Πολιτικη & Οικονομια

Η μεταστροφή του Αδώνιδος

Και άλλες μεσαιωνικές ιστορίες από την επικαιρότητα.

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Παναγιώτακης γράφει για όλα τα «μεσαιωνικά» που συμβαίνουν στην Ελλάδα, τα στρατόπεδα και τον Άδωνι.

Τω καιρώ εκείνω, ο σουλτάνος Ταγίπ είχε λύπη μεγάλη. Και δεν έτρωγε, μήδε έπινε, μον’ κρατούσε το κεφάλι του και στέναζε. Οι δε βεζίρηδές του τον έβλεπαν έτσι και δεν ήξευραν τι να υποθέσουν. Ώσπου ο πλέον ανδρείος από δαύτους πήγε μιαν ημέρα και τον ερώτησε: «Πολυχρονεμένε αφέντη μας, τι έχεις; Γιατί βογκάς και θλίβεσαι και δεν βάζεις μπουκιά εις το στόμα σου και έχεις μείνει μισός, ωσάν τον  Πανοκαμμένο;»

Και o σουλτάνος Ταγίπ, εν μέσω λυγμών, άνοιξε την καρδίαν του και είπε: «Πώς να μην θλίβομαι, βεζίρη; Πέντε χρόνους τώρα, από τότε που ο Αλέξιος ο Αγραβάτωτος έβαλε για πρόεδρο των Ρωμαίων τον τρομερόν Παυλόπουλο, δεν ημπορώ να πάρω ανάσα. Μόλις πάγω να κάμνω μιαν παραβίαση του διεθνούς δικαίου, με βάζει εις την θέση μου με επιστολές ξεχεστήριες και εκφοβισμούς που όμοιούς τους δεν έχει δει η πλάση. Πώς να τα βάλω ο δυστυχής με τέτοιον τσαμπουκαλεμένον αγριάνθρωπο. Θα με κάμνει μιαν χαψιάν ωσάν να ήμουν τασκεμπάπ».

Και είπεν ο βεζίρης: «Αφέντη μου, σου έχω μαντάτα χαρμόσυνα. Πάγει ο Προκόπιος Παυλόπουλος, τον έφαγε η μαρμάγκα. Μου το εμήνυσε σήμερον άνθρωπος δικός μου, από το κάστρο των Αθηνών. Ο Κυριάκος ο Άριστος έβαλε στην θέση του μίαν με γυαλιά».

Και είπεν ο σουλτάνος: «Δεν σε πιστεύω, βεζίρη. Κανείς δεν διώχνει έτσι απλά έναν Παυλόπουλο».

«Αλήθεια λέγω, σουλτάνε μου» αποκρίθηκε ο βεζίρης. «Τον έδιωξε και πήρε εκείνη που είχε προτείνει παλαιότερα ο Αγραβάτωτος για καδή, μα τότες ο Κυριάκος δεν την ήθελε. Και τώρα που ο Κυριάκος την έβαλε για πρόεδρο, ο Αγραβάτωτος αρχικά δεν την ήθελε εκείνος, μα μετά, θέλοντας και μη, τη θέλησε. Διότι άπαντες οι Ρωμιοί την ήθελαν και εκείνοι. Και μοναχά ο Σαμαράς ο εκ Καλαμών δεν την ήθελε, αλλά αυτόν τον έχουν πια όλοι γραμμένο».

Και ο Ταγίπ είπε μέσα του: «Πάει, έχασε τα μυαλά του ο βεζίρης». Και τού έκοψε το κεφάλι, για παραδειγματισμό.

Την ίδια εποχή, εις το Θέμα της Ελλάδος, ο μέγας λογοθέτης Βόρις ο Ανανήψας είπε και αυτός να κόψει μίαν ταπεινή βασιλόπιττα δια τους συνεργάτες του. Και έλαβε το πουγκί τού υπουργείου και επήγε εις τον φούρνον της γειτονιάς του. Και είδε μία που του άρεσε, με καρύδια, σταφίδες και άχνη ζάχαρη. Και ερώτησε τον φούρναρη πόσο κάμνει. Και ο φούρναρης απήντησε: «Για εσάς μόνο δώδεκα χιλιάδες χρυσά νομίσματα. Με το φλουρί».

Ο Βόρις τα έχασε. «Μα γιατί τόσο ακριβά;» ρώτησε. Ο δε φούρναρης εξέσπασε σε κλάματα και είπε: «Εκεί μας κατήντησε ο Σύριζα, κύριέ μου». Και ο Βόρις, έμπλεος οίκτου, έβαλε την χείρα στο πουγκί και αγόρασε την βασιλόπιττα. Και όμως, όταν το νέο μαθεύτηκε, κάποιοι αντί να τον συγχαρούν βγήκαν και τον κατηγόρησαν δια σπατάλην. Μα ο Βόρις, σε θέματα ηθικής τάξεως δεν εσήκωνε μύγα εις το τσεκούριν του. Είπε λοιπόν: «Αφού είστε τέτοιοι, θα τα βάλω από την τσέπη μου. Αλλά μην έρθει κανείς και μου ζητήσει κομμάτι». Και εκάθησε και έφαγε την πίττα μονάχος του και ησύχασε. Και εκέρδισε και το φλουρί.  

Μα δεν είχε μονάχα ο Βόρις συγκινήσεις τρανές εκείνες τες ημέρες. Είχε και ο παλαιός του συνοδοιπόρος από τα χρόνια της λουμπεναρίας,  Άδωνις Βουμβούκος. Ούτος επήγε ταξίδιον εις τον μακρινόν βορρά και ο δρόμος του τον έβγαλε εις στο Αουσβίκιον της Πολωνίας. Και μπήκε μέσα και είδε τους χώρους όπου μαρτύρησαν τόσοι άνθρωποι και εσυγκλονίσθη. Και είπε μέσα του: «Άλλο και τούτο πάλι! Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά».

Και έκλαψε πικρά. Διότι, όταν ήταν ακόμη νιος και άβγαλτος και πάσχιζε να πιάσει πελατεία, είχε πειστεί από έναν κακόν άνθρωπο να βγαίνει στην όχθη ενός βρώμικου καναλιού και να τσιρίζει πως οι Οβριοί κορόιδευαν τον κοσμάκην. Και ότι περνούσαν ζωή και κότα εις τα στρατόπεδα. Και πως, ακόμη και αν υπήρχε μια μικρή δόση αληθείας σε όσα υποστήριζαν, ε, δεν είχε δα και τόοοσο μεγάλο άδικο ο Αδόλφος ο Μακελάρης που τους μισούσε.

Αλλά είπαμε, δεν έφταιγε αυτός, μα ο άλλος που τον είχε παραπληροφορήσει. Γιατί πού να ήξερε τότε ο Άδωνις τι πραγματικά συνέβη στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως; Τα νύχια του να μύριζε; Σάμπως ήταν γνωστά πράγματα αυτά; Μα τώρα που τα είχε φέρει έτσι η κακούργα η ζωή και είχε γίνει πρωτοπαλίκαρο του Κυριάκου, έβλεπε τα πράγματα αλλιώς. Βγήκε λοιπόν και, προς τιμήν του, ετιτίβισε την ειλικρινή συγγνώμην του.  

Και έτσι κυλούσαν οι μέρες της αριστείας εις το Θέμα της Ελλάδος.