Πολιτικη & Οικονομια

Τα μωρά και οι ηλικιωμένοι

Δεν είναι ούτε ιδωτικές ούτε οικιακές υποθέσεις

Μαίρη Λεοντσίνη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η (αγία) ελληνική οικογένεια και η ευθύνη μιας κοινωνίας που αρνείται να υποδεχτεί και να κατευοδώσει τους ανθρώπους της.

Πριν έξι μήνες, μια γυναίκα εγκατέλειψε το πτώμα της ανήμπορης υπέργηρης μητέρας της στο δρόμο και προχτές μια μητέρα εγκατέλειψε το μωρό της.

Ο ερχομός σε αυτό τον κόσμο, όπως και η αποχώρηση από αυτόν είναι στιγμές στην πορεία του βίου, που χρειάζονται δέσμευση όλων μας, εξειδικευμένη φροντίδα, διαθεσιμότητα, στήριξη, άρα αλληλεγγύη. Η (αγία) ελληνική οικογένεια, ως βασικός φορέας του κοινωνικού κράτους της Νότιας Ευρώπης, παρέχει το «προστατευτικό δίχτυ» και αναλαμβάνει τη φροντίδα και τη μέριμνα, ενώ ταυτόχρονα υποχωρεί, κατασπαράζει και αποκλείει, όταν οι πολυθρύλητες «επιλογές» των μελών της δεν ενισχύουν τις οργανωτικές αξίες της. Στην περίπτωση των ηλικιωμένων και των υπερηλίκων, η (αγία) ελληνική οικογένεια διευρύνθηκε χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες των μεταναστριών των δύο τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα, διεθνοποιήθηκε κι έκλεισε στα σπίτια, κατέστησε «ιδιωτική» υπόθεση την παρηγορητική φροντίδα. Στην περίπτωση της άφιξης στη ζωή, η εγκυμοσύνη, ο τοκετός, η λοχεία, οι πρώτες φροντίδες που έχουμε συμφωνήσει ότι είναι απαραίτητες για εκείνη που γεννάει και για το μωρό που έρχεται στον κόσμο γίνονται και πάλι «οικιακή» υπόθεση. Στις «καλές» πριπτώσεις, τα σπίτια κατακλύζονται από μανάδες, πεθερές και θείες που προσφέρουν ασφυκτικές υπηρεσίες και συμβουλές καθιστώντας τη λοχεία αβίωτη, άρα «φυσική» κατάσταση κατάθλιψης. Οι καλές πρακτικές από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συμπληρώνουν το ροζ συννεφάκι της οικογενειακής ολοκλήρωσης και επικυρώνουν την εξάρτηση της άφιξης του μωρού από το «δίχτυ προστασίας». Στις «κακές» περιπτώσεις, το δίχτυ γίνεται αγκαθωτό ή δεν είναι πρακτικά διαθέσιμο, οπότε οι νέες μητέρες (οι πατεράδες πάλι απέχουν) απομονώνονται και αναλαμβάνουν όχι μόνο τη φροντίδα του μωρού, αλλά και την αντιμετώπιση των δικών τους αδιεξόδων. 

Η εικόνα ενός εγκαταλελειμμένου μωρού που κλαίει έκθετο στους κινδύνους του δρόμου προκαλεί συναισθήματα λύπησης, αγωνία, αγανάκτησης και θυμού. Το μωρό είναι αβοήθητο, ενώ αυτόματα η αγανάκτηση και ο θυμός στρέφονται αυτόματα στο υποκείμενο που ευθύνεται στην έκθεσή του σε κίνδυνο, δηλαδή σε μια ανελέητη μητέρα, η οποία αντί να το κρατήσει κοντά της για να το φροντίσει και να το προστατέψει, το εκθέτει στους κινδύνους της δημόσιας καθημερινότητας. Η μητρότητα και οι πρώτες φροντίδες που τη συνοδεύουν γίνονται αποκλειστική ευθύνη της μητέρας (συνήθως κάπου υπάρχει κι ένας πατέρας). Όταν το τοπίο διευρύνεται, η εν λόγω γυναίκα καθίσταται υπεύθυνη για την ευρύτερη αδικία που διαπράττει όχι μόνο ως προς το ανυπεράσπιστο μωρό αλλά και απέναντι «στα ζευγάρια» που πασχίζουν επιδιώκοντας να αποκτήσουν παιδιά με πολυέξοδες και επίπονες διαδικασίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Από την άσπλαχνη μητέρα περνάμε στα καθ’όλα αποδεκτά ζευγάρια, που νοούνται αποκλειστικά ως ετεροκανονικά, άρα αρχίζουν να μπαίνουν στην εικόνα και οι άντρες. Το κουβάρι του μισογυνισμού ξετυλίγεται με τεράστια ευκολία, μαζί με την αδιέξοξη δεοντική προβολή περί επιλογής και επιταγής.

Αν οι αντιλήψεις μας για την παιδική ηλικία και τη γήρανση συμφωνούν στην ανάγκη για φροντίδα, η οποία απαιτεί εξειδικευμένη γνώση, τότε η αυτή συναίνεση μεταθέτει στο δημόσιο χώρο την ικανοποίηση των αναγκών που προκύπτουν από την έλευση και την αποχώρηση από τα εγκόσμια. Η συναίνεση απαιτεί από κοινού δέσμευση και αξιοποίηση της ειδικής γνώσης. Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός, η λοχεία, η πρώτη φάση της φροντίδας όπως και οι αλλοιώσεις της γήρανσης  - δύο διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά εξίσου κρίσιμες και γνώριμες συνθήκες ευαλωττότητας – δεν μπορούν να παραμένουν «ιδιωτικές / οικιακές» υποθέσεις. Οι στιγμές του βίου, όπου η φροντίδα διαπλέκεται με την τεχνική επάρκεια και η επιστημονική αντιμετώπισηκαθίσταται επιτακτική δεν μπορούν να παραμένουν «γυναικείες επιτελέσεις», που παρουσιάζονται ως εκφάνσεις του (μητρικού) φίλτρου ή ως αυτονόητες οφειλές στους γηραιούς γονείς. Τα δωμάτια των σπιτιών μας δεν επαρκούν για να λειτουργούν ούτε ως κέντρα για τις πρώτες φροντίδες ούτε για παρηγορητική αγωγή. Οι μανάδες, οι κόρες και οι οικιακές βοηθοί με χρέη νοσηλεύτριας ούτε αντέχουν ούτε μπορούν να αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας κοινωνίας που αρνείται να υποδεχτεί και να κατευοδώσει τους ανθρώπους της.