Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί υποστηρίζω «Το Ποτάμι»

Βάσω Κιντή
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για δύο βασικά λόγους:

1. για να αλλάξει το πολιτικό σύστημα

2. για να αλλάξει η χώρα

Οι δύο λόγοι είναι αλληλένδετοι. Αν αλλάξει το πολιτικό σύστημα (προς την κατεύθυνση που θα περιγράψω παρακάτω), θα αλλάξει και η χώρα παρά τη δύσκολη οικονομική συγκυρία που βιώνουμε.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια καταλάβαμε όλοι ότι βασικοί υπεύθυνοι για την κατάσταση της χώρας είναι τα πολιτικά μας κόμματα (δεξιά και αριστερά) που επί δεκαετίες, είτε από την κυβέρνηση είτε από την αντιπολίτευση, έχτισαν και προασπίστηκαν ένα σύστημα εγκάθετων και κολλητών που απομυζούσε το κράτος και τσαλαπατούσε ανθρώπους και θεσμούς. Το κομματικό σύστημα, με τις παραφυάδες αυτού, κατέλαβε τη δημόσια ζωή και καταχράστηκε το δημόσιο χρήμα. Όχι μόνο αντλούσε απευθείας πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό και από τις τράπεζες που ήλεγχε για τη μακροημέρευσή του αλλά εγκαταστάθηκε ως παράσιτο στον κρατικό μηχανισμό και στην οικονομία τοποθετώντας εκεί τους πελάτες του που του εξασφάλιζαν ψήφους για την παραμονή του στην εξουσία. Φρόντισε για την ασυλία του και γύρω του άπλωσε, για προστασία, παχιά λόγια από αέρα κοπανιστό (την haute paparologie, που λέει και ο Στέφανος Κασιμάτης) για να κρατάει τους απλούς πολίτες καθηλωμένους. Πόσο ν’ αντέξει κανείς την κενολογία, τη στρεψοδικία και τη σαχλαμάρα του πολιτικαντισμού; Στην αρχή αποκοιμιέται, μετά παραδίνεται και εγκαταλείπει αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους ατσίδες και παρακοιμώμενους της εξουσίας. Έξω από αυτόν τον προστατευμένο πολιτικό βιότοπο, βρίσκονταν εγκαταλελειμμένοι ευσυνείδητοι και αξιοπρεπείς πολίτες που δεν έμπαιναν σε διαδικασίες συναλλαγών, νέοι και άνεργοι που προσπαθούσαν μάταια να βρουν μια ευκαιρία, εργαζόμενοι που έκαναν υπομονετικά το καθήκον τους, συνολικά τα αδύναμα θύματα της όλης κατάστασης.

Και όχι μόνο μας έφερε το πολιτικό σύστημα ως εδώ, αλλά ακόμη και σήμερα, μετά την καταστροφή και τόσες ταλαιπωρίες, μετά από τόσες αναλύσεις, «μετάνοιες» και θεατρικές αυτομαστιγώσεις, δεν αφήνει να προχωρήσουμε μπροστά. Έχουν γίνει πολλές προτάσεις αλλαγών από φορείς και εμπειρογνώμονες, από ακαδημαϊκούς, από διεθνείς οργανισμούς και από συμμάχους, αλλά δεν προχωράει κατά βάση τίποτε ακόμη κι όταν ψηφίζονται νόμοι. Γιατί; Διότι προστατεύονται πάλι τα ίδια συμφέροντα, στις τράπεζες, στα μίντια, στην οικονομία, στις υπηρεσίες, στις επαγγελματικές ενώσεις, στο συνδικαλισμό. Γυρίζουμε γύρω-γύρω από τις παλαιές συνήθειες: τα κόμματα μοιράζονται τα ιμάτια (ή τα κουρέλια) του κράτους με συστήματα που επινοούν (βλ. 4-2-1), διορίζουν τους συγγενείς τους, τους διαδρομιστές και τους παρατρεχάμενους ακόμη και τους πολιτικούς τους αντιπάλους για να τους εξουδετερώσουν. Φορολογούν ασύστολα μόνο αυτούς που μεταχειρίζονται ως θύματα. Μετέχουν σ’ ένα παζάρι συναλλαγών με βουλευτές που παίρνουν μεταγραφή για να «εξαγνιστούν» αλλά κυρίως για να μείνουν στο επάγγελμα, καθώς δεν διανοούνται τη ζωή τους έξω από αυτό, δεν ξέρουν αλλιώς πώς να ζήσουν. Το πολιτικό μας σύστημα, στην κυβέρνηση και τη θορυβώδη, υποκριτική και καθηλωμένη στο χθες αντιπολίτευση, αρνείται πεισματικά να δώσει ευκαιρίες σε αυτούς που είναι αποκλεισμένοι από τη δημόσια και οικονομική ζωή, δεν δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους. Πασχίζει με κάθε τρόπο να διατηρήσει τα «κεκτημένα» ορισμένων εις βάρος των πολλών νοθεύοντας τη δημοκρατία και παραβιάζοντας δικαιώματα.

Αυτό το πολιτικό σύστημα πρέπει να αποδοκιμαστεί και να ηττηθεί. Πρέπει να δημιουργηθούν νέα κόμματα που θα αρνηθούν τις παλαιές πρακτικές και θα εργαστούν για μια κοινωνία πρωτίστως δίκαιη, μια κοινωνία που θέλει να πάει μπροστά. Αυτό δεν είναι καταστροφολογία ούτε απολίτικες γενικότητες. Δεν είναι κανείς εναντίον των κομμάτων. Είναι εναντίον των συγκεκριμένων κομμάτων που λειτουργούν για να νέμονται την εξουσία με τους τρόπους που είπαμε και όχι για να φροντίζουν το συμφέρον της χώρας. Δεν μπορεί μετά από τέσσερα χρόνια βαριάς κρίσης τα μόνα κόμματα που δημιουργήθηκαν να είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η Χρυσή Αυγή. Δεν γίνεται να παραδώσουμε την τραυματισμένη και παραζαλισμένη χώρα πάλι στα χέρια αυτών που τη διέσυραν ούτε στα χέρια ενός ανεύθυνου εσμού που συμπεριφέρεται ως συνονθύλευμα ατάκτων (αρκετών μάλιστα ιδιοτελών). Ναι, ορισμένα κόμματα κράτησαν τη χώρα την ύστατη στιγμή στην τροχιά της Ευρώπης αφού όμως έκαναν προηγουμένως ό,τι μπορούσαν για να κόψουν γέφυρες συνεννόησης, να αποπροσανατολίσουν, να παραπλανήσουν, να βραχυκυκλώσουν, να κωλυσιεργήσουν. Και σήμερα πάλι έχουν ως πρώτιστο μέλημα πώς θα διασώσουν με μερεμέτια το status quo και θα διαφυλάξουν το δικό τους, όχι το δημόσιο, συμφέρον.

Το Ποτάμι απευθύνεται και έχει κοινωνική αναφορά σε όσους έκαναν και κάνουν τη δουλειά τους ευσυνείδητα (σε επιχειρήσεις, στα χωράφια, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια κλπ) αλλά ήταν αποκλεισμένοι επειδή δεν προσεταιρίζονταν την εξουσία, δεν ζητούσαν ρουσφέτια, δεν πλούτιζαν σε βάρος των άλλων και του δημοσίου συμφέροντος. Θέλει να βοηθήσει αυτούς που ενώ έκαναν το καθήκον τους με αξιοπρέπεια, παραγκωνίστηκαν από τους κολλητούς κάθε είδους εξουσίας και μικροεξουσίας. Απευθύνεται στους νέους και στους ανέργους που δεν έχουν φωνή, και που το μέλλον τους υποθηκεύεται από τις πρακτικές αυτών που είναι ήδη εντός του συστήματος.

Η παρέμβαση που κάνει Το Ποτάμι γίνεται χωρίς πολιτικούς όχι γιατί δεν υπάρχει κανένας ικανός ή γιατί θεωρεί την ενασχόληση με την πολιτική μίασμα. Είναι ένα κόμμα χωρίς πολιτικούς γιατί θέλει να κάνει ένα statement: να δηλώσει την αποδοκιμασία του για το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα. Όπως συμβαίνει π.χ. με τις γυναίκες που κάνουν κόμμα γυναικών. Το ότι δεν περιλαμβάνουν άνδρες δεν σημαίνει ότι δεν θεωρούν κανέναν ικανό. Από μόνη της η θέση για κόμμα χωρίς πολιτικούς καθιστά την παρέμβαση του Ποταμιού εξόχως πολιτική. Είναι μία πολιτική παρέμβαση (και με συμβολικό χαρακτήρα) η οποία στηρίζεται σε μια καίρια πολιτική διάγνωση για την κατάσταση που βιώνουμε: ότι τα κόμματα που έχουμε μας έφεραν ως εδώ και δεν μπορούν να μας βγάλουν από την κρίση. Τι πιο πολιτικό από αυτό; Δεν γίνεται κάτι πολιτικό μόνο όταν ενδύεται την ανούσια ιδιόλεκτο των ελληνικών κομμάτων. Κάτι είναι πολιτικό όταν παράγει πολιτική, δημιουργεί αποτελέσματα, φέρνει αλλαγές, προάγει το συμφέρον κάποιων έναντι κάποιων άλλων, δημιουργεί συμμάχους και ορισμένους εχθρούς. Και αυτό κάνει με τη θέση του το Ποτάμι. Δηλώνει έμπρακτα την απόστασή του από τις προηγούμενες κακές πρακτικές.

Ακούω ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης και οι συν αυτώ είναι απολίτικοι και το εγχείρημα μη πολιτικό. Αναρωτιέμαι ήταν ο Θεοδωράκης ένας δημοσιογράφος της χαζομάρας; Ήταν οι εκπομπές του ελαφρές για να χασκογελάμε και να περνάει η ώρα; Δεν αναμετρήθηκε με όλα τα σοβαρά και βαριά θέματα (τη μετανάστευση, την τρομοκρατία, τη δράση της Χρυσής Αυγής και τόσα άλλα), με ευαισθησία και ανθρωπιά, με προσοχή, με σεβασμό στα τεκμήρια, στις διαφορετικές απόψεις και την αλήθεια; Δεν έδειχνε τη συνθετότητα των πραγμάτων αντί να μας κάνει κατήχηση και να προσβάλλει τη νοημοσύνη μας; Δεν ήταν τα κείμενά του τα τέσσερα αυτά χρόνια αυτά που συγκρούστηκαν με την υποκρισία της δημόσιας ζωής, με τις προκαταλήψεις μας, με τις μούντζες των αγανακτισμένων; Υπάρχουν πολλοί δημοσιογράφοι και δημόσια πρόσωπα που το έκαναν αυτό; Όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης και άλλοι δημοσιογράφοι συγκρούονταν με τόλμη και σθένος με το ρεύμα της εποχής, δεν έσπευδαν άλλοι, που υποτίθεται ήταν πιο πολιτικοί, να κρυφτούν πίσω από την κυβέρνηση Παπανδρέου ή Παπαδήμου για να μαζεύουν ψήφους εκ του ασφαλούς επινοώντας λεκτικές γελοιότητες για να διαφοροποιηθούν με μόνη μέριμνα να εξυπηρετήσουν το μικροκομματικό τους συμφέρον; Ας θυμηθούμε τις πιρουέτες με την επαναδιαπραγμάτευση, απαγκίστρωση, απεμπλοκή, παράταση, κατάργηση, ακύρωση του μνημονίου (ή της δανειακής σύμβασης). Ποιος κορόιδευε και κοροϊδεύει τον κόσμο; Ο Θεοδωράκης ή όλοι αυτοί που έτειναν ευήκοον ους (και μάλιστα συχνά υποκριτικά) στα αιτήματα της πλατείας, ροκάνιζαν τη σταθερότητα της κυβέρνησης και υπονόμευαν με ανευθυνότητα κάθε σχέδιο εθνικής στρατηγικής;

Ακούω επίσης ότι η κίνηση που γίνεται με το Ποτάμι δεν έχει θέσεις. Τι σημαίνει να έχει ένα πρόσωπο ή ένας φορέας θέσεις; Να εκδίδει ογκώδεις τόμους με κείμενα; Όλα τα κόμματα έχουν τέτοιες θέσεις τις οποίες γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους με κάθε ευκαιρία. Κατά κανόνα δε, προβάλλουν ως θέσεις αοριστολογίες και γενικότητες, πάντοτε στην ιδιόλεκτο των κομμάτων για να συνεννοούνται μεταξύ τους και να τσακώνονται. Μπορούν έτσι να ελίσσονται, να παραπλανούν, ή να μην παίρνουν τελικά θέση δηλώνοντας παρών και αποφεύγοντας τις δεσμεύσεις. Τα έψεξε κανείς ποτέ ότι δεν έχουν θέσεις; Αρκεί που έχουν τα αόριστα κείμενα. Η κατάσταση μου θυμίζει έναν αμερικανό καθηγητή που ενώ έκανε τις διαλέξεις του από στήθους είχε πάντοτε μαζί του έναν φάκελο με χαρτιά για να φαίνεται, όπως μου έλεγε, προετοιμασμένος αφού αυτό θέλει το ακροατήριο. Το ακροατήριο θέλει θέσεις διατυπωμένες σε τομίδια. Αλλά, συγχρόνως, αυτό που αξιολογεί ως σημαντικό σε ένα κόμμα –που δεν είναι δεξαμενή σκέψης–, είναι το είδος της πολιτικής του παρέμβασης σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. Αυτή την κρίνει όχι τόσο από τις διακηρύξεις και τα χαρτιά αλλά από τα αποτελέσματα που επιφέρει, τις αρχές που τη διέπουν και τα πρόσωπα που την υλοποιούν. Τα κόμματα πρέπει να στηρίζονται σε επεξεργασίες και να διαμορφώνουν τις θέσεις τους δημοκρατικά και με γνώσεις. Αλλά είναι κάπως άδικο να ζητείται από ένα κόμμα λίγων ημερών να έχει τεκμηριωμένες και επεξεργασμένες απαντήσεις για όλα τα θέματα που άλλοι τα αντιμετωπίζουν επί μακρόν με την επιπολαιότητα που γνωρίζουμε. Εκτός αν του ζητείται να παρουσιάσει έναν κουβά προτάσεων για να τηρηθούν τα προσχήματα. Εκείνα τα προσχήματα που στα κόμματα που ήδη έχουμε επιτρέπουν στον αρχηγό και στο εκάστοτε περιβάλλον του (εκτός διαδικασιών) να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να τους εγκαλεί κανείς ότι δεν έχουν θέσεις.

Το Ποτάμι, ως νέα κίνηση, κρίνεται κατ’ αρχάς από την αξιοπιστία των προσώπων του, δηλαδή από το τι έχουν κάνει στην κοινωνία και στη δημόσια ζωή. Τι μάχες έδωσαν, τι υπερασπίστηκαν. Κρίνεται επίσης από το τι θέλει να κάνει. Κι αυτό που θέλει να κάνει, όπως το καταλαβαίνω εγώ, είναι να φέρει στο προσκήνιο αυτούς που ήταν αποκλεισμένοι από τη δημόσια και οικονομική ζωή, να υπερασπιστεί κανόνες δικαίου, να πάρει αποστάσεις από τις παλαιές πολιτικές πρακτικές, να εμπεδώσει -- εφόσον ψηφιστεί-- ένα κλίμα σταθερότητας στη χώρα απαραίτητης για την ανάπτυξη και να κάνει την Ελλάδα συμμέτοχο στο μέλλον της Ευρώπης όχι από τη θέση του επαίτη αλλά του συνδιαμορφωτή. Εμένα αυτά προς το παρόν μου αρκούν. Γι’ αυτό το υποστηρίζω.