτερους εργαζόμενους από την κατάρτιση και την ευελιξία, τους μετατρέπει σε δυσεπίλυτο πρόβλημα αντί να επωφελείται  από αυτούς ως πηγή λύσεων.

Στα παραπάνω παραδείγματα υπάρχει ένα κοινό σημείο: Η άρνηση της πραγματικότητας συστηματικά συμπιέζει την ανάπτυξη– είτε στα μακροοικονομικά, είτε στην κατανάλωση είτε στην παραγωγή. 

Τρίτη θέση: Η «έξυπνη» κοινωνική πολιτική είναι το κλειδί της επιτυχίας. Οι αναπτυξιακές δυνατότητες προκειμένου να ξεκλειδώσουν  απαιτούν την ύπαρξη κατάλληλης κοινωνικής πολιτικής. Το Hard αναγκαστικά περνά από το Soft.

Το βλέπουμε αυτό το φαινόμενο (με αρνητικό τρόπο) στην πλέον αρρενωπή έννοια –την «βιωσιμότητα στο ασφαλιστικό»: η Ελλάδα, δεύτερη ταχύτερα γηράσκουσα χώρα καταφέρνει να πληρώνει τις συντάξεις της (ως το 2070), την ίδια στιγμή που μειώνει τα έσοδα και αυξάνει τα έξοδα. Αυτό δεν είναι θαύμα, ούτε ταχυδακτυλουργία. Οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην υπόθεση ότι οι Ελληνίδες μητέρες θα δουλεύουν όσο οι Δανές και οι Γερμανίδες. Θα το κάνουν, υποτίθεται,  χωρίς υποδομές και χωρίς αρωγή στην φροντίδα των γονιών τους –αφού η δαπάνη γι’ αυτά μένει καθηλωμένη. Δευτερευόντως ευθύνεται το ότι θα δουλεύουν όσοι εγκλωβίστηκαν στην αγορά εργασίας από τα όρια ηλικίας (κατά μέγιστο από 50 σε 67 ετών)· πάλι, ως δια μαγείας, αφού τίποτε δεν γίνεται για να τους προτιμούν οι εργοδότες. Για να εκπληρωθούν τα όνειρα βιωσιμότητας πρέπει να προηγηθούν πρωτοβουλίες κοινωνικής πολιτικής. Αν δεν φροντίσει η κοινωνική πολιτική, είναι σίγουρο ότι θα αποτύχει η οικονομική.

Στην περίπτωση της Σουηδίας και της Γερμανίας σημαντικό ρόλο στον μετασχηματισμό έπαιξαν τα συστήματα πολλαπλών πυλώνων συντάξεων που ήταν βασική καινοτομία των αλλαγών. Αυτά έδωσαν κίνητρα σε νεότερους εργαζόμενους να πληρώνουν εισφορές προτάσσοντας ένα νέο συνεργατικό σχήμα μεταξύ παραγωγής, αποταμίευσης και συνταξιοδότησης. Αυτό είναι ένα πρώτο βήμα στο πώς πρέπει να αλλάξει το σχήμα της ζωής για να ανταποκριθεί στην μακροβιότητα –από την ζωή των τριών φάσεων σε πιο ρευστά και ευέλικτα σχήματα στα οποία ποτέ δεν αποκόπτεται κάποιος τελείως από την παραγωγή, αλλά ούτε και από την εκπαίδευση.

Τι γίνεται όταν επιμένουμε «όπως πάντα»;

Στην Ελλάδα είμαστε προσκολλημένοι στην παραδοσιακή θεώρηση της κοινωνικής πολιτικής ως παρακολούθημα της οικονομικής – δηλαδή στην στερεοτυπική θέση των φύλων. Έτσι, η «καλή» κοινωνική πολιτική συνίσταται στην είσπραξη παρασήμων γενναιοδωρίας όταν πετάμε περισσότερα χρήματα με τους ίδιους τρόπους, όπως παλιά. Για αυτήν τη κοινωνική πολιτική πασχίζουν οι (ανδροκρατούμενες ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ), αυτήν επιθυμεί ο ΣΕΒ, αυτήν εφαρμόζει η Κυβέρνηση, για αυτήν πασχίζει η αντιπολίτευση.

Έτσι, όλοι μαζί, διατηρούν τις παλιές δομές. Η κοινωνική πολιτική είναι φυσαρμόνικα που  και μεγαλώνει ή μικραίνει αναλόγως της επιθυμίας του οργανοπαίκτη –της οικονομικής πολιτικής· ενισχύεται η ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος δεν άλλαξε και δεν αλλάζει. Σε ένα τέτοιο σύστημα η κοινωνική πολιτική ανακατανέμει παθητικά, χωρίς να λαμβάνει ενεργητικό ρόλο στην δημιουργία ευκαιριών ή στην ανατροπή αναχρονιστικών δομών.

Αποτέλεσμα της επιμονής της Ελλάδας στην παραδοσιακή πρωτοκαθεδρία του οικονομικού είναι η διστακτικότητα εμπρός στις μεγάλες αλλαγές, η αναβολή ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, κατάληξης στάσεων που καταλήγουν σε ευάλωτη και αναιμική ανάπτυξη. Το εντατικό φροντιστήριο των ετών της κρίσης πάει χαμένο. Οι εξελίξεις στην μακροβιότητα και στον ψηφιακό μετασχηματισμό δημιουργούν παλιρροϊκά κύματα που εκτονώνονται πάνω στις ίδιες παραδοσιακές δομές. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα της machoστάσης είναι όλες οι προκλήσεις να καταλήγουν να μετατρέπονται σε προβλήματα.

Οι Ελληνίδες Lehman Sisters είναι οι εγγονές και μικρανεψιές της Μαίρης Παναγιωταρά. Η Ελλάδα κατά την Ημέρα της Γυναίκας – 8 Μαρτίου – θα τους υπενθυμίσει τον ηρωισμό της γιαγιάς τους. Η οποία όμως θα σιγοβράζει στην αποστρατεία της πρόωρης συνταξιοδότησης.


* Ο Πλάτων Τήνιος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και διδάσκει «Οικονομικά της Γήρανσης».