Πολιτικη & Οικονομια

Χτίζοντας τα θεμέλια ενός χειραφετημένου δημόσιου πανεπιστημίου

Λίγες σκέψεις για το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος γράφει για το σημαντικό μεταρρυθμιστικό βήμα στην ανώτατη εκπαίδευση και τις αλλαγές που φέρνει το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας.

Για να πετύχει μια οποιαδήποτε μεταρρύθμιση –για να παράξει δηλαδή τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα του εισηγητή της– δεν αρκούν μόνο οι καλές προθέσεις και η καλή νομοθέτηση. Πρέπει ταυτόχρονα να έχει τη συγκυρία με το μέρος της. Το νέο νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση που συζητιέται αυτές τις μέρες στη Βουλή φαίνεται να πληροί και τις δύο αυτές προϋποθέσεις. Έχει και σωστές, ξεκάθαρες και καλά περιγεγραμμένες προθέσεις αλλά έρχεται και σε μια στιγμή που έχουν ωριμάσει οι πολιτικο-κοινωνικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της. Εξού και συναντά ως τώρα μικρές αντιδράσεις (η όποια μέχρι τώρα αντιπαράθεση κυρίως αφορά τα εργασιακά δικαιώματα των αποφοίτων των Κολεγίων, και όχι τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου). Απηχεί με άλλα λόγια μια ευρύτερη συναίνεση για την αναβάθμιση της ποιότητας σπουδών που παρέχουν τα ΑΕΙ μας καθώς και για την προσαρμογή τους στο νέο κόσμο που αναδύεται τόσο στην Ελλάδα μετά την κρίση, όσο και διεθνώς υπό την πίεση των αναγκών τής εν εξελίξει 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Από την αντιμεταρρύθμιση στη μεταρρύθμιση

Την πολυτάραχη δεκαετία που μας πέρασε είδαμε το εκκρεμές των μεταρρυθμίσεων της εκπαίδευσης να κινείται κυριολεκτικά από το ένα άκρο στο άλλο: από τη συθέμελη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ (και μάλιστα με εντυπωσιακή διακομματική συναίνεση) μέχρι τη στασιμότητα και την αντι-μεταρρύθμιση, διανύοντας μια πορεία που άφησε στο διάβα της ένα σύνθετο σκηνικό που πάντως εξακολουθεί να μην απαντά στις νέες προκλήσεις των καιρών.

Το διαρκές αυτό πέρα-δώθε του εκκρεμούς δεν είναι φυσικά κάτι καινούργιο για τον χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης ολόκληρο τον 20ό αιώνα ή και τον 21ο, μέχρι και πρόσφατα. Πρόκειται μάλλον για μια στρεβλή «κανονικότητα» που τη συναντάμε τόσο στην περίοδο του μεσοπολέμου, εξαιτίας της αντιπαράθεσης των βενιζελικών – αντιβενιζελικών, όσο και στη μεταπολεμική περίοδο, όπου η εκπαίδευση δεν ήταν (μέχρι τη μεγάλη μεταρρύθμιση του Παπανούτσου) στις προτεραιότητες των τότε κυβερνήσεων, ή και τη μεταπολιτευτική περίοδο όπου οι μεταρρυθμίσεις επίσης τείνουν να ακολουθούν τα περίφημα βήματα του Έστερναχ (όπως έχει περιγράψει παραστατικά το φαινόμενο ο πρ. υπουργός, Αλ. Παπαδόπουλος): λίγα βήματα μπροστά, περισσότερα βήματα πίσω.

Τίτλοι που να μετράνε στην αγορά

Η ισχυρή πολιτική βούληση αποδεικνύεται συνεπώς η βασικότερη συνιστώσα της μεταρρυθμιστικής εξίσωσης αλλά δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και τις κοινωνικές ωριμάνσεις και προσδοκίες. Η ελληνική οικογένεια που παραδοσιακά επενδύει πολλά (υλικά και φαντασιακά) στις σπουδές των παιδιών της είναι πλέον –και δικαίως– πιο υποψιασμένη αναφορικά με την επένδυσή της αυτή. Δεν της αρκεί πια το «πτυχίο», αν αυτό δεν έχει κανένα ειδικό βάρος στην αγορά. Οι εποχές που ακόμη κι ένας κενός περιεχομένου τίτλος ήταν αρκετός για την (πελατειακή) πρόσληψη στο δημόσιο πέρασαν ανεπιστρεπτί. Όλο και περισσότερο ο πανεπιστημιακός τίτλος θα κρίνεται επί του πρακτέου ως προς την ειδίκευση και την ουσιαστική δουλειά που έχει γίνει από τα ΑΕΙ που τον παρέχουν. Και ο σκληρότερος κριτής του θα είναι η ελεύθερη αγορά.

Έτσι, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι σε ένα κράτος που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 200 χρόνια της ύπαρξής του, και το οποίο αναζητεί ένα άλμα προς το μέλλον μετά από σχεδόν δύο χαμένες δεκαετίες σε όλα τα επίπεδα, οι συντριπτικά περισσότεροι πολίτες δεν μπορεί αυτή τη στιγμή παρά να συμφωνούν ότι απαιτούνται γενναίες αλλαγές στα ΑΕΙ μας. Διότι ενώ συμφωνούμε ότι έχουμε καλής ή και ενίοτε άριστης ποιότητας διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό και μάλλον επαρκή κονδύλια λειτουργίας, πολιτικές, γραφειοκρατικές, ιδεολογικές-πολιτισμικές και συντεχνιακές αδράνειες δεν μας επιτρέπουν να φθάσουμε στο μέγιστο των δυνατοτήτων μας και των επιδόσεών μας. Η επισήμανση αυτή είναι κρίσιμη, αν και τη λησμονούμε, διότι τα σκληρά δεδομένα δεν μπορούν να αλλάξουν, παρά μόνο μερικώς και πολύ αργά. Προς ώρας, αυτό το προσωπικό έχουμε και αυτούς τους πόρους διαθέτουμε –και δεν είναι κακοί ή λίγοι. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε όλα τούτα στον καλύτερο δυνατό βαθμό. Και η μόνη απάντηση είναι η νομο-θεσμική, στη λογική της διαρκούς αξιολόγησης, της άρσης ορισμένων αγκυλώσεων και της παροχής κινήτρων στα Ιδρύματα για διαρκή βελτίωση.

Αξιολόγηση - Αριστεία - Εξωστρέφεια - Πριμοδότηση

Σε αυτήν ακριβώς τη λογική, το σημερινό νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας κινείται στον άξονα «Αξιολόγηση - Λογοδοσία - Αριστεία - Εξωστρέφεια - Πριμοδότηση στη βάση στόχων», καθένα από τα οποία θα συζητηθεί παρακάτω. Ωστόσο, έχει σημασία να σημειωθεί ότι δεν φιλοδοξεί να δώσει, σε αυτή τη φάση, μια συνολική λύση στο ζήτημα του εκσυγχρονισμού των πανεπιστημίων. Επιλέγει άλλη ως τακτική: πρώτα ρίχνουμε τα θεμέλια και θέτουμε τις υγιείς βάσεις, και μετά χτίζουμε κάτι που να αντέξει στον χρόνο. Θεσπίζει δηλαδή πριν από όλα τα εργαλεία και τις προϋποθέσεις του εκσυγχρονισμού αυτού, και το βασικότερο εξ αυτών, με βάση τη φιλοσοφία του, είναι η θέσπιση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (Ε.Θ.Α.Α.Ε.) η οποία θα έρθει να αντικαταστήσει την παλιά Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στη Δημόσια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ).

Η διαφορά τής ΕΘΑΑΕ με την ΑΔΙΠ είναι ότι η πρώτη θα είναι ένα όργανο με πολύ πιο ενισχυμένες αρμοδιότητες και πιο βαρύνοντα λόγο από την δεύτερη στην εκπαιδευτική πολιτική. Για παράδειγμα, η ΕΘΑΑΕ θα έχει στο εξής αποφασιστικό ρόλο ως προς τις ποιοτικές προϋποθέσεις που απαιτούνται από ένα ΑΕΙ προκειμένου να οργανώσει ένα πρόγραμμα σπουδών Α’, Β’ ή Γ’ Κύκλου. Έτσι, η σημερινή ηγεσία του υπουργείου φιλοδοξεί να σταματήσει επιτέλους η άνευ αυστηρής τεκμηρίωσης ίδρυση Τμημάτων στα ελληνικά πανεπιστήμια τα οποία συχνά στο παρελθόν υπάκουαν σε επιταγές αλλότριες (πολιτικάντικες ή συντεχνιακές) από τις αμιγώς ακαδημαϊκές. Εγκαινιάζονται εξάλλου συγκριτικές αξιολογήσεις των ΑΕΙ μας σε πεδία όπως η ισότητα φύλων, η πρόσβαση ΑμεΑ, η ηλεκτρονική μάθηση, η εξωστρέφεια κλπ, και τούτο δεν είναι δευτερεύον υπό την έννοια ότι θα έχουμε για πρώτη φορά στην χώρα μια συγκριτική εικόνα της προόδου των ΑΕΙ μας, όπως συμβαίνει, λίγο πολύ, παντού στον προηγμένο κόσμο.

Αυτή η αξιολογική παράμετρος είναι κρίσιμη για τις επόμενες τρεις: χωρίς αξιολόγηση δεν μπορείς να οργανώσεις ούτε κέντρα αριστείας και ερευνητικά κέντρα εντός των ΑΕΙ, όπως ορίζεται στο εν λόγω νομοσχέδιο· ούτε φυσικά να πετύχεις το στοίχημα της εξωστρέφειας που είναι μια επίσης βασική επιδίωξη της κας Ν. Κεραμέως και των συνεργατών της. Όπως έχει γίνει άλλωστε γνωστό, η ηγεσία του υπουργείου έχει προχωρήσει, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε, σε επαφές και προκαταρκτικές συμφωνίες με διάφορες χώρες και ΑΕΙ της Ευρώπης αλλά και της βόρειας Αμερικής ή της Ασίας (Κίνα και Ισραήλ) επιδιώκοντας να καταστήσει την χώρα ένα θελκτικό εκπαιδευτικό κέντρο εκπαίδευσης και έρευνας σε διάφορα επιστημονικά πεδία. Το στοίχημα είναι το δίχως άλλο φιλόδοξο και περίπλοκο κι έχει μέλλον και προοπτικές αλλά σε κάθε περίπτωση, χωρίς αξιολόγηση και κέντρα αριστείας δεν μπορεί να γίνει εφικτό.

...και μια συμπληρωματική ιδέα για ενίσχυση της εξωστρέφειας

Επ’ αυτού πάντως, μια έτερη ιδέα (που δεν περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο) θα μπορούσε ίσως να δώσει μια επιπλέον ώθηση στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας. Θα μπορούσε για παράδειγμα να ιδρυθεί στη χώρα ένα αυτόνομο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών (όχι πανεπιστήμιο) το οποίο θα συγκεντρώνει κάθε χρόνο –παρέχοντας ετήσιες ή εξαμηνιαίες υποτροφίες– Έλληνες καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων που εργάζονται σε ξένα πανεπιστήμιο ανά τον κόσμο. Αυτοί και πολλοί είναι σε αριθμό και με διαρκείς δεσμούς με την Ελλάδα, και θα είχαν πολλούς λόγους να θέλουν να περάσουν ένα διάστημα στη χώρα καταγωγής τους, μεταφέροντας ταυτόχρονα εδώ την υψηλή επιστημοσύνη τους. Θα μπορούσαν π.χ. να έχουν ως υποχρέωση να συνεργαστούν ερευνητικά με συναδέλφους τους στα ελληνικά ΑΕΙ, να δώσουν διαλέξεις και γενικώς να ενσταλάξουν τη διεθνή τους εμπειρία στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Είναι προφανώς δύσκολο να τους δώσουμε κίνητρα να επιστρέψουν μόνιμα όταν έχουν χτίσει ολόκληρες καριέρες στο εξωτερικό, αλλά μπορούμε κάλλιστα να αξιοποιήσουμε το κεφάλαιο αυτό μέσω ενός ελλαδικού θεσμού επισκέπτη ερευνητή. Και χρειαζόμαστε οπωσδήποτε πιο ευέλικτους θεσμούς για να το πετύχουμε.

Το πνεύμα του νομοσχεδίου ενέχει και μια παιδαγωγική διάσταση: επιθυμεί να καλλιεργήσει το έδαφος για τη σταδιακή αυτονόμηση και χειραφέτηση των πανεπιστημίων μας από τον τόσο στενό εναγκαλισμό τους από το υπουργείο και τους κρατικούς πόρους.

Πριμοδότηση βάσει κριτηρίων

Η πιο ρηξικέλευθη πρόβλεψη του νομοσχεδίου, πάντως, έχει να κάνει με τη σύνδεση της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση των ελληνικών πανεπιστημίων. Επί τη βάσει του νομοσχεδίου, τα ΑΕΙ της επικράτειας θα δικαιούνται την καθιερωμένη τακτική χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό του υπουργείου σε ποσοστό 80% βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (αριθμός φοιτητών, γεωγραφική διασπορά Ιδρύματος κ.λπ.) αλλά το υπόλοιπο 20% θα εξαρτάται από την εκπλήρωση διαφόρων κριτηρίων που θα ορίζουν μάλιστα τα ίδια τα Ιδρύματα, όπως η έρευνα, οι εξωστρεφείς συνεργασίες κ.ά. Αντιλαμβανόμενοι την πρόταση του νομοσχεδίου με όρους μιας δεκαετίας πριν, όπου κάτι τέτοιο δεν θα συζητιόταν καν, πρόκειται για μια μικρή επανάσταση.

Διότι αν ερμηνεύουμε σωστά τις προθέσεις και το πνεύμα του νομοσχεδίου, αυτό ενέχει και μια παιδαγωγική διάσταση: επιθυμεί να θέσει σιγά-σιγά τους όρους και να καλλιεργήσει το έδαφος για τη σταδιακή αυτονόμηση και χειραφέτηση των πανεπιστημίων μας από τον τόσο στενό εναγκαλισμό τους από το υπουργείο και τους κρατικούς πόρους. Να εκπαιδευτούν τα ίδια δηλαδή κάποια στιγμή στο μέλλον να βρίσκουν και δικούς τους πόρους για την κάλυψη των αναγκών και των στόχων τους (αλήθεια, πόσα ΑΕΙ μας έκαναν χρήση της επώνυμης έδρας, αυτά τα χρόνια;), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να απωλέσουν το δημόσιο χαρακτήρα τους ούτε και την ουσιαστική και υλική στήριξη της πολιτείας. Άλλωστε, τα πανεπιστήμια είναι εξ ορισμού συνδεδεμένα με την αγορά: με την αγορά ιδεών ή την αγορά της εργασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν χάσει ή ότι θα χάσουν ποτέ το δημόσιο χαρακτήρα τους.

Μια επισήμανση που αφορά τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) είναι εδώ ενδεικτική. Το νομοσχέδιο φροντίζει να απλοποιήσει γραφειοκρατικά τη λειτουργία τους που ταλαιπωρεί αρκετά, είναι αλήθεια, την έρευνα και τα μεταπτυχιακά προγράμματα, αλλά δεν φθάνει να τα απεντάξει από το βαρύ δημόσιο λογιστικό όπως ζητά επίμονα τόσα χρόνια η πανεπιστημιακή κοινότητα. Ο λόγος είναι απλός: η πλειοψηφία των κονδυλίων που διαχειρίζονται οι ΕΛΚΕ είναι δημόσιοι, συνεπώς δεν γίνεται εκ των πραγμάτων να αποφύγουν τη μέγγενη του δημοσίου λογιστικού. Να ακόμη ένας λόγος που τα ΑΕΙ μας πρέπει να αναζητήσουν πρόσθετους πόρους από την αγορά. Αυτό άλλωστε θα τα καθιστούσε και ανταγωνιστικότερα στη βάση ενός υγιούς συναγωνισμού μεταξύ τους, συνεπώς και με άλλα εκτός χώρας – που είναι επίσης από τους στόχους του νομοσχεδίου.

Ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται, και σωστά πιστεύω, ότι για να αλλάξουμε κάτι συθέμελα, πρέπει πρώτα να καλλιεργήσουμε μια συναφή κουλτούρα. Και προχωράει σε όλα αυτά αποφασιστικά μεν αλλά όχι με παρακινδυνευμένα βήματα.

Είναι προφανές ότι με το παρόν νομοσχέδιο έχουμε το πρώτο σημαντικό μεταρρυθμιστικό βήμα από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας. Θα ακολουθήσουν και πρέπει να ακολουθήσουν κι άλλα, τα οποία θα εστιάσουν, υποθέτουμε, στα όργανα διοίκησης, στα ζητήματα προσωπικού, στα μεταπτυχιακά κλπ. Και είναι σαφές από το πρώτο αυτό δείγμα ότι η κατεύθυνση θα είναι η μεγαλύτερη αυτονομία των ΑΕΙ και η ενίσχυση του αυτοδιοίκητού τους, συνοδευόμενη από λογοδοσία και μετρήσιμα αποτελέσματα. Διότι τα χρήματα των φορολογούμενων πρέπει να πιάνουν τόπο.