Πολιτικη & Οικονομια

Το Βέλος και το Τέλος του Χρόνου

Πώς μετράμε τον χρόνο;

Θανάσης Δρίτσας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο χρόνος του ρολογιού, ο βιωμένος και ο βιολογικός χρόνος, ο χρόνος του παρελθόντος και του μέλλοντος

Ουσιαστικά ο χρόνος ορίζεται συμβατικά ως μετρήσιμος χρόνος. Από τα αρχαία χρόνια η έννοια του χρόνου προέκυψε ως ανάγκη προκειμένου να παρατηρηθεί η μεταβολή και να εξηγηθεί η έννοια της μετακίνησης-κίνησης. Ο παλαιότερος άνθρωπος χρησιμοποιούσε τις κυκλικές μεταβολές της φύσης και του φωτός προκειμένου να ορίσει την έννοια του χρόνου π.χ. ημέρα-νύχτα, εποχές άνοιξη-καλοκαίρι-φθινόπωρο-χειμώνας. Χαρακτηριστικά κέντρα ορισμού του χρόνου υπήρξαν σε ετήσια βάση η εαρινή και η φθινοπωρινή ισημερία. 

Η έννοια λοιπόν του χρόνου, πριν εφευρεθούν τα ρολόγια, βασίστηκε στην κυκλική μεταβολή και στους βιολογικούς ρυθμούς, δηλαδή πάνω στις βιωμένες φυσικές μεταβολές. Χρόνος και Φύση είναι αλληλένδετα. Τα ρολόγια βοήθησαν στη μετρική αντίληψη του χρόνου προκειμένου να βοηθήσουν σε υψηλότερου βαθμού οργάνωση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Δεν έχει σχέση ο μετρικός χρόνος με τον βιωμένο χρόνο. Η έννοια του χρόνου υπεισέρχεται και στη βιολογία με διαφορετικό τρόπο. Ο κύκλος ζωής π.χ. της μύγας διαρκεί περίπου 48 ώρες, της γάτας περίπου 10 χρόνια, του ανθρώπου 70 χρόνια κατά μέσο όρο, της χελώνας 100 χρόνια. 

Ο βιωμένος χρόνος είναι λοιπόν κάτι εντελώς διαφορετικό από τον μετρικό χρόνο, τον χρόνο του ρολογιού. Ο μέσος χρόνος ζωής ζώων-θηλαστικών σχετίζεται με ένα άλλο βιολογικό κυκλικό χρονικό μέγεθος που είναι ο αριθμός των καρδιακών παλμών ανά λεπτό. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των παλμών της καρδιάς ανά λεπτό τόσο μικρότερη η διάρκεια ζωής του είδους αυτού (π.χ. η καρδιά του κουνουπιού που ο κύκλος ζωής του διαρκεί κάποιες ώρες χτυπά με 250 κτύπους το λεπτό, του ελέφαντα περίπου 30 χτύπους το λεπτό και ζει περισσότερο από τον άνθρωπο, του ανθρώπου περίπου 70 χτύπους ανά λεπτό και ζει 70 χρόνια).

Για τους κοινούς θνητούς, ο χρόνος εξακολουθεί να κινείται γραμμικά με το παρελθόν πίσω και το μέλλον να κινείται μπροστά, ο Παλαιός και Γηραιός Χρόνος παραδίδει τη σκυτάλη της ζωής στο Νέο Χρόνο. Όμως, πίσω από τις διάφορες παραστάσεις για την κίνηση του χρόνου κρύβονται κοινωνικές αντιλήψεις και ιδεολογικές προκαταλήψεις. Σύμφωνα με τις αρχαίες αντιλήψεις, οι απώτεροι πρόγονοι, δηλαδή οι αρχαίοι, βρίσκονταν στην κορυφή μιας πυραμίδας τη βάση της οποίας αποτελούσαν οι εντελώς πρόσφατοι απόγονοι, ο χρόνος λοιπόν στον αρχαίο κόσμο εμφανίζει μια καθοδική κίνηση που αντανακλάται και στη γλώσσα έτσι ώστε οι οι πρόγονοι αποκαλούνται «ανιόντες» και οι απόγονοι «κατιόντες». 

Η κατάταξη αυτή προς την κατεύθυνση μιας φαντασιακά καθοδικής ροής του χρόνου αποτελούσε και μια ιεραρχική κατάταξη σε μια κλίμακα εξουσίας. Αντίστροφα με τον αρχαίο άνθρωπο που ενσάρκωνε την εξουσία και τη δύναμη, ο νέος αντιπροσώπευε την υποταγή και την κατωτερότητα. Ακόμη και η λέξη «νέος» και η ομηρική συνώνυμη «νέατος» περιέχουν μάλλον την κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα «ni-» η οποία δηλώνει το κάτω και μέσα (απαντά και στην αγγλική λέξη nether). Είναι επίσης φανερό πως η αρχαία αυτή αντίληψη πηγάζει από την πατριαρχική δομή των κοινωνιών και συνδέεται με την ιδέα του πτωτικού ανθρώπου και την κοσμοαντίληψη της προοδευτικής παρακμής του ανθρώπινου είδους από το ουράνιο και θεϊκό προς το γήινο και χωμάτινο (βλ. Βαγγέλης Πανταζής, Αρχαιολογία και Τέχνες). 

Όμως στη συνέχεια το αρχαίο αυτό μοντέλο ροής του χρόνου προς τα κάτω αντιστράφηκε στις νεότερες εποχές και επικράτησε πλέον η άποψη που ανθεί και στις μέρες μας ότι δηλ. ο χρόνος κινείται ανοδικά και οι πρόγονοι βρίσκονται στις ρίζες, ενώ οι απόγονοι δηλ. οι νέες γενιές καταλαμβάνουν τα κλαδιά του δέντρου της ζωής και του χρόνου. Οι αιτίες αυτής της αισιόδοξης και ελπιδοφόρας αντιστροφής είναι πιθανώς η χρονολόγηση με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού (έτος μηδέν), οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις και η αμφισβήτηση των αυθεντιών, η θεωρία της εξέλιξης των ειδών και η αμφισβήτηση της πατριαρχίας. Οπωσδήποτε, η ανοδική και αισιόδοξη κοσμοαντίληψη περί ανοδικής πορείας του χρόνου συνδέεται και με την οικονομική άνθηση της Ευρώπης, τον περιορισμό της δουλείας και την επικράτηση της δημοκρατίας ως μοντέλου ζωής.

Μέσα στον 20ό αιώνα, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν διατύπωσε, μέσα από τη σχετικότητα, τη στενή συνάφεια χώρου και χρόνου και απέδειξε ότι παρελθόν και μέλλον ίσως αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος. Όμως, η κατάργηση των ορίων παρελθόντος και μέλλοντος μπορεί να συμβαίνει μόνον όταν ένα σώμα αποκτήσει θεωρητικά ταχύτητες κίνησης που να προσεγγίζουν την ταχύτητα του φωτός, ένα γεγονός που παραμένει καθαρά φαντασιακή προοπτική για τον υπαρκτό κόσμο του σήμερα.

Η έννοια του ρυθμού (π.χ. στη μουσική) ξεπερνάει την έννοια του μετρικού χρόνου και των μέτρων (της υποδιαίρεσης του χρόνου δηλαδή) όπως εμφανίζεται στη μουσική σημειογραφία βλ. του πενταγράμμου και των διαχωριστικών χρονικών ορίων (bars). Οι αρχαίοι Έλληνες βίωναν την έννοια της μέτρησης του μουσικού μέτρου σωματοποιημένη μέσω του χορού και για αυτό το λόγο χρησιμοποιούσαν τον όρο του «ποδός», όταν δηλαδή πατούσε «ο πους» (το πόδι δηλαδή) κατά τη χορευτική κίνηση. Ο σπουδαίος μαέστρος, πιανίστας και διεθνούς φήμης μουσικοπαιδαγωγός Γιώργος Χατζηνίκος (που έφυγε από κοντά μας πριν από λίγα χρόνια) είχε με σοφία διαχωρίσει την έννοια του βιωμένου ρυθμού στη μουσική από την έννοια του χρονισμού ως μαθηματική διαίρεση του χρόνου. Ο βιωμένος χρόνος ως ρυθμός δεν ταυτίζεται με τον μαθηματικά διαιρεμένο χρόνο του μετρονόμου ή του ρολογιού.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία της έννοιας του χρόνου εμφανίζει ο ποιητής TS Eliot στην εισαγωγή του κορυφαίου έργου του «Τέσσερα Κουαρτέτα». Εδώ η τέχνη συναντιέται προφητικά με τη σύγχρονη φυσική. Γράφει ο ποιητής: Time present and time past are both perhaps present in time future and time future contained in time past. Σε μετάφραση η εισαγωγή του έργου έχει ως εξής: «Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών ίσως παρόντες και οι δύο σε χρόνο μέλλοντα και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα, (συνεχίζει) αν όλος ο χρόνος είναι παντοτινά παρών όλος ο χρόνος μένει αλύτρωτος. Αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει είναι μια αφαίρεση που αιωνίως παραμένει δυνατότητα μονάχα σε έναν κόσμο υποθετικό. Αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει και εκείνο που υπήρξε ένα τέλος μαρτυρούν, που πάντοτε είναι παρόν».

Σε ένα από τα κορυφαία μουσικά έργα του 20ού αιώνα με τίτλο «Κουαρτέτο για το Τέλος του Χρόνου» ο γάλλος συνθέτης Olivier Messiaen εμπνέεται από το «τέλος του χρόνου» το οποίο αναγγέλλει ο Άγγελος της Δημιουργίας μετά το 7ο σάλπισμα στο κείμενο της «Αποκάλυψης του Ιωάννη», εκεί αναφέρεται ότι στον καινούργιο πλέον κόσμο καταργείται η έννοια του συμβατικού χρόνου για την ανθρωπότητα (χρόνος ουδ’ εσταί). Το έργο αυτό γράφτηκε από τον Messiaen την περίοδο 1940-41, όταν ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και η παγκόσμια πρώτη του έργου δόθηκε με άδεια του Nazi γερμανού διοικητή στου στρατοπέδου, οι ερμηνευτές του έργου για τσέλο, βιολί, κλαρινέτο ήσαν συγκρατούμενοι του συνθέτη και ο ίδιος έπαιξε πιάνο.

Στις μέρες μας το δημογραφικό πρόβλημα στις δυτικές κοινωνίες έχει οδηγήσει πλέον σε σημαντική μείωση του πληθυσμού των νέων ανθρώπων και σε πληθυσμική κυριαρχία των υπερηλίκων με αποτέλεσμα η κοινωνία να αυξάνει τον συντηρητισμό της. Αυτό οδηγεί σε εκρηκτικές αντιδράσεις των νεότερων ανθρώπων που νιώθουν ότι έχουν ελάχιστες ευκαιρίες στον σύγχρονο κόσμο. Ακόμη, το άνοιγμα της οικονομικής ψαλίδας και η επίταση των κοινωνικών ανισοτήτων υπονομεύει τη δημοκρατία και οδηγεί στην κατάλυση της μεσαίας τάξης ανθρώπων η οποία είναι εκείνη που (κατά την άποψή μου) κατευθύνει προς τα άνω το βέλος του χρόνου.

Δεν ξέρω προς τα πού μας πηγαίνει σήμερα το βέλος του χρόνου εμάς τους Ελληνες, σε μιαν ιστορική στιγμή που η οικονομική δυσπραγία μετά την αστοχία του φαυλοκρατικού πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης συνετέλεσε σε μεγάλη οπισθοδρόμηση της χώρας. Η τάση αισιοδοξίας με την οποία αντιμετωπίζουμε γενικά την έννοια «μέλλον» (δηλ. η άποψη ότι όλα θα πηγαίνουν προς το καλύτερο και ότι θα υπάρχει αέναος «πρόοδος» και συνεχής «ανάπτυξη») μας εξωθεί συχνά σε λάθος επιλογές. Δεν υπάρχει σταθερή πρόοδος σε τίποτα όσον αφορά τα βιολογικά και κοινωνικά μεγέθη, διότι η ζωή κύκλους διαγράφει όπως και η οικονομία. Μας έχουν όλους παραπλανήσει η καταναλωτική κοινωνία και ο αδηφάγος καπιταλισμός, έτσι ώστε να προσδίδουμε αυτονόητα μιαν ευδαιμονιστική και παραδεισένια έκφανση σε όλα τα δεδομένα του βίου μας. Μάλιστα η κοινωνική έννοια της προόδου είναι δανεισμένη από τα μαθηματικά και μέσα της κρύβει την ευθεία (ως αναπαράσταση) της γραμμικής συνάρτησης [γενικής μορφής f(x)=χ] η οποία  αποτελεί εξιδανίκευση ενώ ουσιαστικά δεν απαντάται ποτέ στη φύση. Και βέβαια η καταναλωτική κοινωνία ωφελείται από την ψευδαίσθηση της διαρκούς ανάπτυξης διότι διαφορετικά οι άνθρωποι, αν ήσαν ουσιαστικά φιλοσοφημένοι και πεπαιδευμένοι, θα σταματούσαν να καταναλώνουν και θα υιοθετούσαν έναν λιτό τρόπο ζωής. Άλλωστε σήμερα αυτή η αντίληψη φαίνεται ότι συνιστά και τη ρίζα του οικονομικού προβλήματος στις δυτικές κοινωνίες.

Ο Τσέχωφ στα τελευταία θεατρικά του έργα μονίμως έβαζε τους ήρωές του να φαντάζονται έναν πολύ καλύτερο κόσμο από την εποχή που έζησε ο συγγραφέας (ο Τσέχωφ πέθανε το 1904 στην αυγή του 20ού αιώνα). Πίστευε ότι ο επερχόμενος αιώνας οπωσδήποτε θα χάριζε περισσότερη δικαιοσύνη, ελευθερία, ανεξαρτησία στον άνθρωπο. Τον διέψευσαν οι θηριωδίες των δύο παγκοσμίων πολέμων και οι σφαγές πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων κυρίως σε ευρωπαϊκό έδαφος. Φαίνεται ότι το βέλος του χρόνου δεν έχει πάντα παρόμοια φορά για την κοινωνική σε σχέση με την τεχνολογική εξέλιξη. Άλλωστε η ιστορία επαναλαμβάνεται όσον αφορά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις επιπτώσεις των ανθρώπινων πράξεων σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Μάλλον κυκλικότητα χαρακτηρίζει την κίνηση του βέλους του χρόνου όσον αφορά τα ανθρώπινα. Δεν είναι απίθανο η ανθρωπότητα να βιώσει και πάλι έναν καινούργιο μεσαίωνα, άλλωστε βλέπουμε μια νέα άνθηση των θρησκευτικών φανατισμών. Εγώ πιστεύω περισσότερο την προφητεία του ποιητή Νίκου Γκάτσου στο τραγούδι του «Κεμάλ», «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ και με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί».

Το προς τα πού τελικά βαδίζει όμως το βέλος του χρόνου σαφώς εξαρτάται και από τα όνειρά μας. Ο μικρός Αλβέρτος Αϊνστάιν παρέμεινε πιστός στο υπερρεαλιστικό παιδικό του όνειρο και το ακολούθησε πιστά μέχρι το τέλος. Στις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις έλεγε ότι όταν ήταν παιδί είχε σκεφτεί να αρπάξει μιαν ακτίνα φωτός και να την ακολουθήσει μέχρι το άπειρο. Τα όνειρά μας μπορούν, αν τα ακολουθήσουμε, να αλλάξουν τη φορά του βέλους του χρόνου. Αυτό τελικά κατάφερε και ο μικρός Αλβέρτος, ως αναβάτης σε παιδικό όνειρο, να αλλάξει το βέλος του χρόνου.